Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Στο λεωφορείο....


Έλα να τα πούμε… κάθισε …εδώ. Να εδώ κοντά μου…..

Πώς είσαι …πες μου….είσαι καλά;

Κάνει και μια ζέστη αδερφούλα …. Λιώσαμε οι ανθρώποι….. έχω και τόσα κιλά πάνω μου….. πώς να τα κάμω καλά … με πιάνει εμένα πολύ το καλοκαίρι. Υποφέρω η γυναίκα και ποιος να καταλάβει; Λέω σ’ εκείνο το μουρλογιώργη, ένα κλιματιστικό μωρέ διάολε! θα σκάσω εδώ μέσα ταράτσα πάνω ταράτσα κάτω…

Είχαμε ένα σπίτι στου πατέρα μου…. όλο δροσά αδερφούλα…. Όλο δροσά…. Με τα δεντρά του… τον ίσκιο του τον ωραίο…. Καθόμαστε και πίναμε τον καφέ μας μια χαρά!

Τώωρα μη ρωτάς ….ούτε φύλλο πράσινο. Μια μουριά είχε το σπίτι μπροστά…. σηκώνανε λέει οι ρίζες το πεζοδρόμιο… την κόψανε. Τι να πω μωρ’ αδερφούλα ….τ’ άλλα δεν τα βλέπουνε….

Να μη θυμάμαι ύστερα τα πατρικά μου;

Εκεί έζησα τον παράδεισο. Ναι. Αν υπάρχει παράδεισος αυτός πρέπει να τανε. Μα είχαμε πώς να σου το πω…. και αγάπη. Καταλαβαίνεις; Αγάπη! Φτώχεια ; δεν μπορώ να σου περιγράψω πόση. Τίποτα τίποτα δεν είχαμε! Μα ήτανε τόση η αγάπη που το τρίμα γινότανε θησαυρός

Αααχ, αδερφούλα!

Εδούλευα στα εργοστάσια κι ερχότανε μέρες που έμενα να κάμω υπερωρίες …έπαιρνε ο πατέρας μου ταξί – που έβρισκε τα λεφτά δεν ξέρω κι ερχόταν και μου φερνε φαΐ. Καταλαβαίνεις; Μου φερνε να φάω! Να μη μείνει το παιδί νηστικό-έτσι έλεγε. Και το βράδυ που γύριζα απ’ τη δουλειά έφερνε νερό να μου πλύνει τα πόδια… ο πατέρας μου … ο καημένος ο πατέρας μου…..

Ύστερα….. εγνώρισα την κόλαση. Από κει και ύστερα μόνο κόλαση. Με το γάμο μου. Εμένα με ξέρεις δεν μπορώ να κρυφτώ πίσω απ’ το δάχτυλό μου. Δεν μπορώ … την αλήθεια, ας είναι φαρμάκι θα τηνε πω.

……………………………………………………………………………………….

Μωρέ θα τον είχα διώξει από χρόνια εγώ αλλά έρχεται ο Μάκης μου, καλή του ώρα του παιδιού μου, και μου λέει τι σου χρωστάω μανούλα μου – έτσι μου είπε και να πεθάνω αν λέω ψέματα- τι χρωστάω μανούλα μου για μια πουτάνα να με φωνάζουνε μούλο… κι έκανα πίσω. Τι άλλο να έκανα; Και τώρα που χει μπει στη ζωή τι σου κανα μανούλα μου σ’ έκαψα μου λέει…. Τι να το κάνω τώρα; Τώρα είναι αργά

Έχω κι ένα προαίσθημα… όπου να ναι θα το χάσει το μυαλό του. Τι άλλο έχει μείνει πια; Όπου να ναι θα το χάσει. Δε γίνεται… δηλαδή δε γίνεται!

Εγώ αυτά δεν τα ξερα. Ο πατέρας μου θεός σχωρέσ’ τον τη λάτρευε τη μάνα μου…. Στο στόμα τηνε τάιζε. Φάε κοπέλα μου της έλεγε…..Της έδινε κι ένα φιλί. Γι’ αυτό κι η μάνα μου τραγούδαγε. Γι’ αυτό είναι τώρα ενενήντα ενός χρονού κι ούτε ασπιρίνη δεν έχει πάρει…. Μα δεν έσκασε το πλεμόνι της … δεν εφούσκωσε….

Τι να πω κι εγώ….

Να τον έχεις… να τονε συγυράς…. να τονε πλένεις…. γυναίκα να μην είσαι….

Κι ύστερα σου λένε πως έγινες έτσι… Ανθίζει το λουλούδι άμα δεν το ποτίσεις; Δεν ανθίζει….

Θα πεις έχω τα παιδιά μου. Ξέρεις πότε τα χεις τα παιδιά σου; Όταν είναι μικρά. Όταν είναι εκεί για σένα …. Τα γέλια τους είναι δικά σου κι ό,τι κάνουνε το κάνουνε για το χατίρι σου. Μετά …. Μετά αρχίζεις κι ασκημίζεις και σε λένε γριά σου δίνουνε μια χεσά και πας καλιά σου.

Καλά να ναι μα η ζωή δε θα βγει με τα παιδιά. Χρειάζεσαι σύντροφο κι ο δικός μου που είναι τος;

……………………………………………………………………………………….

Δε συνεννοούνται οι ανθρώποι …. Δεν καταλαβαίνονται….

Μου λέει ο αδερφός μου που ζει στην Αμερική, Χαρούλα τα μυαλά των ανθρώπων έχουνε χαλάσει! Καταλαβαίνεις; Έχουνε πώς να σου το πω … περπατάνε με μυαλά πειραγμένα

…………………………………………………………………………………………..

Αααχ, μωρ’ αδερφούλα….

Τι να κάμω… εγώ τι να κάμω! Παράτησε και τη δουλειά! Ούτε στο μαγαζί, ούτε στα μελίσσια …. Τίποτα δεν κάνει …. Δυο μέτρα άντρας και να μην έχει μυαλό; Αλλιώς δεν μπορώ να το εξηγήσω. Να παρατάει έτσι τα παιδιά του; Και να με παίρνουνε και τηλέφωνα μάζεψε τονε και μάζεψε τονε…. Δεν είσαι γυναίκα εσύ; Μπίτι είσαι; Δεν μπορείς να τον κρατήσεις σπίτι σου;

Δεν μπορώ. Φαίνεται δεν μπορώ. Πώς να μπορέσω;

………………………………………………………………………………………..

Είναι και κείνο το παιδί το μικρό…. Όλη μέρα κοιμάται…. Τι σου κάνανε παιδάκι μου το ρωτώ

Δε μιλά. Τίποτα δε λέει

Απ’ όταν γύρισε από το στρατό αυτό κάνει. Μια δουλειά παιδάκι μου μια δουλειά να βρεις…..

Πως θα βγει η ζωή; Καλά που έχουμε και τη σύνταξη της γριάς….. πόσο θ’ αντέξει κι αυτή; Ενενήντα ενός χρονού είναι. Σήκω και σήκω! αυτό του λέω…. άσε με ρε μάνα. Αυτό ξέρει και λέει. Άσε με ρε μάνα. Ρε μάνα! Ακούς; Τι έχει; Πες μου κι εσύ…. Τι έχει; Χάλασε το μυαλό του παιδιού μου;

Το ρωτώ…. τι έχεις του λέω και δε μου μιλά κι ύστερα του φωνάζω….. ανεπρόκοπε του φωνάζω ρεμάλι ….τι θα γίνεις μωρέ; Παράσιτο της κοινωνίας; Οι Αλβανοί, του λέω, οι Αλβανοί ήρθανε βρήκανε δουλειά γίνανε νοικοκύρηδες σήκω μωρέ να ψάξεις για δουλειά….

Και μετά παρακαλώ. Κλαίω και παρακαλώ. θα πεθάνω μωρέ…. Θα πεθάνω και τότε θα ναι αργά να μου πεις δυο κουβέντες να χαρώ κι εγώ που έχω ξεχάσει πως γελούνε.

Με φαρμακώνει και δεν ξέρω τι να κάμω. Μαθαίνω από φίλους του πως κόντεψε να τονε πιάσει η αστυνομία την ώρα που έκλεβε ένα μηχανάκι…. Ακούς!

Καλά λέγανε οι παλιοί…. Μικρά παιδιά μικρά φαρμάκια.

Τι έπαθα εγώ…..

Πήγα να πεθάνω. Και στον αρχινώ αδερφούλα…. Κλέφτης μωρέ θα γίνεις; Έτσι σε μεγάλωσα εγώ; Αυτά σου μαθα; Κιχ, δεν έβγαλε από το στόμα του. Τι να ειπεί κιόλας….. έσκυψε το κεφάλι λέω κάτι κατάλαβε και πήρα θάρρος. Κρίμα τη χαρά μου……

Αλλά που να πάρει παράδειγμα το παιδί; Από τον πατέρα του τον προκομμένο;

Μου ρθες προχθές με το μάτι κατάμαυρο… τι έπαθες μωρέ; του λέω. Έπεσα μου λέει. Έπεσες; Ποιος έπεσε; Σε τουλουμιάσανε μωρέ κακομοίρη μου….. πού μπλέχτηκες τον ρωτώ και δε μου λέει. Σηκώνεται και φεύγει.

…………………………………………………………………………………………

Φεύγεις; Φεύγεις και συ; Να σε ξαναδώ μωρ’ αδερφούλα μου

Κανέναν δεν έχω να μιλώ …. Κουφάθηκε κι η γριά….

Σάββατο 27 Αυγούστου 2011

Είμαι καλά


Οι μέρες πέρασαν
Κι όπως σου το χα πει
Είμαι καλά

Κάθε φορά
Που έρχεσαι
Σε κερνώ την ψυχή μου
Μα καθώς πυρφόρες
Ήρθαν οι μέρες
Μόνο στάχτη
Έχω να τρατάρω

Ναι είμαι καλά
Γιατί οι μέρες περνούν
Κι ας φλέγονται οι κορμοί
Κραυγάζοντας

Μα εσύ δεν ακούς
Το φεγγάρι αδειάζει
Δεν ακούς
Κι ας έρχεσαι
Γιατί εγώ σε φέρνω
Στ’ αποκαΐδια μου

υ.γ.γραμμένο στις φωτιές του 07