Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Για το πέρασμα


Όσοι μας ερωτεύτηκαν ευλογημένοι να ναι

Κι όσους ερωτευθήκαμε να χουνε πάντα δρόσο

Τίποτα δεν άλλαζε στην επιστροφή του εδώ και πολύν καιρό. Οι ίδιες αυτοματοποιημένες κινήσεις, ο ίδιος μονότονος τρόπος, να μπαίνει στο σπίτι του, ή σε ό,τι τέλος πάντων το αποτελούσε

Άνοιγε την πόρτα. Όπως κάθε φορά την έσπρωχνε κι εκείνη δεν αντιστεκόταν λες κι ήταν μαθημένη….

Ύστερα έπεφτε με τα ρούχα στο κρεβάτι και παραδιδόταν άνευ όρων, σε ύπνο βαρύ, θανατερό, ανάμεσα σε υπολείμματα ποτού και υποψίες παλιού εμετού με μια επιθυμία που δεν προλάβαινε να την ονομάσει.

Να φτανε….

Αν ήταν άλλος θα κοντοστεκόταν για λίγο έτσι όπως θα τον έπαιρναν απ’ τα μούτρα οι μυρωδιές. Θα φραζαν τα ρουθούνια του από έντονη οσμή οινοπνεύματος μούχλας και μαζί κλεισούρας

Κι αν ήταν άλλος θα πρόσεχε τους θλιβερούς σχηματισμούς στο ταβάνι και τους τοίχους, ζωγραφιές της υγρασίας που τη γιγάντωνε μια ανήλιαγη κατάσταση.

Αν ήταν άλλος….

Να φτανε…να φτανε…..στο τέλος του πηγαδιού να φτανε….

Καμιά φορά, όταν έβλεπε τα μάτια των άλλων, νόμιζε πως δεν είχε πια κάτω κι ύστερα κατρακυλούσε κι άλλο κι άλλο….απύθμενο ήταν απύθμενο….

Ποιος ασχολιόταν μαζί του;

Από μια στιγμή και μετά κανείς.

Τον άφησαν μόνο να πίνει και να πίνεται, άλλοτε με κουβέντες ασύνδετες κι άλλοτε εντελώς αμίλητος. Κι όσο πήγαινε ο καιρός, τόσο η αμιλησιά τον κύκλωνε. Αυτόν που τόσο πολέμησε για να γλιτώσει απ’ τη βουβαμάρα …

Όταν έπινε όλα καθάριζαν. Το μυαλό εντόπιζε δίχως λοξοδρομίσματα το στόχο και η γλώσσα λαγάριζε. Ροδάνι έτρεχε ξέροντας τι πρέπει να πει, κάθε φορά ό,τι έπρεπε στην περίσταση σαν να πούμε … κέρασέ τονε ή να ζητήσει το λόγο αν ένοιωθε πως τον έριχναν, να βρίσει με τα πιο δύσκολα και χυδαία λόγια, αυτά που κρατούσε σφαλιχτά γιατί τα μπέρδευε.

Και το σπουδαιότερο. Να σταθεί απέναντι στα θηλυκά άντρας. Να ξεπεράσει τ’ αγκάθια που του φράζανε το δρόμο και χαλαρός άνετος να πειράξει τη γυναίκα. Μια γυναίκα. Με τον τρόπο των συνομηλίκων του, αυτόν τον τρόπο που τον ζήλευε όταν ήταν νηφάλιος.

Να την πει κούκλα μου και μάνα μου και ό,τι άλλο για να την καλέσει να τη μαυλίσει να την ξεσηκώσει ή θυμωμένα να τη διώξει (λες κι ήτανε δυνατό) ….

Να την πει….να της πει….

Όλα τα μπορούσε. Άμα κατέβαινε στο λαρύγγι το οινόπνευμα, όλα γινόταν εύκολα…

Όλα του δύσκολα. Και η δουλειά. Αυτό το σπουδαιολογούσαν περισσότερο οι γύρω του τον καιρό που ήταν ακόμα πολύ νέος κι άλλοι είχαν την έγνοια του….

Ντροπαλός από φυσικού του, αδύναμος να επιλέξει, αφηνόταν πιστό σκυλί σ’ ό,τι τον διάλεγε, δύσκολο να ξεμάθει ν’ αλλάξει.

Του τύχαινε καμιά φορά δουλειά πιο τακτική αλλά η προσκόλησή του σ’ ό,τι ήξερε δεν τον άφηναν να στεριώσει και γύρναε πάλι πίσω στο μια στις τόσο …

Κατέληγε μόνιμος άνεργος. Μια δυο τρεις το πήραν κι οι δικοί του απόφαση πως έτσι θα την έβγαζε με δουλειές του ποδαριού. Τον παράτησαν.

Ο ίδιος …σκοτίστηκε; Κι αν σκοτίστηκε το κράτησε για τον εαυτό του.

Λειτουργούσε με τρόπο αυτόματο. Τρόπο επιβίωσης. Ήξερε πώς να σταθεί

από ένστικτο κι όχι από τη γνώση που δίδουν τα βιβλία ή η εμπειρία. Το σώμα επέλεγε το σωστό δρόμο δίχως να χρειαστεί να πληρώσει τίμημα δυσανάλογο.

Μόνο με το πιει, δεν τα κατάφερε στην ισορροπία. Ήτανε τόσο το άνοιγμα που νόμιζε πως έβλεπε που ακόμα κι αν του μιλούσε το σώμα, δεν το άκουγε.

Γι’ αυτό του αφέθηκε τόσο πολύ. Γι’ αυτό το εμπιστεύτηκε. Γι’ αυτό του παραδόθηκε.

Για κείνη τη γλώσσα που μπορούσε να μπαίνει σε λειτουργία, να βρίσκει εύκολα τα μονοπάτια και να μη σκοντάφτει

Για κείνη τη γλώσσα. Για κείνη τη δύναμη των λέξεων.

Όταν κυριεύτηκε εντελώς απ’ το οινόπνευμα και οι δυνάμεις του μία μία άρχισαν να ατονούν, σκέπασε τον καθρέφτη της εισόδου όπως θα τον σκέπαζαν σε παλιότερες εποχές σε περιόδους πένθους.

Δυσκολευόταν να αναγνωρίσει απέναντί του εκείνον τον άντρα με τα σκαμμένα μάγουλα, τα μάτια τα βαθουλωμένα, το κορμί που σκέβρωνε

Κορμί που δεν μπόρεσε ή δεν πρόλαβε να το χαλαλίσει σε καμιάν αγάπη.

Αφέθηκε στα ώριμα χάδια των γυναικών που ήταν στη δύση κι άπλωναν συχνά χέρια άγαρμπα να δρέψουν να γευτούν ό,τι….ό,τι

Είχε γίνει πολλές φορές στόχος τους κι έτσι που μιλούσε λιγοστά τις ερέθιζε ακόμα περισσότερο

Μα τόσο μόνο. Αυτό μόνο…

Από κείνο τον καιρό του χε μείνει ένα συρτάρι γυναικεία εσώρουχα. Το άνοιγε συχνά, τα κοίταζε, τα μύριζε, κατέβαζε ύστερα το παντελόνι κι ολοκλήρωνε ανάμεσα στη χρωματική τους απαλότητα και τη μνήμη της σάρκας που φιλοξένησαν

Του τα δίνανε ή τα παιρνε μόνος του; Λίγο μπερδεμένα ήταν στο κεφάλι του.

Τα πράγματα μάκραιναν κόνταιναν, συγχέονταν, παιχνίδι που δεν έβρισκε άκρη

Τελευταία δεν έβρισκε άκρη πουθενά. Τι έφταιγε; Τι του έφταιγε;

Το κυνήγι του είχε τελειώσει. Θέλησε τόσο να βγει κυνηγός και ξέμεινε από σκάγια…

Ούτε να πιει δεν μπορούσε πια. Με το δεύτερο ποτήρι τελείωνε. Άρχιζε τα γέλια, άπλωνε τα χέρια … δυσκολοελέγξιμος. Ε…εε αρκετά! Του βαλε τις φωνές ο Σάκης ένα βράδυ. Δε θα μου χαλάσεις εσύ το μαγαζί! Όταν του τα πε αυτά δεν είχε πιει ζάρωσε στο κάθισμα έσκυψε το κεφάλι και δεν έβγαλε άχνα.

Έφυγε για το σπίτι –είχε βάλει γουλιά στο στόμα;- Ένοιωθε πεθαμένος. Το χρώμα του κακό σαν χαλασμένος καρπός και τα σωθικά του αντάρα τον έβγαλαν στο δρόμο.

Δύσκολα βήματα τον έσυραν για μια κρυψώνα

Μπήκε δίχως ν’ ανάψει το φως. Το πόδι του σκόνταψε σε εμπόδιο. Βλαστήμησε. Το συρτάρι με τα εσώρουχα του χε φράξει το δρόμο. Ανακατεύτηκε. Δίχως προφανή λόγο του γύρισε το στομάχι κι έπεσε να βγάλει τα εσώψυχά του εκεί όπου είχε απομείνει ό,τι του θύμιζε γυναίκα.

Και όπως ήτανε πεσμένος, ξεπνοϊσμένος, με τη γη ακόμα να γυρίζει, ανίκανος να κάνει βήμα, του φάνηκε πως το τέρμα του πηγαδιού το φτασε.

Και πριν χαθεί πρόλαβε και την ένοιωσε.

Την ανακούφιση…..

.

Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

Στο δρόμο....


Ο δρόμος πηγαίνει

Οδηγεί στο ιερό

Της άνοιξης

Τον παίρνω ξοπίσω

Κουβαλώντας

Τους ελλειμματικούς μου καταγραφείς

Ακριβές ανάσες και πείσμων

Συντονισμός

Καδράρω στο τοπίο

Φευγαλέες λήψεις

Σε

Προσπάθεια αποτύπωσης

Μια ματιά κι αμέσως άλλη

Λόφοι βουνά και μικρές ισιάδες

Παραλλαγές του πράσινου

με πινελιές λευκές και μοβ

Ανάμεσα


Ρύακες νερού για μια γη

Αγκουσεμένη


Ανοιχτή κείτεται

Mε αφημένα τα μύρα της

Περιμένει

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Ευγνώμων....




Μου είναι δύσκολο σήμερα…
Μα την αλήθεια σας λέω, οι λέξεις μου σκαλώνουν κι αδυνατώ να αποδώσω όσα καινούρια νοιώθω. Όσα από χθες
που η Μαίρη, η Μαίρη της γειτονιάς που άφησα έκανε μια εκπομπή για μένα
Ναι ήταν σπουδαίο μα μη βιάζεστε…. Δεν ήταν αυτό που με συγκίνησε κι ας ήταν πολύ τιμητικό για μένα με τον τρόπο που παρουσίασε στίχους μου, ανάμεσα σε εξαιρετικές μουσικές επιλογές
(άλλωστε δεν θα ταν η πρώτη φορά που –εκείνη-θα αναφερόταν στα γραφτά μου μέσα απ’ το ραδιόφωνο…)

Η Μαίρη δεν είναι η κολλητή που άφησα πίσω….
Παρότι τη συναντώ κάθε φορά που κατεβαίνω στην πόλη μου, παρότι σε κάθε κάθοδό μου θα τη δω έστω και χωρίς λόγο-αλήθεια γιατί;- δεν είχαμε ποτέ πολλά πολλά
Απλά γνωριζόμαστε. Όπως όλοι αυτοί που ζουν στα περιχαρακωμένα στενά επαρχιώτικα πλαίσια.
Τόσο μόνο……..

Τη «βρήκα» και μίλησα μαζί της στη γειτονιά του νετ. Μέσα σ’ αυτό τον αχταρμά των λέξεων, τη συνάντησα και έμαθα όσα ποτέ η τόσων χρόνων γνωριμία δεν μου είχαν φανερώσει.
Ανακάλυψα πως αυτή η γυναίκα με το χαμόγελο και τα υπέροχα φωτεινά μάτια είναι μια πολίτης που τιμά την έννοια της λέξης και της δίδει το νόημα που της πρέπει. Ενεργή, μάχιμη, ουσιαστική, δίδει το δικό της αγώνα σε μια περίοδο εκπτώσεων. Κι ανάμεσα σ’ όλα που δίδεται, ασχολείται και με το ραδιόφωνο. Κάθε Πέμπτη στις 10:00 το βράδυ, στα ερτζιανά του νετ «Ιατρείο ασθενών σκέψεων και συνειδήσεων…. και εξαιρετικών συναισθημάτων», ο τίτλος της εκπομπής
Εξαιρετικό τον βρίσκω
…………………………………………………………..
Έφυγα και δεν την ήξερα….. κι αναρωτιέμαι αν θα τη μάθαινα ποτέ. Αν θα χα την ευκαιρία να τη δω …να δω πέρα απ’ τις ευγενικές κουβέντες που λέμε κάθε φορά…και μαζί να εισπράξω το μεγάλο μου το δώρο….

Βλέπετε όλοι εμείς οι της επαρχίας που την εγκαταλείψαμε νωρίς, που γίναμε μέτοικοι αλλού,
Φύγαμε σαν όχι εμείς αλλά σαν ο γιος ή η θυγατέρα κάποιων και περνώντας τα χρόνια σαν η αδερφή.
Η Μαίρη με επέστρεψε. Εκεί όπου ξεκίνησα. Σαν εμένα πια. Με τρυφεράδα πολύ κι αγάπη με πήρε απ’ το χέρι και με γνώρισε απ’ την αρχή

Κι αυτό της το χρωστάω

Υ.Γ. Η φωτό απ' το προφίλ στη σελίδα της

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Aνοιξιάτικο


Στον κήπο της άνοιξης βγήκα περιπατητής
Να θαυμάσω τους ανθούς και τις πρασινάδες
Τα χλωρά δέντρα που αποδείχτηκαν ακόμα μια φορά
Νικητές
Στο παιχνίδι με το θάνατο
που εγώ και οι όμοιοι μου
συντριπτική ήττα υφιστάμεθα
χωρίς τη δυνατότητα
Ρεβάνς

(όχι πως θα υπήρχε δυνατότητα ανατροπής
Αποτελέσματος)

Ανοίγω τα μάτια. Οι αισθήσεις σε εγρήγορση
Να αποθηκεύσω όσα τόσο ανέξοδα δίδονται.

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Το ερωτευμένο λιοντάρι

Θα μου πεις ένα παραμύθι;

Θα σου πω

Να κρατήσει

Όσο θες

Μέχρι να ησυχάσω...

Μέχρι να ησυχάσεις.

Κι αν δεν;

Το παραμύθι δε θα τελειώσει. Δεν θα το αφήσω να τελειώσει. Ησύχασε

Έλα Κλείσε τα μάτια σου

Μια φορά κι έναν καιρό ένα πεινασμένο λιοντάρι τριγυρνούσε στο δάσος ψάχνοντας να βρει τροφή….

Στο δάσος; Όχι στη σαβάνα; Νόμιζα πως θα με πήγαινες μέχρι την Αφρική. Ταιριάζει τώρα αυτό;

Ταιριάζει…. Ταιριάζει…. Στο παραμύθι όλα δεν κολλάνε;

Όχι όλα. Αν δεν υπάρχουν αλήθειες το παραμύθι δε θα σταθεί….

Χρειάζομαι ένα δάσος όμως. Για κάλυψη.

Κάλυψη;

Ναι δεν το είπα; Το λιοντάρι μας το χει σκάσει….

Από τσίρκο;

Μπορεί. Μη με διακόπτεις σε παρακαλώ. Θα χαθεί ο ειρμός μου….

Το λιοντάρι λοιπόν πεινούσε. Είχε να φάει μέρες και σχεδόν καθετί που έβλεπε του φαινόταν ένα ζώο της αρεσκείας του που ήρθε σ’ αυτό το μέρος ειδικά για το άδειο του στομάχι….

Α, τι καλά…. Να ένα ελάφι! αναφωνούσε κάποτε… μα όχι ζαρκάδι είναι….. κι ας ήταν μόνο κλαδιά που τα κούναγε ο αγέρας κι η πείνα η γιγαντωμένη.

Ήταν νεαρό και όμορφο. Όχι κοκκινωπό σαν αυτά της Αλγερίας, ούτε λευκό να προκαλεί την απορία εκτός απ’ το θαυμασμό, μα πάντως ήταν δυνατό με όμορφη χαίτη και υπέροχο βρυχηθμό κι εδώ που τα λέμε θλιβερό το θέαμα να κλαψουρίζει ανεπίτρεπτα.

Το τραγούδι ακούστηκε σαν μουρμουρητό νερού περισσότερο κι ο φίλος μας αλαφιάστηκε μ’ όλο που η γενιά του μετρούσε αρχηγούς ατρόμητους που οδήγησαν τη φυλή στην επιβίωση της άλλης όχθης μα αυτά τώρα ήταν μακρινά….. Αλήθεια αυτός ο θόρυβος τι του έφερνε;

Πλησίασε ήσυχα κι αυτό που είδε ήταν μια λιγνή φιγούρα όρθιο σε δυο πόδια με μια πλούσια χαίτη που τη λέγανε κάπως αλλιώς γιατί αυτό που είδε….αυτό που είδε…

Ένα κορίτσι! Ήταν ένα κορίτσι! Είχε γνωρίσει πολλά. Ένα σωρό από δαύτα που στρίγγλιζαν γελώντας στη θέα του, τάχα τρομαγμένες τις έπαιρναν οι πατεράδες αγκαλιά κι αυτές από χαρά καμώνονταν το φόβο –έτσι πίστευε το λιοντάρι αυτό ήταν να το καμαρώνουν και να το θαυμάζουν….

Την κοίταξε με περιέργεια και αργότερα απόρησε πως ήταν δυνατόν και δε σκέφτηκε κάτι άλλο να της ορμήσει ας πούμε όπως θα ταν και το φυσικό

Μα όχι. Έμεινε να την κοιτά και να την ακούει. Ν’ ακούει το τραγούδι που έλεγε για ένα λύκο που έφαγε ένα κοριτσάκι και στο τέλος τιμωρήθηκε σκληρά από έναν κυνηγό.

Το τέλος του τραγουδιού τον έκαμε ν’ ανατριχιάσει από την αδικία και προχώρησε δυο βήματα κατά το μέρος της.

Το κορίτσι πάγωσε. Το λιοντάρι δεν ήξερε φυσικά τη λέξη μα αν την ήξερε έτσι ακριβώς θα ονόμαζε την έκφρασή της. Ακινητοποιήθηκε εντελώς ούτε ο παραμικρός ήχος δεν έβγαινε απ’ το στόμα της –τριανταφυλλί δεν ήταν τα χείλια της;- σχεδόν δεν ανάσαινε και μόνο τα μάτια της είχαν μεγαλώσει.

Έτσι όπως έμενε ακίνητη το λιοντάρι ανησύχησε

Τι έπαθες; Ρώτησε. Είσαι καλά; Να σου φέρω κάτι;

Ούτε ήξερε τι έλεγε μα τα είχε ξανακούσει τα λόγια τα λέγαν οι άνθρωποι μπροστά του

Η μικρή στο άκουσμα των λόγων του κάθισε –καλύτερα πες σωριάστηκε στο χώμα. Το λιοντάρι βρήκε την ευκαιρία να βρεθεί δίπλα της. Και λέω βρήκε την ευκαιρία γιατί δεν ήθελε να την τρομάξει. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η ομορφιά του δεν της έδιωχνε το φόβο. Εκείνου πως της έδιωξε την πείνα; Πριν από λίγο δεν έβλεπε ολόγυρά του τρυφερά κομμάτια που περίμεναν τα δόντια του; Και να που τώρα το μόνο που έβλεπε ήταν τα μάτια της, τα μαλλιά της-μαλλιά λέγανε αυτή τη χαίτη- και το μόνο που άκουε ήταν η φωνή της….

Μη φοβάσαι της είπε ωστόσο. Οι πρόγονοί του είχαν φανεί συχνά πολύ υπομονετικοί δε θα τους ντρόπιαζε τώρα…..

Γιατί σε ακούω; Είπε το κορίτσι …. Είσαι μαγεμένος; Πες μου….είσαι μαγεμένος; Είσαι ένας πρίγκιπας μαγεμένος;

Αχ…. Γιατί δεν μπορούσε να είναι μόνο ένα λιοντάρι; Γιατί έπρεπε να κρύβει κάποιον άλλο; Δεν μπορούσε να τον δει όπως ήταν; Προφανώς δεν μπορούσε. Προφανώς τον ήθελε αλλιώς.

Αναστέναξε βαθιά κι ήταν σαν να συγκατάνευε στο λόγο της

Ώστε είσαι μαγεμένος! Καλά το κατάλαβα! Γι’ αυτό σε καταλαβαίνω….

Σηκώθηκε και βημάτισε γύρω του παρατηρώντας τον με περι΄ργεια.

Και πως θα λυθούν τα μάγια;

Αδημονώντας ρωτούσε. Αυτή θα λυνε τα μάγια και θα χε τον πρίγκιπά της.

Το λιοντάρι μη μπορώντας ν’ απαντήσει έμενε σιωπηλό με το κεφάλι να κουνιέται πέρα δώθε αφύσικα αφήνοντας μικρούς υπαινικτικούς αναστεναγμούς.

Εκείνη δεν απογοητεύτηκε. Όλα τα μπορούσε. Θα τα μπορούσε. Κι ο πρίγκιπάς της στ’ άλογό του επάνω θα φανερωνόταν

Τι θα τον έκανε; Θα βλεπε….. προς το παρόν άλλο προείχε

Τι έπρεπε να κάνει; Αυτό την απασχόλησε μα όχι πολύ. Στάθηκε ανάμεσα στο να τον παντρευτεί και να τον φιλήσει. Και οι δύο λύσεις φαινόταν απλές μα είχαν τη δυσκολία τους

Αν πίστευε στους μύθους θα πρεπε να τον φιλήσει μα δεν της ήταν και τόσο εύκολο ακόμα….Θα προτιμούσε να τον παντρευτεί. Θα ήταν το πιο σωστό το πιο σίγουρο. Θα τον στόλιζε με λουλούδια … αχ… μικρός αναστεναγμός στην ευτυχισμένη εικόνα κι έγειρε το κεφάλι …. Μπορεί και να την έπαιρνε ο ύπνος εκεί, έτσι όπως μισογλάρωσε στην αγκαλιά των ονείρων της, ένας ήλιος τρεχάτος τη σκούντησε. Έπρεπε να γυρίσει σπίτι. Αν αργούσε κι άλλο θα βγαίναν να την ψάξουν και τότε;

Να ρθεις αύριο του είπε. Ακούς; Μην καθυστερήσεις! Κάτι θα χω σκεφτεί εν τω μεταξύ….

Το λιοντάρι σαν και πολλά αρσενικά δεν είχε σφαιρικότητα στην αντίληψή του. Σκεφτόταν ένα πράγμα και συνέχεια.

Και όλη αυτή η τροπή που έπαιρνε η ιστορία εξαιτίας της θηλυκής σκέψης τον μπέρδευε

Αυτός καμάρωνε τόσο…. Είχε μάθει να καμαρώνει. Μεγάλωσε μ’ αυτή τη γνώση. Ήταν ξεχωριστός. Το κεφάλι του στεκόταν με τρόπο βασιλικό στον κορμό κι η χαίτη του αντάξια της ωραιότητας των πιο ωραίων προγόνων.

Ίσως μόνο ο βρυχηθμός του να υπολειπόταν σε δύναμη ή μάλλον σε αγριότητα μα σίγουρα ήταν μόνο ζήτημα χρόνου ως να τρομάξει το σύμπαν στον ήχο του και να γονατίσει μπροστά του ταπεινά ζητώντας έλεος …

Είχε ακούσει τόσες ιστορίες για την υποταγή των πλασμάτων μιας ολόκληρης ζούγκλας κι αν κάποτε μερικές μαϊμούδες βγαίναν και μιλούσαν για ανωτερότητα σίγουρα είχαν μεσάνυχτα από αρχοντική γενιά και αριστοκρατία.

Μα αυτός ήξερε. Αυτός ο Λέων Κασίμ ο Γ΄ είχε ευγενικές ρίζες. Η τιμή, η αξιοπρέπεια, ο σεβασμός στις παραδόσεις είχαν περάσει και σ’ αυτόν σαν τα περιουσιακά του στοιχεία κι έπρεπε -τόσο του ήταν βιωμένο- να τα προστατέψει και με τη ζωή του ακόμα αν χρειαζόταν

Και να τώρα που ένα κορίτσι του φερνε τα πάνω κάτω. Τον ήθελε λέει πρίγκηπα… μα τι ήξεραν τάχα οι άνθρωποι πέρα απ’ το να φωνάζουν δίχως λόγο εντυπωσιασμένοι…. Κι από τι; Ούτε ήθελε να τους καταλάβει.

Εκείνου η δουλειά του ήταν αυτή: Να περιφέρει τη μοναδικότητά του και να τους μαθαίνει την ομορφιά.

Αυτό του είχαν πει. Αυτό ήταν το χρέος του. Κι αυτό έκανε μέχρι…

Στάθηκε λίγο το λιοντάρι. Οι σκέψεις τον είχαν πάει μακριά και δεν ήταν αυτό το φυσικό. Τα πράγματα έπρεπε να έχουν μία όψη. Την όψη που ήξερε. Δεν γνώριζε άλλες πλευρές …. Μα τώρα… θυμήθηκε το χειμώνα τον περσινό που αρρώστησε η μάνα του πάντα τον συμβούλευε είναι η αλήθεια μα κείνη τη φορά θες γιατί κι ο ίδιος είχε τρομάξει θες γιατί πρώτη φορά ένοιωσε πως τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν δίχως να ερωτηθείς έδωσε περισσότερη σημασία στα λεγόμενά της και υποσχέθηκε- ορκίστηκε πες καλύτερα – να τα ακολουθήσει κατά γράμμα. Κι αυτό έκανε. Κι αυτό στάθηκεν η αιτία που γύρναγε στο δάσος ψωμολυσσασμένο και αντάμωσε το κορίτσι και τον βάρεσε κατακούτελα ή κατάστηθα ο έρωτας.

Γι’ αυτό και το έσκασε.

Να φύγεις του ζήτησεν η μάνα του. Να φύγεις και να βρεις την ελευθερία σου. Να τη βρεις και να την κρατήσεις

Άρα να φύγω από δω. Αυτό δεν σημαίνει ελευθερία; Να φύγω απ’ το κλουβί, να ζήσω ελεύθερος ίσως γυρίσω και στον τόπο των προγόνων μου….

Τα λόγια γλυκιά μου όπως ξέρεις, μεθούν περισσότερο κι απ’ το κρασί κι απ’ όλα τα βαριά αλκοολούχα. Τέτοια είναι η δύναμή τους κι ο μικρός μας …..

(καμιά φορά μπορεί και να τελειώσει....)

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Ναι

Μπορεί ν’ αργήσω να γυρίσω

............................

Αυτό δεν πάει να πει πως μπορείς

Να διαγράψεις

Της αχνής παρουσίας μου την ύπαρξη…॥


Κάνω κύκλους γύρω απ’ τη θαμπάδα

Των ονείρων

Με την αισιοδοξία του αδύναμου


Και λέω


Κάπου είναι φυλαγμένο κομμάτι

ζωής για μένα


Είναι που δεν το χω βρει

είναι που

Πρέπει πολύ να ψάξω


Μα Έχε εμπιστοσύνη και

Κράτα σημάδι απ’ το χνάρι μου


Ως να ρθει η ώρα του βηματισμού

και να φανώ