Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Καλές Γιορτές!

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

ψαύοντας....



Αχ…. Αυτές οι λύπες …..
Κάποτε τις νόμιζα  νερά που μέσα τους κολυμπάς, προσπαθείς να κολυμπήσεις και είτε επιπλέεις είτε βουλιάζεις .

Τελευταία μου φαίνεται πως είναι λόφοι ή βουνά κατά το μέγεθός τους πάντα. Μόνο που στην κορφή του υψώματος δε σε περιμένει καμιά ικανοποίηση ούτε η θέαση της ομορφιάς. Η κορφή είναι το απόλυτό της το σημείο κι εκείνο που θα βρεις εκεί μόνο η δική σου η πτώση. Όπως και να την εννοείς

Καμιά φορά οι λύπες έχουν μελαγχολική ομορφιά σαν τους έρωτες τους ανολοκλήρωτους και τους ανέφικτους. Το ύψωμα είναι γαλήνιο και τρυφερό δίχως μεγάλο πόνο γιατί η αποδοχή πήγε μπροστά απ’ τον πρόωρο το  θάνατό τους. Άνοιξε δρόμο κι έστρωσε λουλούδια
Γι’ αυτό και τους κρατάς στη μνήμη. Γιατί δεν έχουν πόνο η μνήμη  είναι αγιοποιημένη σαν των μαρτύρων και σέρνουν μυρωδιά ελαφριά

Οι λύπες οι μεγάλες,  οι βαθιές, είναι βουνά άγρια με ολισθηρότητες και πέτρες αιχμηρές που σε ξεσκίζουν από ξαρχής. Και  καμιά στωική φιλοσοφία δεν τις απαλαίνει. Και κορυφή το βάραθρό σου.
Δε μοιάζουν. Δεν έχουν το ίδιο όνομα. Αλλιώς εσύ αλλιώς εγώ….
Καθένας έχει τη δική του λύπη, το μέτρο το ξεχωριστό Ακόμα και ο θάνατος αλλιώς ζυγίζεται στου καθενός την αντοχή

Ποια είναι η δική σου;
Κλείσε τα μάτια και πες στον εαυτό σου, αφού σε μένα δεν μπορείς, ποια είναι η δική σου κορυφή της λύπης. Σε ποιο σημείο   τρεμουλιάζει ακόμα και στη σκέψη το κορμί,  κάνει το αίμα να παγώνει κι εσύ χάνεσαι
Γιατί εγώ σ’ αυτήν βρίσκομαι.
Στην πιο βαθιά μου λύπη ανεβαίνω
Μισό βήμα απ’ την κορυφή.
Μόνο  μισό
Παλεύω να βρω τις δυνάμεις μου. Να πολεμήσω ν’ αποδιώξω τη θέα του κακού που με ζυγώνει.
Καμιά φορά μου φαίνεται θα σωριαστώ απ’ την ανημποριά κι ύστερα παίρνω ανάσα και φορώ το πορφυρό μου το φουστάνι. Να μη φαίνονται σημάδια απ’ τις πληγές. Κανένας να μη βλέπει.

Είμαι μισό βήμα απ’ την κορφή της λύπης μου και η καρδιά μου τρέμει

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

λυπημένο



Έρχεται μια μέρα
πρωί ή βράδυ αδιάφορο

Στην παλάμη σου
ένα φύλλο τρεμάμενο έρχεται
σου λέει σώσε με
Ένα βήμα πριν πεθάνει είναι
μα εσύ δεν έχεις την ικανότητα
Να το αντιληφθείς

Κάποιος
Σου πήρε την εξουσία να αναγνωρίζεις
Τη συγκίνηση
Κι έχουν περάσει κιόλας πολλοί αιώνες απ’ όταν
Ανάσταινες τα δέντρα

Κοιτάζεις την ατζέντα σου
Τα ραντεβού
περισσότερα από τις ώρες σου
Νοικιάζουν ερήμην σου το δανικό σου χρόνο
Αλλού

Δεν κλαις
Το δάκρυ δεν είναι το τελευταίο που έφυγε

Μόνο να μουρμουράς  αντέχεις

(ένα ένα στεγνώνω τα θέλω μου
ένα ένα ξεχνώ της ψυχής τα παράθυρα)

κι είναι ο θρήνος σου




Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Στεγνά


Αχνώνει το φως
Μελισσολόι τρέξανε
Οι ελπίδες
Σε σύναξη αγοραία

Κι από κοντά και τα ζητούμενα
τρεχάτα

«Πάρε μου κι εμένα
Μου χρωστάς!»
(έλεγεν ο ένας )

Κι άλλος….
(ο συνετός)

«Κράτα να χεις για τις
Επόμενες γενιές!»

Τώρα ποιος έχει όρεξη
Ν’ αναμασά τα ίδια….

Αχ…. κακές εποχές….
Και στο λεγα

Όχι όπως ήξερες νυφούλα μου….

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Κορίτσια....



........τα βράδια πηγαίναμε  να κοιμηθούμε στα πάνω δωμάτια. Σαν τελευταία κίνηση, εντελώς  τελευταία μα απόλυτα απαραίτητη βάζαμε πριν το δίσκο στο πικάπ. Πριν να  σφαλήσει  η μέρα,  να κλειδωθούν  οι αναγκαίες  ζωτικές,.  Πριν τη λήθη του ύπνου, ένα παλιό ταξιδιάρικο δίσκο χωρίς λόγια. Μόνο μουσική.
Απαραίτητη να ξεδιπλωθούν τα όνειρα, ν’ ανοίξουνε  πανιά, έτσι ανάερα,
μέσα στα πνευστά στα έγχορδα, στα πλήκτρα του πιάνου

Πού ονειρεύεσαι να πας; Έχεις χαθεί, το ξέρεις; Δεν έχει δρόμο εδώ. Μην ξεγιελιέσαι απ’ τον ορισμό που δίδουνε οι λέξεις….

Ο δίσκος τελείωνε γρήγορα. Τριάντα τριών στροφών και πέρναγε αστραπή. Πού να προλάβουν να στηθούν και να ντυθούν πύργοι και κάστρα, δρόμοι και μονοπάτια αχάραχτα….  Δίχως να μου το πουν κατέβαινα ξανά και ξανά να τον βάλω απ’ την αρχή, να τον ακούσουμε απ’ την αρχή,  γιατί τα κοριτσίστικα όνειρα μόλις ξεκινούσαν το ταξίδι  κι έπρεπε να κρατήσει

Φορώ ένα φουστάνι κόκκινο. Κόκκινο και γαλάζιο. Πες μου αν είμαι όμορφη….

Τα κορίτσια … τα τρία κορίτσια γυναίκες με τα συμβολικά  τους αρχαιότροπα ονόματα τα δηλωτικά,  διψασμένα ξαπλώνανε στα κρεβάτια  με  τη σκόνη από τους παλιούς τοίχους να φράζει πόρους της ανάσας
Τα βαμβακερινά  τους νυχτικά, πανιά αέρινα τα κράταγαν χαμηλά
Πού και πώς   να τα ταξιδέψουν;

Η μέρα του μεγάλου πάθους κι αν ήρθε δεν την κατάλαβα. Πορνευόμουν την άγνοια και τη χαρά που τη βάφτιζα λύπη

Μιλούσαν στην αρχή. Ώρα πολλή. Για διάφορα μικρά. Ή για σπουδαία. Και γω φοβόμουν μη με δουν και σταματήσουν. Σχεδόν αθέατη, σχεδόν ανύπαρκτη κλεισμένη στη σιωπή έμενα, για να μπαίνω μες στον κόσμο το θηλυκό  που ήταν η μοίρα μου….

Τρυπώνει στην ανάσα μου η αλήθεια που φοβάμαι. Τρέχω να της ξεφύγω. Τρέχω κι η νιότη μου με κυνηγά με χρώμα κόκκινο βαμμένη

Ύστερα έπαυαν
Έμεναν στη σιωπή. Να πουν τις άλλες κουβέντες. Τις άηχες. Και δεν άκουγα παρά τη ρυθμική τους ανάσα να παίζει κρυφτό με την επιθυμία.
 Τότε ακόμα είχε όνομα γήινο.

Να χόρευα στη μεγάλη πλατεία και να ταν ο χορός της φωτιάς….. τρία μερόνυχτα θα χόρευα με τα πόδια μου γυμνά


Ο ύπνος τις έπαιρνε  αργά. Την ώρα που τ’ αεράκι σπλαχνιζόταν και τρύπωνε ανάμεσα απ’ τις γρίλιες –είχαμε παραθύρια με ξύλινα παντζούρια τότε- και δρόσιζε τα κουρασμένα μέλη τόσο που είχαν καταβληθεί να μάχονται. Κι αφηνόμουν και γω στο Μορφέα κι ούτε τις άκουγα πια πότε ξυπνούσαν. Πότε έβαζαν το άλλο τους το πρόσωπο, πότε έφευγαν….

Σου το χω πει να μην κοιτάς εδώ… λείπω και δεν το ξέρεις. Τη νύχτα να με θυμηθείς. Ακόμα πλέκω. Όνειρα μ’ άφησες παραγγελιά κι ακόμα πλέκω….



Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Πίκρα

ένα θεό να χτίζαμε τη μέρα
σ' ένα ουρανό θα φτάναμε
τουλάχιστον

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

αμαρτία



ω, ναι, ποτέ δεν πυροβάτησα!
κρατήθηκα στην άκρη
από πληγές και καθαρτήρια νερά
κι αυτό το κρίμα με βαραίνει
κυρίως την ώρα που πεθαίνει
το φεγγάρι

αφού
στα άστρα απίστησα

τόσα χρόνια πριν άνοιξα τη φούχτα
τι βαστώ;
 στάχτη είναι- είπα- και τ' άφησα
και πια δε γύρισα πίσω

τώρα
με ποιο πένθος να καθαρθώ;
 
να βρισκα
  ένα τρίχινο  ρούχο
με στάχτη στο κεφάλι
να θρηνήσω την απώλεια των δακρύων
(την αλήθεια των λέξεων μόνο ζήτησα)

κι αγάπα με όταν τη γλώσσα μου 
 μιλώ

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Aποτυπώνοντας τη στιγμή



Βιάζεστε κορίτσια; Πώς,  δε βιαζόμαστε…βιαζόμαστε!
Θα πιούμε ένα τσίπουρο; Να το πιούμε!

Γέλια.
Η χαρά της αθώας στιγμής.

Λοιπόν;

Πάλι γέλια. Η χάρη του αφήνομαι. Το χάρισμα να τιμάς με τον τρόπο που πρέπει το καθετί στην ώρα του.

Φωτογραφίζεσαι; Ναι μου αρέσει. Επίτρεψέ μου. Να κρατάς χαμηλά τη μηχανή. Δώσε αέρα στο κάδρο σου….

Συζήτηση.
Γουλιά και παρέκκλιση.
 Φωτογραφία και αστερισμοί –μα τι ωραία που είναι τα άστρα….τα γνωρίζεις; Όχι. Να τα κοιτώ μ’ αρέσει…,
Όρια, μέτρα και δοσίματα, μια κουβέντα αχταρμάς μια κουβέντα  χύμα σ’ ένα κύμα απαλό, τρυφερό που σβήνεται μπροστά εκειδά μια ανάσα απ’ τα πόδια μας.

Τι πολυτέλεια…. Τι ακριβή πολυτέλεια…

Κι όμως κορίτσια φοβάμαι! Μα …τι! όλα πάνε τόσο καλά που….δε γίνεται! Σύμφωνα με τη στατιστική ….Έλα τώρα με τη στατιστική….Απόλαυσε τη στιγμή!
Η στατιστική δεν είναι αριθμός. Δεν είναι ποσοστά. Όχι μόνο αυτά τουλάχιστον. Είναι νόμος πρώτιστα! Κι ο νόμος λέει….

Ο φόβος ο πανάρχαιος. Η σκιά στη φωτεινή μέρα. Το βάσκανο μάτι των θεών.

Γουλιά να χαλαρώσει ο νους. (χαλαρώνει άραγε;)

Τι θα φάτε;

Επιστροφή στα σίγουρα. Μακριά από αμήχανες σκέψεις. Επιστροφή στην οικειότητα της ασφαλούς προσγείωσης

Σαρδέλα.
Πώς θα την κάνεις;
Ψητή.
Ωραία!

Γουλιά. Το ποτήρι στραγγίστηκε.

Άντε κορίτσια σπίτια μας!

Κοιτάζω τη φωτογραφία στη μηχανή μου. Ένα βαθιά χαραγμένο πρόσωπο με τη λάμψη της χαράς να χορεύει στις γραμμές του.
Και είναι το δικό μου.




 αφιερωμένο στο Γιάννη και τη Μαρία

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

αντί για σχόλιο.....

"Μερικές φορές όταν ακούω την ηλικία μου ξαφνιάζομαι. Σκέφτομαι πως μια γυναίκα στα τριανταέξι  είναι μεγάλη γυναίκα. Και μετά συνειδητοποιώ πως τόσα είναι τα χρόνια μου και αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν αφού εγώ νιώθω κοριτσάκι, ένα κοριτσάκι τριάντα πλας με δυο μωρά στο διπλανό δωμάτιο. Τις προάλλες σε μια δημόσια υπηρεσία παρατηρούσα δύο γυναίκες γύρω στα εβδομήντα μπροστά σε κάποιο γκισέ. Η μια τους έψαχνε ένα χαρτί στην τσάντα της και η άλλη όλο αγωνία τη ρωτούσε. “Μα καλά βρε κορίτσι μου, πού το έχεις βάλει;” Σκέφτηκα πως αν μπορείς στα εβδομήντα να νιώθεις και να δηλώνεις κορίτσι, τότε σίγουρα μπορείς στα τριανταέξι και στα σαράντα και για όσο αντέχεις. Ένα κορίτσι στα ενενήντα  πέντε  με το πιο ζαρωμένο χαμόγελο του κόσμου. Γιατί έτσι, γι’αυτό"
 http://karagiozaki.blogspot.gr/

Το διάβαζα κι ήθελα κάτι να πω. Όχι να σχολιάσω. Να μιλήσω θέλησα σ' αυτή τη νέα γυναίκα που δεν την γνωρίζω -και την περνώ εικοσαετία και βάλε-και μ' έκανε να χαμογελάσω. 

Ήδη υποπτεύεται τη μεγάλη αλήθεια. 
Για το περίεργο διψασμένο παιδί μέσα σου, που  κουβαλάς. Που σε τρώει και  το τρως, σε θρέφει και το θρέφεις. Σε σπρώχνει,  σε ανακατεύει,  σε πηγαίνει πίσω μπρος.
Πότε πότε ξεχνιέσαι και του αφήνεσαι, πότε πότε του αγριεύεις
Μα είναι ό,τι σε κρατά ζωντανή. Ό,τι σε γεμίζει, ό,τι αφήνει το λιγότερο δυνατό χώρο για το άλγος. Το άλγος που συνοδεύει το νόστο του ανείπωτου, του ανείδωτου.Του ξεχασμένου, του μη...

Κι αυτό είναι κάτι που πιο πολύ το μαντεύεις το διαισθάνεσαι παρά που το ξέρεις.

Η ηλικία, η φθορά σου είναι μια αλήθεια που  όσο σε γονατίζει άλλο τόσο σε πεισμώνει
Κι όσο σου κλείνει παραθύρια, τόσο η ψυχή βρίσκει χαραμάδες και ξετρυπώνει πράματα βοηθητικά

Θυμάμαι τον αδερφό μου άρρωστο στο τελευταίο στάδιο, πετσί και κόκαλο γινωμένο κι η φλόγα στα μάτια του να ναι τόσο ζωντανή που έλεγα.... θα καεί...μοναχός του θα καεί...

Είναι κι αυτός ένας τρόπος να φεύγεις. Να λυώνεις και να χάνεσαι από ζωή.
 Από την ανάγκη για ζωή


Καλό απόγευμα να χετε




Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

κριματισμένοι


στου φόβου την τριχιά δεμένοι
τη ρότα χάσαμε της μέρας


και πού ουρανός για να σκεπάσει
που θάλασσα για να  χωρέσει
πέραν του φωτός ξεμείναμε


Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Αποχαιρετώντας το Σεπτέμβρη

όλο και πιο αργά ανατέλει το φεγγάρι
όλο και πιο νωρίς  μας τυλίγει  η νύχτα

κι ωστόσο η αναλγησία του φωτός επιμένει

και η λαχτάρα ν' αφήσουμε ένα χνάρι


μάθαμε να φυλάμε ανάερα παιχνιδίσματα

μια ριπή καλοκαιριού στο φθινόπωρο


Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Θερισμοί



Μου μαγκώνει την ψυχή ένας ίσκιος
Τον έχουν πυροβολήσει στα άκρα
γι' αυτό σέρνεται γι' αυτό σαν τανάλια
Με σφίγγει εκεί όπου δεν υπάρχει
αντίσταση
Φέρε μου έναν ύπνο του λέω
καμιά φορά
Μια πέτρα ένα τσουβάλι
πράματα που ξέρω
Να μη σε φοβάμαι
(εμένα φοβάμαι)
Να σ' αγαπήσω όπως με γδύνεις
Να σε φορέσω στη σάρκα μου
Να σε πονέσω δίχως ντροπή
Να σε σκοτώσω χωρίς  έρωτα

Είσαι ένα μάταιο απόδειπνο
Ένας μασημένος κρατήρας 


Θα σε νανουρίσω λοιπόν
να σε κοιμήσω στο ποτάμι μου μέσα

Ω
ευλογημένο νερό!
Πάρε έναν κέρβερο ξεδοντιασμένο
Πάρε ένα δράκο που χασε τη δύναμη της
φωτιάς
Πάρε της λήθης και της λύπης το δέρμα
κι ανάπαψέ τον

βροχή με γέννησε 
βροχή με γέννησε

Ιέρεια νύχτα μάνα με χίλια μάτια
Καρποί και μαστοί ένα

Έ ρ ω τα ς 
αχ ο έρωτας

τη λουρίδα του πένθους
να προλάβει να καλύψει

Παραμονεύει σε γυναίκειους μηρούς ανάμεσα
πεθαμένα βράδια στο μεσοδιάστημα της ζωής

και πριν απ' το θάνατο


Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

«Ένας άνθρωπος σε ένα χωριό»

Το «Ένας άνθρωπος σε ένα χωριό» αποτελεί ένα από τα πλέον αποκαλυπτικά και αλληγορικά διηγήματα του ποιητή Κωστή Παλαμά. Γράφτηκε το έτος 1900 και αναδημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 1920 στο φιλολογικό περιοδικό της εποχής «Ο ΝΟΥΜΑΣ». Παρόλη την δυναμικότητά του, παραμένει ουσιαστικά άγνωστο στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, μια και ποτέ δεν δημοσιεύτηκε.



« Ἀπὸ τόπον ἄλλον ἕνας ἄνθρωπος ἦλθε σὲ ἕνα χωριό.
Τὸ Χωριὸ σὰ βυθισμένο σὲ λαγκάδι. Γύρω, τοῦ χωριοῦ οἱ πλαγιές, τοίχοι φυλακῆς χλωροπράσινης.
Καὶ εἴπεν ὁ ἄνθρωπος πρὸς τοὺς χωριάτες:
-Τί ὡραῖος καὶ τί μεγάλος ποῦ δείχνεται ὁ κόσμος γύρω σας!
Καὶ τοῦ ἀποκρίθηκαν οἱ χωριάτες:
-Ἀλήθεια! Ὅλο πρασινάδες μᾶς περιζώνουν.
Τὰ βουνά μας ἔχουμε, τὰ βουνά μας. Ἔχουμε καὶ τὰ λιοστάσια μας. Ζοῦμε ἀπ’ αὐτά. Πέρα ἐκεῖ στὸ ριζοβούνι δυὸ τρεῖς φορές τό χρόνο σταίνουμε ζωηρότατα πανηγύρια καὶ γλεντοκοποῦμε.
Τὸ στρώνουμε στὸν ἴσκιο τῆς Κουκουναριᾶς. Πλέκουμε στεφάνια ἀπό μυτριές καὶ τὰ φοροῦμε. Τὸ μεγάλο πράσινο ζουνάρι τοῦ λαγκαδιοῦ μᾶς σφιχτοδένει χειμῶνα καλοκαίρι. Σὰ δὲ σκάφτουμε καὶ σὰ δὲν οργώνουμε, τὸ χαιρόμαστε ἀπὸ τὰ παράθυρά μας.
Καὶ τοὺς εἶπε τότε ὁ ἄνθρωπος:
-Κάτι ἄλλο ἤθελα νὰ σᾶς πῶ. Τὸν κόσμο γύρω σας, τὸν ὡραῖο καὶ τὸν μεγάλο, δὲν εἶναι μπορετό ἄνθρωποί μου, νὰ τονὲ χαρῆτε ἀπὸ τὰ παραθύρια σας.
Τραβᾶτε, σκαρφαλώστε στὸ βουνό, τραβᾶτε παραπέρα ἀπὸ τὰ πανηγύρια σας, κάτου στὴ ριζοβουνιά, ψηλότερα, ψηλότερα, κι’ὡς τὴν κορφή του φτάστε.
Κι’ ἀφοῦ φτάστ’ ἐκεῖ, τότε ρίχτε μιὰ ματιὰ πλατιά, μακριά, τριγύρω σας, πρὸς τὰ βάθια καὶ πρὸς τὰ πλάτια, πρὸς τοὺς ὁρἰζοντες ποὺ δὲν τοὺς βλέπετε καὶ δὲν τοὺς ἔχετε ἀπὸ τὰ παραθύρια σας.
Οὐρανοῦς, ὠκεανοῦς, ὅλα τὰ χρώματα καὶ ὅλο τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέριαν, ἀκομμάτιαστη ὁλόγυρά σας.
Θὰ ἰδῆτε τότε κάτου κάτου κάτου, παράμερα, βαθιά, ἕνα μικρό σημάδι ἀσπροδερό ποὺ μιὰ λιγνή λουρίδα θὰ τὸ φασκιώνει βαθυπράσινη. Καὶ θὰ εἶναι τὸ χωριό σας μὲ τὴ λαγκαδιά του.
Ὅμως τότε, ὅταν θὰ τὸ ματιάσετε ἀπὸ μακριά μακριά, σὰν κάτι λιγοστό καὶ σὰν κάτι ξένο καὶ σὰν κάτι μακρυσμένο, τότε ποὺ θὰ τὸ διῆτε ὁλάκερο, συμμαζεμένο, σὰν κάτι ζωντανό, ὀργανικό ἢ σὰ μιὰ καλοδουλεμένη ζωγραφιὰ μὲ τὴν κορνίζα της, εἰκόνα ποὺ μικρούλα κι ἄν εἶναι, δὲ χάνει τίποτα ἀπὸ τὴν χάρη της, τότε ἄνθρωποί μου, τότε ποὺ θὰ ξανοίξετε τὴν μικράδα καὶ τὴν ταπεινοσύνη τοῦ χωριοῦ σας μπρὸς στὸν ὁλόκοσμο, τότε μαζί θὰ νοιώσετε μέσα σας πιὸ βαθιά τὴν ἀγάπη τοῦ χωριοῦ σας.
Γιατὶ θὰ διῆτε πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρισμέν’ ἡ πατρίδα σας, πὼς εἶναι καὶ αύτὴ σφιχτοδεμένη μὲ τἄλλα πετράδια γύρω στὸ δαχτυλίδι τοῦ κόσμου.
Πὼς εἶναι κάτι δυσκολοξεχώριαστο ἀπὸ τὰ ὅλα. Ἀπὸ τὴν άγάπη τοῦ χωριοῦ ποὺ δὲν ξέρει καὶ δὲν βλέπει ὁρίζοντες, ποὺ δὲν ξεχωρίζει τίποτε μακριά, εἶναι ἀσύγκριτα σπουδαιότερη καὶ καρπερώτερη ἡ ἀγάπη ποὺ τὴν πατρίδα δὲν τὴν ἀποχωρίζει άπὸ τὸ πᾶν.
Εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ ἀγαπᾶ ὄχι ἀπὸ τὰ χαμηλά τά παραθύρια, εἶναι ἡ ἀγάπη ἀπὸ τὰ κορφοβούνια.
Τὰ λόγια τοῦ ἀνθρώπου πήρανε δρόμο στὸ χωριό.
Κι ἀπὸ στόμα σὲ στόμα, καθῶς εἴτανε καὶ δυσκολονόητα κάπως γιὰ τοὺς καημένους τοὺς χωριάτες, παράλλαξαν, πήρανε κι ἄλλα νοήματα.
Κι ἀπὸ στόμα σὲ στόμα φτάσανε σταὐτιά τοῦ ἀφέντη ποὺ εἶχε τὸ χωριό τσιφλίκι του καὶ τοὺς χωριάτες ὑποταχτικούς του. Καὶ εἶπε μὲ τὸ νοῦ του ὁ ἀφέντης:
-Τώρα θὰ τοὺς γητέψει αὐτὸς ὁ πλάνος τοὺς ἀνθρώπους μου.
Θὰ τοὺς ἀνάψῃ τὸν καημό γιὰ τοὺς μακρινούς τοὺς δρόμους καὶ τὸν πόθο γιὰ τὰ ψηλά ἀνεβάσματα.
Θὰ τοὺς πάρῃ ἀπὸ τὴ δουλειά τους, θὰ τοὺς βγάλῃ ἀπὸ τὰ μεροκάματα, θὰ τοὺς κάμῃ ἀκαμάτηδες καὶ ψωροπερήφανους.
 Ἀδιάφορους θὰ τοὺς κάμῃ πρὸς τὰ σπίτια τους καὶ πρὸς τὴ δούλεψή μου.
Θὰ μοῦ σηκώσουνε κεφάλι. Ἀπὸ δουλευτάδες, θὰ μοῦ γίνουν καταφρονητάδες. Θὰ μοῦ λιγοστέψουν τὰ χέρια καὶ θὰ μοῦ κιντυνέψουν τἀγαθά μου.
Καὶ βροντοφώνησε πρὸς τοὺς ὑποταχτικούς του:
-Διῶχτε καὶ γκρεμίστε ἀπὸ δῶ πέρα τὸν κακόν αυτόν ἄνθρωπο, τὸν πλάνο, τὸν ἀερολόγο, τὸν ἀτσίγγανο καὶ τὸν ἀκάθαρτο.
Θὰ μολέψει τὸ χωριό μας. Δὲν ἔχει αὐτὸς πατρἰδα καὶ ἦρθε νὰ μᾶς δασκαλέψῃ τὴν καταφρόνηση πρὸς ὅ,τι ὁ Θεὸς μᾶς έδωκε ἁγιότερο καὶ τιμιότερο:
Πρὸς τὴν Πατρίδα!
Κ’ ἔβαλε τοὺς δούλους καὶ τὸν πετροβολήσανε τὸν ἄνθρωπο ».

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Γέρνω

γέρνουν οι μέρες κι η ωραία λύπη πού;

ποιος να γνέψει για την έναρξη ενός ευγενικού πένθους
μιας τελετουργίας αποχώρησης

δεν μάθαμε να θρηνούμε με τον τρόπο των γενναίων

ως κι εδώ άγαρμποι
ως κι εδώ αστείοι

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012


τελικά λέω πως το να με τρώω με μέτρο
εντελώς ημίμετρο είναι
.............................................
βέβαια έτσι μεσοβέζικα
πορεύτηκα ίσαμε τώρα
αφήνοντας ως και τα ένδοξα
πλάνα στους εραστές τους

-εγώ μακριά-

τώρα λοιπόν τι θες
-να η καλή ερώτηση-
την ώρα που έτσι κι αλλιώς
μικραίνει η μέρα

αποχαιρετά το καλοκαίρι κιόλας πεθαμένο απ' την εξάντληση
πολλές οι προσδοκίες οι φετινές δεν άντεξε το δρόμο

καλοχαιρέτα τη λύπη την ευγενική μπας και σε σπλαχνιστεί
και σε συντροφεψει την ώρα που θα λείπω

έκλεισα την πόρτα πίσω μου κι ο κήπος αχνίζει
απ' την προσμονή εκείνου που λαχτάρησε

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Ένα γράμμα




«Αγαπημένε μου…»

Αγαπημένε μου; Λάθος. Λάθος! Δεν ήταν αυτή η σωστή λέξη. Ούτε καν ο σωστός τρόπος. Τρόπος;  Μα ….ναι….. αναζητούσε έναν τρόπο. Έναν τρόπο σίγουρο. Υπήρχε τέτοιος; Μα εκείνη έναν τέτοιο χρειαζόταν. Να τον κάνει να γυρίσει. Μα πώς; Έτσι; Μπα…. Δεν θα τον έκανε να γυρίσει πίσω με αισθηματολογίες. Με τακτικές συνηθισμένες και συμπεριφορές προβλέψιμες ….. Σ’ εκείνον άρεσε η πρόκληση. Είχε ανάγκη να αναμετριέται με τα δύσκολα. Και να επικρατεί. Και να επιβεβαιώνεται. Κυνηγός ήταν. Ένας κυνηγός..
 Να χε έρθει κοντά της γι’ αυτό, με τέτοια επιμονή λέξεων; Επειδή δεν του παραδόθηκε; Επειδή του αντιστεκόταν; Αυτό ήταν μόνο; Ήθελε να της σπάσει το καβούκι να την βγάλει έξω…..  και μετά;
Κι αυτή; Γιατί του είχε αντισταθεί αυτή…..
………………………………………………………………………………………
Τον ήθελε πίσω. Πίσω …
ένα τέτοιο σύντομο φευγαλέο έρωτα που μετρούσε τόσα πολλά δικά του λόγια και λίγες  συναντήσεις… πως δημιουργήθηκε, πότε φούντωσε, έσβησε, (γιατί έσβησε;)  χαμπάρι δεν πήρε…. Το μόνο που ήξερε ήταν πως τον ήθελε. Πίσω. Πίσω! Σ’ εκείνη!
Θα τα κατάφερνε; Ε, σίγουρα! Τι διάβολο! Γυναίκα ήταν. Γυναίκα…..

Και πρώτη φορά εκείνο το βράδυ γέλασε. Σιγανά.
………………………………………………………………………………………..
Τι την έπιασε με τα γράμματα τέτοια εποχή σ’ αυτή την εποχή! Μα ποιος διαβάζει πια…. Και μήπως θα τα διάβαζε εκείνος; Κι ύστερα…. Μήπως ήξερε και που να τα στείλει;
Ήθελε να γράψει. Να του γράψει. Να του μιλήσει. Πώς να του μιλήσει! Είχε χάσει τη δύναμή της. Είχε χαθεί η ώρα της. Επέμενε όμως. Με την επιμονή του μικρού παιδιού.

Στάθηκε και κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη. Απέναντι της μια γυναίκα κουρασμένη με μάτια που μαρτυρούσαν αγρύπνια. Άρεσε; Ναι, ακόμα άρεσε. Aυτό το  πρόσωπο που είχε αρχίσει να το χαράσσει ο χρόνος, το αγαπούσαν ακόμα. Το κοιτούσαν ακόμα. Ακόμα… τι σκληρή λέξη…. Ακόμα …. Τι ήθελε πια; Οι επιλογές της λιγόστεψαν. Είχε όμως το «ακόμα». Ακόμα… άχρηστη λέξη…. Αυτή τα ήθελε όλα.  Όλα! Ήθελε το χρόνο της πίσω. Ήθελε κι αυτόν. Αυτόν που της έκλεισε όλες τις πόρτες και τα παράθυρα και την άφηνε να χτυπά.
Πού χτυπούσε αλήθεια; Υπήρχε πόρτα; Γιατί δεν έμενε στην ήττα της;

Τόσοι έρωτες τόσα κορμιά κρεβάτια και σεντόνια ιδρωμένα που χαθήκαν;

«Όμορφη που είσαι μάτια μου…. Κι αυτό το γέλιο σου….»

Γελούσεν  η νιότη, τα χέρια, τα πόδια, οι μηροί, τα στήθη
Ακουμπούσαν πάνω της οι άντρες προσκυνητές στο βωμό της, ικέτευαν το βλέμμα, λαχταρούσαν τα λόγια της
Εκείνη γελούσε, σπλαχνικά τους άφηνε

«Θα πιαστείς θυγατέρα…»

«Πού πατέρα μου; Στου έρωτα τα βρόχια;» κορόιδευε, εκείνη

«Στου χρόνου την παγίδα θυγατέρα μου. Θα τα παίξεις όλα και θα χάσεις»

Παλιός χαρτοπαίχτης, τα χε χάσει χίλιες φορές στο πράσινο τραπέζι. Ήξερε από παιχνίδια και ρίσκα.
Μα τότε όλα ήταν εύκολα κι εκείνη αθάνατη.

«Μη φοβάσαι τη θυγατέρα σου»

Η αλαζονεία της άγνοιας

Γιατί του είχε αντισταθεί; Είχε φοβηθεί; Τι;
…………………………………………………………………………………………
«Σε χρειάζομαι να υπάρχεις, στη ζωή μου….» κάποτε αυτό θα τον ξεκλείδωνε και θα γυρνούσε τρέχοντας…. Κάποτε. Το κάποτε τέλειωσε

Γιατί τον ήθελε; Γιατί τον αναζητούσε; Γιατί απελπισμένα τον καλούσε; Γιατί;
Τον είχε ερωτευθεί τόσο πολύ αλήθεια που χρειαζόταν την πνοή του για ν΄ ανασάνει; Την κυριαρχούσε τόσο που δίχως του, δεν άντεχε;
Ερωτήσεις, γεμάτες γιατί γύριζαν, έρχονταν… απαντήσεις πουθενά! Μιλούσε στο κενό. Αυτό εισέπραττε. Χτυπούσε σε τοίχο και θύμωνε. Τον ήθελε πίσω. Πίσω! Μ’ όποιο κόστος; Μ’ όποιο! Αυθόρμητα το είπε και τρόμαξε.
Κι αν ζητούσε μόνο τη δική της επιβεβαίωση;

Κοίταξε ξανά το είδωλό της στον καθρέφτη. Με το χέρι να τρέμει άδειασε το κορμί από τα ρούχα του. Το κοίταξε. Πήρε ανάσα και το κοίταξε. Με περιέργεια.
Πώς ήταν; Πώς φαινόταν; Ένα λεπτό κορμί χάραζε μια αχνή φιγούρα. Καλή; Καλή.
Πήρε τα μάτια και γύρισε στη σάρκα της. Σαν παρατηρητής. Κριτής μιας παρουσίας κι όχι δικής της αλλά ξένης.
Έσυρε αργά, εξεταστικά το βλέμμα. Με προσοχή. Δίδοντας σημασία στις λεπτομέρειες. Ένα σημάδι στη γάμπα
Ποδηλατάδα στα είκοσι δύο σε διακοπές. Είδε την κατηφόρα μπροστά της και τα φρένα ανύπαρκτα. Και δυο μάτια ανήσυχα από πάνω της.
Μια αχνάδα σχεδόν αδιόρατη στους μηρούς. Κάψιμο. Μια απροσεξία και το νερό χύθηκε πάνω από το λεπτό της σορτς. Τόσος καιρός κι ο πόνος ακόμα χαραγμένος στη μνήμη κι ας κόντευε να χαθεί  η αποτύπωσή του
Και στο μπράτσο ένα σημάδι από τσούχτρα στ’ ανοιχτά της θάλασσας –ποιας θάλασσας και πριν πόσα χρόνια; Πως σβήνονται όλα ώρα την ώρα…. Τον εαυτό της θυμάται μόνο ν’ αγωνίζεται να βγει με το ένα χέρι κολυμπώντας
Ξανακοιτάχτηκε κι αδιαφόρησε παντελώς για την ελιά στο στέρνο της
Ξανακοιτάχτηκε Και είδε πως έφθινε. Η δική της πολυφιλημένη σάρκα έφθινε. Ήτανε θέμα μόνο χρόνου να μην μπορεί πια να το καλύψει. Να μην μπορεί να ξεγελάσει και να δει τον οίκτο
.
Μ’ όποιο κόστος; Μ’ όποιο;

Μπα… δε χρειαζόταν να τρομάζει…. Έτσι κι αλλιώς το ήξερε δεν θα γύρναγε.
Τότε; Τότε γιατί; Για την τιμή των όπλων;

 Και γέλασε ξανά. Λίγο δυνατότερα.
……………………………………………………………………………………

«Εγώ δε φεύγω. Εδώ θα μείνω!»
Πόσες φορές είχε ακούσει τα λόγια; Δηλώσεις υποταγής, πίστης, λατρείας πάνω σε μιαν ώρα πόθου, πάνω σε μια λαχτάρα κατάκτηση, πάνω σε μια τακτική κυνηγιού
Τα ξερε…. Όλα τα ξερε…..
Ποτέ δεν έδιδε σημασία…. Αέρας ήταν που έφευγε
……………………………………………………………………………………….
Είχε ερωτευθεί. Αυτή ήταν η μόνη αλήθεια.
Γιατί συνέβη; Γιατί ξέφυγε απ’ το λογαριασμό του πάρε και του δώσε; Γιατί μετρούσε τα λόγια; Έπεα   κι όμως  τα μετρούσε λέξη λέξη φθόγγο φθόγγο
Πού να πάρει ο διάβολος! Να τις πάρει ο διάβολος  τις μεγάλες τις κουβέντες και τα λόγια ενθουσιασμού! Πόσα της είχε πει; Πόσα; Εκείνη δεν είχε πει. Ποτέ δεν έλεγε. Δεν της άρεσαν τα λόγια. Εκείνη γελούσε τότε. Δεν είχε δει τη στιγμή που της έκλεινε το μάτι. Δεν είδε πως όλα κυλούσαν. Δεν είδε. Δεν πρόλαβε. Τα χε κρατημένα όλα μέσα της. Την πίεζαν. Ώρες ώρες νόμιζε θα πνιγεί.
Γι’ αυτό τον ήθελε; Για να πει τ’ ανείπωτα;  Να ξαλαφρώσει; Γιατί τον ήθελε;
Ξανά και ξανά  η ίδια αυτοερώτηση
Το νοιωθε σαν απόρριψη;

Ναι την είχε αυτή την αίσθηση. Λες και την είχε εγκαταλείψει…. Λες την είχε με πολλούς τρόπους προδώσει. Ναι ….. Και δεν το άντεχε…..


Λεπίδες οι λέξεις μου
Να σε χαράξουν
Θέλω
Ως τ’ ακρότατά σου

Αυτό ήθελε. Να του στείλει λέξεις και να τον ματώσει. Να τον ματώσει ως τα βάθη του.
Κι ύστερα δεν μπορούσε να τον νοιώθει να υποφέρει

Και πάλι
Μύρα τις κάνω
Να σ’ απαλύνω
Ως το δαχτυλάκι
το μικρό


Μαθημένη από όλους να ναι αγαπημένη, να τη ζητούν, να την αναζητούν προσγειώθηκε ανώμαλα. Πώς γινότανε;
Έτρεξε το νερό και χάθηκε και δεν της έμεινε ούτε στάλα

 «Θέλω να με αγαπάς! Δεν μπορώ την απουσία σου…..θέλω να μ’ αγαπάς» έτσι να ρθει να της πει

Και σ’ αυτή τη σκέψη λύθηκε στα γέλια. Έως δακρύων πια.

Και η  μέρα έφευγε.



Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

λέξεις απολήξεις και το θέρος μίζερο

πόσο να παλέψεις....
άταρη η ψυχή
κι αν πεις για τη σάρκα μια απ' τα ίδια

γεμίζουνε κι αδειάζουν τα φεγγάρια
μακριά μας
αλυχτούν όσα αφήσαμε
 ζητούν μερτικό
από ποιον τάχα
 (τόση φύρα.....)

αυτά τα στόματα στίβουνε λέξεις
κι ύστερα τις στοιβάζουνε
άχυρο από λίχνισμα σταριού
-καρπός πουθενά  σου λέω-

Αχ, με κραυγές ψιθύρους  η ζωή.....

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Ένας έρωτας


Περνώντας τα χρόνια, δε μπορεί θα χεις αντιληφθεί πόσο συχνά η κουβέντα γυρνά σε παλιές αγάπες…σε παλιούς έρωτες… και με συγκίνηση τα θυμάσαι αν και δεν ξέρω πια αν είναι ο χρόνος αυτός και μόνον που έχει αμβλύνει γεγονότα και συναισθήματα κι έρχονται εξωραϊσμένα από της μνήμη τα συρτάρια, τα συχνά αρωματισμένα…αναρωτιέμαι αν η συγκίνηση είναι  για τα ίδια, για  όσα χάθηκαν πια ή για τη νιότη που ανεπιστρεπτί μας άφησε; Και καταλήγω στο δεύτερο συμπέρασμα γιατί είμαστε τόσο εγωκεντρικά πλάσματα που μόνο τον εαυτό μας κλαίμε…

…………………………………………………………………………………….
Έρωτες λοιπόν… Μπορεί ο έρωτας να ναι διαχρονικός; Το σκίρτημα της καρδιάς αιώνιο; Το τρέμουλο στα μέλη που λιγώνονται από τη λαχτάρα, διαρκές;

Λένε πως όχι…. Πως τίποτα για πάντα δεν κρατά…

Και τότε εμένα γιατί η καρδιά μου σφυροκοπά και μόνο στ’ άκουσμα του ονόματός του; Γιατί κι ας ξέρω τα πολλά του ελαττώματα κι ας βάζω σ’ αυτά τόσα κι άλλα ακόμα  ποτέ ποτέ να τον αρνηθώ δε γίνεται κι ας είναι επιλογή μου. Επιλογή μου να μη ζω κοντά του… Κοντά στον έρωτα μου τον αληθινά μεγάλο ….
Στον τόπο μου…
Απογοητεύτηκες; Γιατί; Είναι η αλήθεια μου… έπρεπε να φύγω για να διαπιστώσω πόσο μ’ έχει κυριεύσει και πάντα δεσμώτης του θα είμαι…
Επιλογή μου ήταν. Ήθελα εγώ να φύγω. Ν’ ανοίξω τα φτερά μου χωρίς δεσμεύσεις και περιορισμούς και…

Και σαν έφυγα μου ρθε σαν τρέλα. Όχι, που απομακρύνθηκα από τους δικούς μου. Όχι. Αυτός ο άνεμος μου λειψε και κεινα τα βουνά. Τα βουνά τα τραχιά και τ’ άδεντρα. Το πέλαγο το φουρτουνιασμένο μου λειψε και οι δρόμοι με τα κακορίζικα δέντρα, τα σπίτια το να πάνω στ’ άλλο και οι μουσικές και οι κουβέντες και όλα …όλα…όλα
Και με θυμάμαι να γυρίζω και να μαι στην πλατεία Ελευθερίας, που εμείς ποτέ δεν τη λέγαμε έτσι, μα πάντα Τρεις Καμάρες, σε ανάμνηση των Καμαρών του Μοροζίνη κι ας μην βρίσκεται πια ούτε ίχνος τους, και να πέφτει το βράδυ, έτσι όμορφα που πουθενά αλλού και να αναρωτιέμαι πως γίνεται να μαι, να υπάρχω σ’ άλλον τόπο….
Και το χε πάρει πρέφα κι ο καλός μου, πόσο οδυνηρά πολύτιμος μου ήταν και στις αρχές όλο και παραπονιόταν
«Μ’ αγαπάς… μ’ αγαπάς …αλλά…μετά απ’τη Κρήτη»
Μέχρι που το πήρε απόφαση πως έτσι είχαν τα πράματα και δεν το ξανάπε

Και το είπα και πριν, δεν είναι πως δεν ξέρω τα κουσούρια του … Την αναρχία που τον δέρνει…. την εγωπάθεια….. το ανόητο αντριλίκι   συνοδευμένο από χιλιάδες σφαίρες ….τη ζωοκλοπή …
Αλήθεια τι να πρωτοθυμηθώ;
Τον οικιστικό χαμό; Το χάος στους δρόμους; Τα νταηλίκια χωρίς ουσία;…
Αλλά θυμάστε  το τραγούδι που έλεγε η Βέμπο «μα τον λατρεύω κι είναι το φως μου γιατί ναι βλέπεις ο άνθρωπός μου» ε, κάπως έτσι ….

Είναι που κυλά στο αίμα μου…

Άμα ακούν πως είμαι από την Κρήτη ανοίγουν το στόμα θαυμαστικά «Α! τι ωραία» και τέτοια μα, πίστεψέ με εγώ όχι δεν καμαρώνω.
 Εγώ δε θαυμάζω, ένα αγκάθι χωμένο μέσα μου με ματώνει. Κάθε φορά που γίνεται κάτι άσχημο… κάθε φορά που γυρίζω και κάτι έχει χαθεί …
Και δε λέω μερικά πράματα αντικειμενικά άμα τα κρίνεις απέξω μπορεί ν’ αλλάζουν ή μάλλον σίγουρα αλλάζουν για καλό.
 Άμα τα βλέπεις άμα είσαι απέξω …
Μα εγώ δεν μπορώ να είμαι…

Όσο μεγαλώνω νοιώθω την ανάγκη του γυρισμού. Της επιστροφής στη μητρική κοιτίδα κι ας το ξέρω πως είναι ανόητος συναισθηματισμός …
Αναρωτιέμαι αν  υπάρχει τίποτα εκεί για μέςνα αφού ο τόπος είναι άλλος πια και ίσως αυτό που γυρεύω εγώ να μην υπάρχει.
Και να ναι μόνο μια φαντασίωση, ένα μέρος ονειρικό στο μέσα μέρος της καρδιάς.


Κυριακή 10 Ιουνίου 2012



Καλό καλοκαίρι !

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Γεμιστά φτιάχω



Γεμιστά φτιάχνω….
Μαζεύω  τα υλικά μου. Kρεμμυδάκια, μαϊντανό,  άνιθο, τα λαχανικά που θα γεμίσω.  Ευχαριστημένη τα βάζω μπρος μου. Eυχαριστημένη γιατί  δυο πράγματα μαζί θα κάνω.  Το ένα,  η ετοιμασία, το άλλο το φευγιό του νου. Και ναι, μην αμφιβάλλετε! Το κάνω!  Αρχίζω να περιπλανιέμαι σε παλιά και καινούρια -έτσι καθώς μου παίρνει  ώρα το φαγητό-, ως ν’ αδειάσω ντομάτες ν’ αδειάσω  πιπεριές, έχω χρόνο να σκεφτώ. Να θυμηθώ….

Να θυμηθώ τη μάνα μου και να τη φέρω στην ομπρός μεριά του νου
Να με ρωτά για όσα δε βάζω.  Και που είναι τα  κολοκύθια, να μου λέει κι οι  μελιτζάνες, οι  αγκινάρες, τα φύλλα τ’ αμπελίσια.  Να χα και κολοκυθανθούς θα μου λεγε,  να ρθει το φαγητό να γίνει πιο χρωματιστό,  να μυρίσει καλοκαίρι. Χειμώνας είναι τώρα, θα πω  εγώ για  να ξεφύγω και θα με στείλει να βάλω  μια πατάτα έστω. Να μην είναι η γέμιση με σκέτο ρύζι…. λίγο το ρύζι! θα μου πει.
ένα κουταλάκι του γλυκού για κάθε γεμιστό που ανοίγεις, θυγατέρα μου

 Τη μάνα μου να θυμηθώ  που κράταγε  το μέτρο
Μα δεν την άκουγα κι απελπισμένη φώναζε τι θα λέει ο άντρας που θα πάρεις για μένα …. πως τίποτα δε σου έμαθα θα λέει…. Κι εγώ την παρηγόραγα σώπα μάνα μου σώπα κι εγώ θα του λέω πως όλα τα ξερες κι ήθελες να μου τα μάθεις,  εγώ δεν άκουα

Καημό το χε μα έμαθα. Τουλάχιστον να μαγειρεύω. Γιατί ανησυχούσε; Δεν ήξερε τάχα πως η σφίξη βγάζει το λάδι;
Το ξερε βέβαια μα η μικρότερη ήμουνα και ποτέ δε μεγάλωσα στα μάτια της. Πάντα το κοριτσάκι της έμεινα και ας ήμουν παντρεμένη με παιδιά, ζητούσε απ’ την αδερφή μου να κάνει πράγματα για μένα  όχι γιατί την αγαπούσε λιγότερο μα ήμουν εκείνη που έφυγε και το πέρασμά μου στον κόσμο των μεγάλων δεν το ζησε

Αχ, μαμά μου μεγάλωσα πια μα εσύ δεν το βλέπεις…..της έλεγα και γέλαγα

Μεγάλωσα μαμά μου ….μεγάλωσα κι άλλαξα…. σκέφτομαι και τώρα.
Κι ολοένα αλλάζω κάθε μέρα κι αλλιώς γίνομαι, αλλού δυναμώνω κι αλλού γίνομαι άταρη.
Αλλάζω μαμά μου. Κι είναι φορές που δεν με γνωρίζω απ’ το χθες ως το σήμερα. Καμιά φορά λες κι έχουν περάσει χίλια χρόνια κι έχω ξημερώσει αλλιώς, κοιτάω αλλιώς και δεν λυπάμαι.
Δεν λυπάμαι. Χαίρομαι.  Γιατί πάει να πει είμαι ζωντανή. Ο εαυτός μου ταξιδεύει πάντα. Γνωρίζει, θέλει να γνωρίσει, να αισθανθεί….
Ταξιδεύω μάνα μου, μέσα στο χρόνο, στα πράγματα και τους ανθρώπους.
Μόνο  μη με φοβάσαι  που έτσι προχωρώ.
Προχωρώ  μα κουβαλώ μαζί μου εσένα κι όσα μου μαθες…. μυρωδιές παλιές και εικόνες και δεν ξεχνώ
Μην έχεις έγνοια










Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Tίποτα


τίποτα τίποτα δεν έμεινε

τόσα λόγια ασύνταχτο στράτευμα
μιαν εστία δεν πόρθησαν

να κρύψουν
τους ανέμους που χρόνια κουβαλούσαν
τα μαλλιά της νιότης πεισματικά

ώσπου χαθήκανε κι αυτά
όχι σε δίνη ανάμεσα
ούτε σε τρικυμία ή σε σεισμό σε χάλασμα της γης

αχνή δροσιά του πρωινού
ήτανε
που εστέγνωσε

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Tης Αναλήψεως σήμερα.....


Αρχίσατε τα μπάνια;
Δεν σας εμπνέει ο καιρός; Σας καταλαβαίνω….
Εγώ;  Μπα.….κι όχι επειδή μας  κάνει τσαλίμια…..εγώ έτσι κι αλλιώς δεν είμαι του νωρίς
Να τελειώσουν πρώτα τα σχολεία…. Να χουν  μια ρέγουλα οι μέρες (να ζεστάνει κι ο καιρός)…  και τότε  πάρω κι εγώ το δισάκι μου να κατηφορίσω
Βλέπετε όποτε τον βολέψει καθένα!

Κάποτε όμως…
κάποτε υπήρχαν γιορτές που σηματοδοτούσαν την έναρξή τους. Για αρκετούς τουλάχιστον.
Σαν τη σημερινή ας πούμε. Της Αναλήψεως. Που μια φορά ήταν μια τρελή μέρα που όλοι κατηφόριζαν για την πρώτη βουτιά…
Εγώ; Ε, καλά εμένα θα πάρετε σαν μέτρο σύγκρισης;

Ωστόσο το πρώτο μου ταξίδι στη θάλασσα ανήμερα αυτής της γιορτής ήταν.  Μ’ ένα  καΐκι για την Ντία, το μικρό νησάκι που κάποτε λέει ο θρύλος ήτανε θεριό και τώρα βράχος ξερός κείτεται, σχεδόν μπροστά από την πολιτεία του αλλοτινού Μεγάλου Κάστρου
Δε σας το χω πει; Καστρινή είμαι! Γέννημα και θρέμμα. Απόγονος ορεσίβιων αλλά εκεί  κοντά στη θάλασσα γεννήθηκα.
 Απ’ το σπίτι μου να, ένα έτσι να κανες, την έφτανες…. Και λένε –εγώ πια που να  θυμούμαι-  εκεί με πήγαινε η αδερφή μου, να φάω, τόσο που ήμουν μίζερη και λιγόφαγη, μα τότε χίλια χρόνια πριν, ποιος  μπορούσε να φανταστεί πως θα ρχοτανε καιρός που θα τρωγα και  «τσι ξερές πέτρες»

Πάντως από κείνο  το πρώτο μου ταξίδι, -που φαίνεται πως θα ταν μια ταλαιπωρία για όλους και ποτέ δεν το ξανακάμαμε-, το μόνο που θυμούμαι είναι αποκαμωμένα πρόσωπα, γερμένα στην κουπαστή κι  εγώ άτρωτη, η μόνη που έβρισκε διασκέδαση στο ταρακούνημα του μικρού πλεούμενου κι ας ήμουν ένα κοριτσάκι μόνο που ούτε στο σχολειό δεν πήγαινε καλά καλά
Η αλήθεια πως οι δικοί μου δεν την αγαπούσαν τη θάλασσα. Δεν την ξέρανε κιόλας. Την φοβόντουσαν. Κι ας κατεβαίναμε όλοι κοντά της τούτη την ημέρα, με τα φαγητά μας κι ένα σωρό άλλα συμπράγκαλα κατά πως απαιτούσε το έθιμο.

Έχω και μια φωτογραφία από μια τέτοια μέρα
Κόσμος στην άμμο άλλοι καθιστοί κι άλλοι να περιφέρονται.
Ένα κάρο και παιδιά που χαζεύουν.
Τα κορίτσια με τα μεσάτα τους φουστάνια. Η αδερφή μου, η μάνα μου. Ο αδερφός μου που χάθηκε. Μια μικρή (εγώ) που αδιαφορεί.
Κάνει ζέστη προφανώς γιατί τα κεφάλια είναι καλυμμένα( η εποχή της αποκάλυψης του σώματος θα ρθει αργότερα)
………………………………………………………………………………………
Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε
Δε μένω στη γη που με γέννησε. Πάλι όμως σχετικά ξέμακρα απ’ την πόλη, πάλι σχετικά κοντά στο νερό. Το χωριό που κατοικώ πανηγυρίζει (και)της Αναλήψεως.
Το  εκκλησάκι είναι παλιό, βυζαντινό και βρίσκεται σ’ ένα πλάτωμα καμπόσο μακριά απ’ τον κυρίως οικισμό.
Κάποτε και όχι πολύ παλιά όλοι οι κάτοικοι παίρναν τα φαγητά τους και σε μεγάλες παρέες περνούσαν όλη τους τη μέρα εκεί, μέσα σε ατμόσφαιρα γιορτινή με τραγούδια και χορούς. Στο σχολείο κι ας μην ήταν αργία σχεδόν δε γινότανε μάθημα αφού η πλειονότητα των παιδιών είχε κουβαληθεί στην Ανάληψη. Ακόμα κι εκείνα που οι γονείς εργάζονταν είχαν πάει με τους παππούδες και τους περίμεναν να σχολάσουν ν’ ανταμώσουν όλοι μαζί
Και σμίγαν τα σόγια κι οι μικροί γνώριζαν τους συγγενείς τους  και μέσα από τη χαρά και το παιχνίδι ξανακαινουργιώνανε οι σχέσεις

Ο καιρός τ’ αχνώνει όλα.
Και ήρθε εποχή που η Ανάληψη δεν είναι τρανή γιορτή.  Αφού
δεν έχει να κάνει με δώρα και αγορές πάει…. Έχασε την αίγλη της …. Μα και πέρα απ’ αυτό, στον τόπο ήρθανε φερτοί.  Άνθρωποι από την πόλη και κουβαλήσανε τις συνήθειες της. Κι απ’ τους ντόπιους τίποτα δε θέλησαν να μάθουν. Έτσι καθώς  οι παλιοί κάτοικοι είχανε γεράσει  κι οι νέοι δεν είχανε πια τόσο χρόνο διαθέσιμο, άρχισαν οι μνήμες να ξεθωριάζουν

Χθες
Τετάρτη βράδυ καθόμαστε  στην πλατεία του χωριού
Λέμε για το ένα και το άλλο κι ανάμεσα τους ξεπετάγεται απορία τι στο καλό σήμαινε ο γιορταστικός ήχος της καμπάνας….
Να ναι καμιά γιορτή; (αναρωτηθήκαμε…)
Βρε! Της Αναλήψεως αύριο και χαμπάρι δεν πήραμε!

(θα πεις εδώ χάσαμε ξεχάσαμε άλλα κι άλλα….)




Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Αμοντάριστα πλάνα (το 9)



Ακουμπώ σε πέτρα
Το βουνό αυτό με θρέφει
Πέτρα στην πέτρα
Μετρώ την ανάσα μου

Γεννιέμαι πεθαίνω
Γεννώ βαφτίζω
Θλίβομαι χαίρομαι
Με τον ήχο του όπλου
Την κλαγγή του όπλου

Η καρδιά μου
Φουσκώνει πλαντά
ξεθυμαίνει…μ’ ένα

ΜΠΑΜ!


Τριάντα έξι χειροβομβίδες επέταξα από τούτονε το παραθύρι…. τριάντα έξι! Eγύρισε η τελευταία οπίσω και μου φαε τη μούρη. Τα αίματα με πήρανε…. έβαλε τα κλάματα η γυναίκα
Μην κλαις μωρή μην κλαις πράμα δεν έχω
Χαρές έχομε βαφτίζομε το γιο!

Και κατοικώ
Μαζί με το σπόρο του θανάτου


Σε χαρά έχασα τον πατέρα μου σε ντουφεκιές λαμπριάτικες. Τον αδερφό μου τονε λέγανε Δράκο και σε δρακοσπηλιά μεγάλωνα. Hρθε ο Γιώργης, ορφανός ήτονε, τον έβλεπα πως με θώριε. Ήθελα να του πω μη με κοιτάς…. Δράκαινα με φυλά μα σώπαινα, στον τόπο μου οι γυναίκες δε μιλούνε

Θα σε κλέψω Νυφώ Αν δε σε δώσουνε θα σε κλέψω! αμοναχός είμαι κι εγώ…

Είχες έναν αδερφό…

Είχα έναν αδερφό.
Είχα έναν αδερφό που είδε ό,τι δεν έπρεπε…. Tην κλεψιά την είδε.
Aμάρτησε. Kανείς δεν τούπε πως δεν μαρτυρούνε. Φυγόδικος έγινε τον έφαε ο κάμπος και στην κάσα πίσω γύρισε τ’ Αϊ- Γιωργιού ανήμερα, στα 23 του τα χρόνια….

Μα θα κάμωμε γιους Νυφώ…. θα κάμωμε γιους!

Και νηστικός περπάταγα
Την πείνα της καρδιάς μου
Να ταΐσω


Τι το θες μωρέ πατέρα το τουφέκι; Πάει ο καιρός! περάσανε οι μέρες σου! Δε χρειάζονται τα τουφέκια…. τουφεκάνε τα λόγια σήμερο…. Το ζητάνε στην Κύπρο δώσε το μωρέ πατέρα!


Ήτανε γιορτή βγήκα στο παραθύρι ανάθεμα τσι Γερμανούς εγώ θα ρίξω! Θα ρίξω απού να χουνε το ανά…. έπαιξα μια… δυο…. Έκλαιε η μάνα σου. Να μας σε κάψεις θες θα μας σε κάψεις…. Σκέψου τα παιδιά σου …τα παιδιά σου!
Πλαντώ! τση φώναξα…. Πλαντώ!
Και έριξα πάλι και πάλι και μέχρι το βράδυ με προδώκανε, οι Γκεσταπίτες ήρθανε και με πήρανε στο Ρέθεμνος…..

Ξέχασέ τα πια! Φύγανε κι οι Γερμανοί! Δεν έχει εχθρούς….

Τον καιρό που κλέψανε την αδερφή του ήρθε στο σπίτι κι εζήτησε μου το ντουφέκι… ο γιος ο μεγάλος εξετάσεις θα δινε…. Γιατρός ήθελε να γενεί….πού θα πας! είπα να του φωνάξω Πού θα πας το γιο σου ποιος θα τον νοιαστεί …τίποτα δεν είπα το τουφέκι μόνο του φερα κι έφυγε μοναχός μέσα στη νύχτα και μ’ άφησε...πέντε παιδιά μ’ άφησε… 

το χρέος του ήτανε μπροστά και το ξερα

Θα σε μετρήσω
Με τα λόγια που δεν είπες
Μα πάντα
Τ’ άκουγα


Πάρε το! Πάρε το δώσε το στην Κύπρο…. να το τιμήσουνε πες…. να το τιμήσουνε

Γιατρός δεν έγινα. Δάσκαλος έγινα. Για ειρήνη μιλώ στα παιδιά, για ειρήνη….

Εχτίζαμε το σπίτι και είχενε απομείνει μια κούτα πυρομαχικά…. Τι να τα κάμωμε μωρέ πατέρα…. σε μπελάδες μας σε βάνεις

Τα θάψαμε στα θεμέλια του σπιτιού και στο τέλειωμα της σκάλας. Και μείνανε πεθαμένα μέχρι που έσκαψε ο Ο.Τ.Ε. να περάσει γραμμές. Σκάψανε στη σκάλα τα βρήκανε… Καιρός της χούντας… ήρθανε οι αστυνομικοί

Δάσκαλος έγινα. Όπλο δεν αγόρασα ποτέ μου. …τρεις σφαίρες έχω μόνο, φυλαμένες απ’ το στρατό και καμιά φορά τα βράδια, όνειρο βλέπω πως….

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Στα δάχτυλά μου....


Στα δάχτυλά μου σε βρίσκω μητέρα


Χαμένη από χρόνια φιγούρα ιδεατή
θέλω να σε πλάσω όπως θέλω
μα στα δάχτυλά μου σε βρίσκω
Στο χρώμα των μαλλιών και στα μάτια

Και συχνά έρχεσαι
Μορφή που ώρες ατέλειωτες
Καθισμένη στο παράθυρο
Μετρούσες το χρόνο
Σκυφτή σα να ψαχνες τη ζωή
Στους πόντους ενός πλεκτού
Δοσμένη στο περιττό της ομορφιάς

Και φορές με κοίταζες
Με τα μάτια που βλέπω σαν καθρεφτίζομαι

Μα πιο πολύ σε βρίσκω στα χέρια.

Tα χέρια που έχω χάσει, τα χάδια που λείπουν
Μετράω
Ώρες πολλές. Μα κυρίως όταν βραδιάζει
Την πρόσφορη ώρα για την επίσκεψη
των αναμνήσεων
Και δεν τις αποδιώχνω
Λυτρωτικά αφήνομαι
Στη θαλπωρή του χτες
Να ζεστάνω το σήμερα