Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Θύμησες


Παραμονή.

Η πόλη, η πόλη μου στους δρόμους.

Κόσμος….. κόσμος…….τόσος πολύς κόσμος…. Φασαρία…σφυρίγματα….φωνές….καραμούζες…αστεία…. αυτοκίνητα …

Τα λεωφορεία υποχωρούν ώσπου στο τέλος αποχωρούν……

Όχι, δεν είναι ο καιρός που οι δήμοι υποδέχονται οργανωμένα τον (υποτιθέμενο), νέο χρόνο…… Eίναι η χαρά της αδημονίας που μας βγάζει όλους στο δρόμο…. Που μας θέλει να συνευρισκόμαστε σε κοινές χαρές (η λύπη δεν μας είχε ακόμα, τότε, χτυπήσει την πόρτα..)……..

Ξέμακρα βαθιά στο χρόνο, εκεί στην καρδιά της πόλης, στο Μεϊντάνι, είναι το κουβούκλιο του τροχονόμου ….ολόγυρα λόφος με δώρα….Αργότερα, το κουβούκλιο φεύγει αλλά πάντα όλοι, έξω χαίρονται, τις ώρες που σιμώνουν για το νέο ….αν και όχι, την αλλαγή. Το γύρισμα μας βρίσκει στο σπίτι μας ή αλλού……

Κι είμαι τόσο μικρή…..Απόψε , παίζουμε τριάντα μία. Είναι η πρώτη φορά που με παίζουν και για αρχή…. Ποντάρουμε με κουκιά. Τους κερδίζω όλους!

Χρόνια μετά, έρχομαι αρραβωνιασμένη. Ο καλός μου δεν είναι συντοπίτης. Ούτε καν νησιώτης.

Εντυπωσιάζεται…. «Τρέλα που κουβαλάτε…» λέει…Εγώ καμαρώνω….

Ανήμερα .

Το κρεβάτι δε με κρατά….Θέλω να σηκωθώ. Ας είναι πρωί… Ο αγαπημένος μου πατέρας, έχει πάει κιόλας στην αγορά να φέρει την πιο νόστιμη μπουγάτσα…. Τον ακούω που μπαίνει τραγουδώντας…..Πάντα έτσι έρχεται…. Και δεν μπορεί να υπάρχει άλλη νοστιμότερη … Σέρνει μαζί της την αγάπη και το τραγούδι του κι ας είναι από ξένα χέρια φτιαγμένη…

Το πρωινό έχει κοτόσουπα. Ο πατέρας δεν ξενυχτά πια, μα οι λοιποί σερνικοί μόλις ήρθαν και αυτό είναι ότι πρέπει για κείνους…..

Η μάνα, δεν γκρινιάζει. Έχει μια στάλα μέλι στα χείλη για όλους.

Η ώρα πάει …… άιντε να τρέξω για «την καλή χέρα»…. Να πάω στους μπαρμπάδες μου το Δράκο και το Μανολέκο, τη νονά μου τη φουρνάρισσα. Να φιλήσω τη «χέρα», να ευχηθώ κι εκείνοι να με «ποχερίσουν» για το καλό του χρόνου…..

Για μεσημέρι τρώμε αργά. Και στην ώρα και στον τρόπο. Συνήθως, κανείς δε βιάζεται. Κουβέντες, γέλια, πειράγματα για τους οιονεί χαμένους…. Συνήθως….

Φέτος, -είμαι κιόλας 11-είναι αλλιώς. Περιμένουμε επισκέπτες από μακριά. Θα ρθουν να ευχηθούν στο μεγάλο μου αδερφό. Θα ρθουν από τα Χανιά. Πέντε ολόκληρες ώρες, μακριά. Κι ανάμεσά τους μια κοπέλα. Αυτή που είπε το ναι, στο Βασίλη μας……

Είναι όμορφη με μεγάλα μάτια, αμύγδαλα….. Το να πράσινο τ’ άλλο καφέ…..

Η βραδιά γελά…. οι συμπεθέροι δίνουν τα χέρια.

Εκείνη αμήχανη, με στριφογυρίζει

«Κοίτα που έκανα κι αδερφάκι…» λέει και ξεσπά σε γέλια…

Κάποιος τραγουδεί

«Απόψε είν’ η βραδιά καλή

μα είναι μικρές οι ώρες

και δε σ’ αποχορταίνουνε

των αμαθιώ μου οι κόρες»

Και είναι ο αδερφός μου, ο φάλτσος μου αδερφός που μια σωστή νότα…………………

ποτέ ίσαμε τώρα δεν είχε πει

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Καιρός για παραμύθια.....


Μια φορά κι έναν καιρό μια κρύα, παγερή βραδιά του χειμώνα, βραδιά που ο χρόνος ο παλιός, θ’ αποχαιρετούσε και οι ελπίδες τρέχοντας θα φέρνανε το νέο, τρεις εντελώς άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, βρέθηκαν την ώρα της αλλαγής στη μέση του πουθενά, σ’ ένα μοτέλ –παλιό χάνι –πανδοχείο- απ’ αυτά που εξυπηρετούν περαστικούς

Μ’ όλο που κανείς απ’ τους τρεις δεν το χε πρόθεση και σ’ άλλη περίπτωση ούτε που θα τους περνούσε απ’ το νου, μα θες το χιόνι που τους απέκλεισε θες η αδημονία του καθενός για όσα περίμεναν, βρέθηκαν να κάνουν παρέα και κουβέντα την κουβέντα άπλωσαν καημούς και όνειρα….

Ο Κούλης, ήταν νέος αγρότης, από κείνους τους σπουδασμένους…. Είχε βάλει στα σκαριά μια νέα γεωργική καλλιέργεια Περίμενε να του αποδώσει σύμφωνα με τις πληροφορίες του αρκετά ώστε να ξεπληρώσει τα χρέη του και να παντρευτεί επιτέλους, την εδώ και τρία χρόνια αρραβωνιαστικιά του

Ο Κολίνος δημόσιος υπάλληλος, παντρεμένος με μια κορούλα, περίμενε να γεννηθεί ο γιος κι από κοντά και μια μετάθεση να πάψει να ταλαιπωρείται, πήγαινε-έλα κάθε μέρα στους δρόμους

Ο Κόλινδρος, επιχειρηματίας. Από τους νέους και πολλά υποσχόμενους. Είχε μόλις ξεκινήσει την εταιρεία του και το μέλλον προοιωνιζόταν λαμπρό

Κάποιος καθόταν στο παραδίπλα τραπέζι, τόσο κοντά μα μοναχός, αμίλητος κατέβαζε το πιοτό του. Άκουγε την κουβέντα τους, όμως δεν έδειχνε διάθεση να συμμετάσχει

Η βραδιά προχώρησε …..Οι φίλοι πια σχεδόν μεθυσμένοι από κρασί κι από χαρά ήδη έβλεπαν τα όνειρά τους να παίρνουν σάρκα και οστά

Κάποιος απ’ τους τρεις και μάλλον ο Κούλης, πρότεινε να μαζευτούν ανεξαρτήτως καιρού στο ίδιο μέρος ακριβώς σε ένα χρόνο να τα ξαναπούν

Τι θα χαν καταφέρει; Θα χαν πάει όλα όπως τα υπολόγιζαν;

Ο διπλανός που μέχρι κείνη την ώρα αμίλητος κι αμέτοχος καθόταν, σηκώθηκε και δίχως κανείς να τον καλέσει, έθεσε πάνω στο τραπέζι των –τώρα πια-φίλων, τρία κουτιά

«τα κουτιά έχουν μια μαγική σκόνη. Δεν κάνουν κάτι –μη φοβάστε- παίρνουν μόνο το χρώμα που έχει η ζωή σας κάθε φορά. Είσαστε ευτυχισμένοι, πετάτε στον ουρανό; Η σκόνη χρωματίζεται ροζ. Ζείτε έναν έντονο έρωτα; Κοκκινίζει. Αν πάλι έχετε δυσκολίες αναποδιές χρώματα σκούρα βάφουν τη σκόνη. Και μιας και θέλετε να δείτε πως θα κυλήσει ο χρόνος σας , αυτά τα κουτιά θα καθρεφτίσουν την αλήθεια για τη ζωή σας.

Ο Κούλης, ο Κολίνος κι ο Κόλινδρος πήραν ο καθένας το κουτί του και βιάστηκαν να αποχαιρετιστούν –είχε ξημερώσει και η χιονοθύελλα κοπάσει – και να κινήσουν για τα σπίτια τους.

Η χρονιά άρχιζε

Η καινούρια καλλιέργεια του Κούλη πήγαινε πολύ καλά η σοδειά προοιωνιζόταν πλούσια λίγο πριν τη συγκομιδή έγινε ο γάμος και όλα τα χαρούμενα χρώματα από το παιχνιδιάρικο ροζ ως το πορφυρό ήρθαν και θρονιάστηκαν στο κουτί.

Ξαφνικά ακραία καιρικά φαινόμενα πρωτάκουστα για την εποχή και την περιοχή, κατέστρεψαν τα πάντα αφήνοντας μια φαιά σκιά στη σκόνη…..

Και πάνω σ’ όλη τη στενοχώρια απέβαλε η γυναίκα του και μαύρισε ολότελα ….

Τι μπορούσε να την ξαστερώσει…..

Είχε φθινοπωριάσει για καλά. Ο πατέρας του τον βρήκε με το κεφάλι στα δυο του χέρια όπως το συνήθιζε τον τελευταίο καιρό

«Έχουν πολύ καρπό, οι ελιές» είπε ο γέρος

«οι ελιές;» απόρησε ο Κούλης

«Ναι. Και καλή τιμή.» ξανάπε ήσυχα ο γέρος. Και σε λίγο «η γυναίκα σου έχει όμορφα μάτια μα πιο πολύ όταν χαμογελούν» ………………………………………………………………………………………………………………………………

O Kολίνος, πέρασε τις υπόλοιπες γιορτές με την οικογένειά του, ζεστά με την ευτυχία να τον τυλίγει καθώς οι γυναίκες του τον τύλιγαν με την αγάπη τους, και το υπερηχογράφημα μεγάλωνε τη χαρά ….

Η σκόνη στο κουτί έγινε γαλάζια ….

Οι μεταθέσεις βγήκαν μα παρόλο που σχεδόν σίγουρη την είχε, δεν ήρθε ποτέ

Ύστερα το μωρό ήρθε πρόωρα. Με πολλά προβλήματα και η ανάσα του δεν κράτησε παρά λίγα εικοσιτετράωρα

Μαύρισε η σκόνη.

Μια μέρα ήρθε το κοριτσάκι με μια ζωγραφιά για τον πατέρα της. Τον είχε κάμει αητό να πετά ψηλά.

Ο Κολίνος χαμογέλασε ……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Ο Κόλινδρος, απλώθηκε ταχύτατα. Πόρτες του ανοίχτηκαν απρόσμενα, προσκλήσεις από παντού, χαμόγελα, αυτοκίνητα, γυναίκες

Η σκόνη στο κουτί του έπαιρνε χρώματα φωτεινά

Η οικονομική κρίση που παρέσυρε τις νεαρές ασταθείς εταιρείες παρέσυρε και τη δική του κι ας ήταν απ’ τις πολλά υποσχόμενες

Οι πόρτες κλείσαν ακριβώς όπως είχαν ανοίξει. Ξαφνικά οι προσκλήσεις, πήραν δρόμο γι’ αλλού και τα τηλεφωνήματα βρήκαν άλλους αποδέκτες

Η ωραία ξανθιά–μοντέλο διεθνούς επιπέδου- δεν είχε χρόνο για κείνον

Άνοιξε έκλεισε τα μάτια, το όνειρο καπνός.

Μαύρισε η σκόνη…

Πέρασε ένα πικρό καλοκαίρι και οι πρώτες βροχές έκαναν ακόμα πιο μελαγχολική τη διάθεσή του.

Ήταν ένας looser……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………...

Τη Μαρίνα τη συνάντησε μια κρύα μέρα. Η μικρή της βιοτεχνία είχε φανεί πολύ ανθεκτική. Το μόνο που τη στενοχωρούσε η αποχώρηση ενός συνεργάτη…. Εκείνον τον θυμόταν δραστήριο ….θα ήθελε να…. Βέβαια οι αποδοχές…..

Ο Κόλινδρος κοίταξε ψηλά….

…………………………………………………………………………………………

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς είχε ξεσπάσει πάλι χιονοθύελλα …. Τρεις άντρες βιαστικοί έμπαιναν στο μοτέλ

Μετά από λίγο τρία κεφάλια έσκυβαν πάνω στα κουτιά

Η σκόνη και στα τρία είχε πάρει ένα ανοιχτό γκρι χρώμα….

Η ιστορία δεν είναι δική μου. Την διάβασα όταν ήμουν ακόμα παιδί και αρκετά διασκευασμένη σας τη διηγήθηκα

Nα χετε καλή χρονιά!

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Κάλαντα....

….. τα κάλαντα μ’ αρέσανε. Η προετοιμασία, οι κομπανίες, το πρωινό ξύπνημα, το γυροβόλημα, τέλος το μοίρασμα ….

Τρίγωνα δεν είχαμε. Παίρναμε καπάκια από βερνίκια παπουτσιών, τα τρυπάγαμε στη μέση, περνάγαμε ένα σκοινί, τα παίζαμε με ρυθμό και αυτό ήταν το μουσικό όργανο που μας συνόδευε….

Οι πρόβες άρχιζαν καιρό πριν, ν’ ακούγεται ο ήχος ο σωστός κι ύστερα αχάραγα ξεκινούσαμε

«Καλήν εσπέρα…»

συνεχίζαμε

«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά…»

για να καταλήξουμε

«Σήμερα είναι τω Φωτώ π’ αγιάζουν οι παπάδες και μες στα σπίτια μπαίνουνε …»

Δε θυμάμαι να τσακωθήκαμε ποτέ στο μοίρασμα, μα δε θυμάμαι και μεγάλες εισπράξεις… ψιλολοϊδια… δεκάρες… εικοσάρες……. στη χάση και στη φέξη κανένα πενηνταράκι……….

Τρυφερά χρόνια, μνήμες αθωότητας…..

Αργότερα, πολύ αργότερα έγραψα μερικούς στίχους αφιέρωμα σε μας τους μικρούς καλαντάρηδες ……………………………………………………………………………………….

Έι! Τα κάλαντα

να πούμε!

Ετοιμαστείτε

Γιαννιό Μηνά Μιχαλιό!

Ε! Κωστή Κατίνα Μαριώ!

Φίλοι παλιοί

Νίτσα Φιλιώ!

Πάρτε καπάκια

Και πάμε και φέτος

Να πάμε σ’ αυλές

Και σοκάκια….

Γειτονιά μου στεγνή

Φωνές σε δροσίζουν

Την ελπίδα σου φέρνουν

Αύριο η μύτη δε θα σκουπιέται

στο μανίκι…..

Ποδαράκια λιγνά

Τρέξτε! τρέξτε!

Καλήν εσπέρα

Καλήν ημέρα

Μας πήρε η μέρα

Έι καλοκυράδες δώστε

στους φτωχούς καλαντάρηδες

Δώστε δεκάρες δυο τρεις

Πενηνταράκι φράγκο δίφραγκο

Αχ, χεράκια! παίξτε καπάκια!

Καλά! Με ρυθμό!

Κι ο νοικοκύρης να ζήσει

Ελπίδα! Γεννιέται η ελπίδα!

Αύριο θα χει δουλειά

Η πόλη θα ζεστάνει….

………………………………

Καλήν εσπέρα καλήν ημέρα…


Καλά Χριστούγεννα!

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

μετρώντας


σήμερα είπα να μετρήσω το χρόνο αλλιώς
ανάλογα με τις πληρωμές και τις εισπράξεις

έχασα το λογαριασμό Kύριε
μα την αλήθεια σου λέω!

αφού δεν ήξερα τι έδινα....
αφού όσα έπαιρνα μου κύλαγαν
αυτοστιγμεί....

γερνώ Κύριε
γερνώ και μένω ένα σαρκίο

με νου αχρηστεμένο
και μια καρδιά ξεδίψαστη

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

απολογιστικό....


Εισπράττουμε σοφία
αντίτιμο του χρόνου που περνά

-ακούς να λένε -

κι ας είναι μόνο
γνώση ανώφελη που μαρτυρά
Πως θάβονται οι μέρες που περνούν

δίχως αντίκρισμα

κάθε φορά που στο παζάρι βγαίνουμε

Πουλώντας κανταριές ζωής


(έναν παρά τα χρόνια μας)



Η διαπραγμάτευση αδύνατη
Το πλήθος βουερό
Κι εσύ πάνω σε πέτρα που κυλά

Πόσο να παζαρέψεις....


Ως κι ο ήλιος όλα ανάποδα τα δείχνει

ακόμα και τη νύχτα



Κι από κοντά το είδωλο της άλλης σου
Ζωής
Που εμπορεύτηκες

Δίχως ποτέ ν’ αγγίξεις