Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

τσ' Ερήνης

Είχε η μάνα μου μιαν αδερφή που στα νιάτα της ήτανε πολύ όμορφη. Κι ένας φτωχός καμπούρης την αγάπησε. Τρελά έως θανάτου όπως όλοι οι απελπισμένοι αγαπούν.
Ανέλπιδος ο έρωτας. Η κοπελιά ορφανή από μικρή καθώς μια Μ.Παρασκευή μια σφαίρα απ’ αυτές που κατά κόρο πέφτουνε στα μέρη μου, ακόμα και σήμερα, της πήρε τον πατέρα. Η γιαγιά, μάνα και πατέρας για πέντε παιδιά -η δική μου ασαράντιγη- δεν υπήρχε περίπτωση καμία να δώσει την όμορφη της στον «κανένα».
Περνούσε ο δύστηνος ο «Καμπουράκης» κανταδίζοντας και μαντιδολογώντας κάτω από τα παραθύρια της, παρά τις φοβέρες της γιαγιάς, η οποία είδε κι αποείδε και σκέφτηκε πως ο καλύτερος τρόπος να γλιτώσει απ’ αυτόν ήταν να την παντρέψει και ει δυνατόν σε άλλο χωριό. Και εννοείται πως δεν ήταν εύκολο καθώς ήταν άφραγκη.
Στο έμπα ή μάλλον στο έβγα του φαραγγιού σε βάθος χωμένο κάτω σ’ ένα χωριό που το γέννησε η ανάγκη επιβίωσης σε άλλους καιρούς από κυνηγημένους, ένας κοντομεσίληκας δέχτηκε και αποδέχτηκε συνάμα την πρόταση να γίνει ο σύζυγος -προστάτης «τσ’Ερήνης», και να δεις που ούτε το όνομα του δε θυμούμαι..
Ας είναι.
«Επήρανε οι Γωνιές φωθιά
και κάψανε τ’ Ανώγεια
κάηκε κι η (γι)αγάπη μου
που κόψανε τα λόγια»

Εκόψανε τα λόγια* κι ο Καμπουράκης μαχαιροσφάχτηκε
«Δέκα χιλιάδες μαχαιριές
να δώσουν στο κορμί μου…»
Κάπως έτσι άρχιζε η μαντινάδα που δημόσια είπε στο γλέντι του αρραβώνα «μες στη μέση τση πλατέας»
«παρά ν’ αφήσω …»
και συνέχιζε με προσβλητικό χαρακτηρισμό για τον κλέφτη , όπως ενόμιζε, της αγάπης του.
Τονε πήρανε σηκωτό «την ιδιαμένη ώρα» και πήγε «κι έκαμε το τέλος του».
Η «Ερήνη» παντρεύτηκε τον ξενοχωριανό, μα «ήτονε καλός άθρωπος κι επέρασενε καλά μαζί του»
Μα σ’ αυτή τη ζωή πόσο διαρκούν τα καλά πράγματα; Ιδίως αν, έστω και ακούσια, θεμελιώθηκαν σε αίμα αθώου. ;
Ήρθε ο πόλεμος, ο των πάντων πατήρ, κι όσο κι αν φαίνεται ακατανόητο έφτασε και στα βουνά μας. Κι ένα βράδυ τον πιάνουνε τον μπαρμπα-Θανάση (είδες; θυμήθηκα και πως τονε λέγανε), που ποτέ δεν ανακατεύτηκε σε τίποτα και μαζί με άλλους
«…. τσι στέσανε στο(ν) πόρο του φαραγγιού θυγατέρα μου, και τσι εχτελέσανε κι ύστερα τσι πετάξανε στο(ν) πάτο του. Κι αρχίνηξε να βρέχει και κατέβασε νερό πολύ ο ποταμός κι επήρε τσ’ αποθαμένους. Και ύστερα από μέρες εδώκανε άδεια οι Γερμανοί να πάνε να τσι πάρουνε. Και πήγα και γω τοτεσας να βοηθήσω τη μαυροκακομοίρα την αμπλά μου** και ίντα να δούμενε; Το νερό τσι χε ξεμερδίσει*** και μάζωνες χέρα του νους**** και πόδα του άλλου…»
Και ξέρεις;
Δεν είναι να περάσω ποτάμι να χει νερό πολύ. Πίστεψέ με όμως καθώς βλέπω τα νερά να κατρακυλούν χωρίς να το θέλω πιάνω τον εαυτό μου να ψάχνει για πόδια και για χέρια

γλωσσάρι
*δώσανε λόγο, αμοιβαία υπόσχεση γάμου
**αδερφή
***διαμελίσει
****του ενός

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Τι μένει αλήθεια ορθό που να μη χάνεται….




Τι μένει αλήθεια ορθό που να μη χάνεται….

Αν  είναι να διαλέξω τι να κρατηθεί
Ας είναι τούτο
Μια ιδέα πίστης πως θα μαστε μαζί
σε τούτο το υπόστεγο
(κι ας μπάζει)
(κι ας μας νοτίζει ο καιρός)

Λέω
Θα μείνουμε μαζί
να λέμε
(ανάμεσα σε σιωπηλές κουβέντες)
Για όσα μας ξεπερνούν
Και όσα μας πονάνε

Να μου λες ησύχασε
Και να σου λέω δεν πειράζει


Θα μείνουμε μαζί
Να χουμε στις θυμωμένες μέρες
Το σκέπασμα
Που βάψαμε
Στης νιότης μας τον ήλιο
(θα μας ζεσταίνει πάντα)

Μας φοβερίζει το αύριο
Κράτα μου λίγο γέλιο για κουράγιο
Θα σου κρατώ αγάπη
Να βαδίσουμε


(αφιερωμένο για τη σημερινή και την κάθε μέρα)


Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Λοιπόν;

Κυριακή και ποιος θα ετοιμάσει
Το ψητό για το μεσημεριανό φαΐ
Ποιος θα δεχτεί να πριονίσει ένα
Πόδι ή μια πλάτη για καλύτερα
Ποιος μια καρδιά θα βάλει στον
Πάτο του τραπεζιού να σταθεί
Ποιος θα κρεμάσει του αθώου
Το βλέμμα

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

Θλίψη

Ποιος θα σου ζωγραφίσει
τη θλίψη
Ποιος θα σηκώσει το σφαγμένο
πρωί
Μια θηλιά στο μυαλό και σε
πνίγει αργά
κρατώντας ρυθμό για χορό
που δεν ξέρεις

Αχ χωματένιο μου ρόδο
Αχ αγκάθι της υγρής μνήμης


Μια αγκαλιά και δε σε χωρά
Μια λύπη και δε σε λύνει

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

Zωή



Με της χλεύης το μαχαίρι πού
Πας;

Κανείς δε σε ρώτησε τι κρύβεις
Σενάρια και εικασίες κι ένα φθινόπωρο
Στην πύλη

(αλήθεια και να σε αντέχω
ψέμα και να σε γνωρίζω)

Τι θυμάμαι;
Ούτε το χρώμα της λύπης σου
Κι ας μου την κέρασες
και
Όχι μόνο μια φορά


(Ζωή σε λένε απώλεια και σε λένε
Νοσταλγία)



Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

αδιέξοδο



Πού πας;
Περιτειχισμένο το παρόν
κάγκελα στην ψυχή
Κι οι συνοριακές φρουρές
στα βλέφαρα

Ττη στρόφιγγα στα χέρια λένε πως
κρατούμε της υδροφόρας

Μα αμφιβάλλεις πια
Αν έχει έστω μια σταγόνα

Μέχρις εδώ που σε έφτασε ο δρόμος σου
δίψα δεν αποσώθηκε

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

ευχητικό

Μακάρι να μας έλειπαν τα λόγια
Μα είναι βλέπεις απαραίτητα
Σαν τα ανοιχτήρια.
Τα κανονικά ή τα ανορθόδοξα
Που ανοίγουν
Τις κονσέρβες ανοίγουν τα μπουκάλια
Και τα κουτιά με τα κοιμισμένα άγνωστα
Κι εγώ ξέρω πόσα τέτοια έχεις
Σε μια κρυψώνα μέσα
Βαθιά βαθιά να μη φαίνεται
Μα - εγώ –σε- ξέρω


Χωματένια μου αγάπη άφησε τα χέρια σου
Να λιμάρουν την κλειδωνιά μου
Αφού κλειδί δεν έχεις


Αφού κλειδί δεν έχεις

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

Εμείς από Θρυμμάτισμα προσδοκίας
πληγωθήκαμε  κι από
κακό γρατζούνισμα
που μας έκανε
σύρμα παρατημένο  εκεί στη μέση
μέση από τον καιρό που στήναμε
τους σκελετούς για κτίσματα

Κι έτσι κακοφορμισμένοι πια
μετρούμε αδειασμένες μέρες

Τι να σου κάνουν τα παλαιικά γιατροσόφια
Τι να σου κάνουν οι γητειές
Τα σκονισμένα  τα βιβλία
Με τα ξόρκια

Αφού το ξέρουμε....
 τα  όνειρα γιατρεύουνε
μα αυτά κατα-ζητούνται

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Kάπως έτσι

Κάπως έτσι ξεγλιστρήσαμε από
το παρόν
Και νομίσαμε πως το
Ξεγελάσαμε
Στημένη μας την είχαν
-αυτό θα πούμε μετά-
Εμείς αθώοι κουβαληθήκαμε ως εκεί
Με τα παλιά τραγούδια στην
Πλάτη
Με τις ιαχές του θάρρους
Εμείς που
Δεν ξέραμε
Ούτε το φανταζόμασταν πως η ήττα είχε


Τέτοιο στρεβλό πρόσωπο
Γι’ αυτό και
ξεφωνίζοντας Οπισθοχωρήσαμε
και οι άλλοι νόμισαν τις φωνές νίκη

αυτήν την ήττα την πρώτη από τις πολλές
που μετρημό δε θα χουν πια

Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

Μη

Τώρα που καταπίνουμε τη λύπη αμάσητη και χάσαμε τη δύναμη του πικρού γέλιου,
Μη φεύγεις και συ
Βαρέθηκες; Κιόλας; Ας είναι…. βαρετά γίνονται τα πολυακουσμένα
Ξέρεις
Κάποτε είχαμε και μεις μεταξωτά μα ξεσκίστηκαν
Στη χάση της ελπίδας και αχ
-μα μη φεύγεις σου λέω-
Δεν αλητεύει το φεγγάρι, αλητεύει το "θέλω" Αλλά πού;
Πού τόπος να στήσει αντίσκηνο για ξέμπαρκες επιθυμίες…
Κι αυτό γλιτωμός να ναι;
Τίποτα δεν ξέρω πια
Να κοίτα …εδώ κοίτα! Άδεια λαγήνα φυλώ και μάτι δεν κλείνω
-θα φύγεις;-

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

Mέχρι να τελειώσει ο Ιούλιος

ναι
Μέχρι να τελειώσει ο Ιούλιος
Το χώμα θα χει πετρώσει
Τα εργαλεία μας τα από καιρό
αχρηστεμένα
ήδη παρακρατούν τα
ανήμπορα πρωινά που
γυμνωμένα χάσκουν
και δεν μπορούν να βραδιαστούν
Αξιοπρεπώς

γι’ αυτό
Μέχρι να τελειώσει ο Ιούλιος
Λέω να σταματήσω το ανόητο
να αναμετρώ ρυτίδες
Καλύτερα
Να πάρω ένα φορτηγό κλειστό
Να φορτώσω την τρέλα
Που κάποτε την είχα
βαφτίσει πίστη και –ποιος ξέρει-
μπορεί να καταφέρω
να τη φυγαδεύσω

ίσως κιόλας
Μέχρι να τελειώσει ο Ιούλιος
Να μάθω να τυλίγω χρησμούς
Στα καραμελάκια μέσα
Να τις διαβάσουν τα παιδιά
Στα πανηγύρια
Και ίσως μου δοθεί η απάντηση
Για
Τις μέρες που παραχώνουμε
Πόσο μπορούν
Ν’ αντέξουν


Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Eλεγειακό



Ποιος θα σου ζωγραφίσει
 τη θλίψη
Ποιος θα σηκώσει το σφαγμένο
 πρωί
Μια θηλιά στο μυαλό και σε
 πνίγει αργά
 κρατώντας ρυθμό
Για το  το προδιαγεγραμμένο σου τέλος
μόνο ορθό σε μια φριχτή  αταξία


Αχ χωματένιο μου ρόδο
Αχ αγκάθι της υγρής μνήμης

Μια αγκαλιά και δε σε χωρά
Μια λύπη και δε σε λύνει

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

.......................

Μια θάλασσα ζητώ κι ας είναι
ξένη
Ν’ απλώσω τη σελίδα από νερό
τη μνήμη τη δρομαία
να κλείσω το μελάνι που με τρώει
και έλεος δεν έχει

Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Εγκατάλειψη

Αφήκαμε τα σπίτια
Κρεμασμένα στο φρύδι
του βουνού
να φυλάνε περάσματα
και ίσκιους που αχνώνουν

Χαμένοι ως κι οι δρόμοι
Που πλαντούσαν και στένευαν
πόθους γεμάτοι

Έμεινεν ο καημός να τραγουδεί
για
Απελπισμένους
εναπομείναντες
Αγκαλιασμένους από ταμπέλα
Ανάγκης

«το παρόν πωλείται»

Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

Εμμονικά

Φωτογραφίζω συχνά κι ας μην κατέχω την τέχνη
Ίσως γιατί  είναι ένας τρόπος να φροντίζω εμμονές
να συντηρώ απορίες και να μαθαίνω δρόμους

Αποτυπώνοντας πάντα με ευλαβική προσοχή
τα ίδια και τα ίδια

Την απεναντινή ακτή ας πούμε ή τα σύννεφα
το φεγγάρι καμιά φορά πρωί
όταν περνώντας απ' την απέναντι πολυκατοικία
κόβεται στα δυο 


και πολύ τα σύνορα
τα στημένα

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Ηχηρότης

υπάρχουνε σιωπές που κλαίνε
που βρίζουν και ουρλιάζουν
ή λένε τα χίλια σ' αγαπώ
με το πιο βαθύ πάθος


ω ναι, υπάρχουνε...

μα αυτό είναι είναι σίγουρα γνωστό
όπως και το άλλο
 πως κόβουν
ίδια λεπίδα
τροχισμένη
τα βάθη σου
και τρώνε
την ψυχή
 σου

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

O αγαπημένος τραβά ένα καρότσι μες στη νύχτα
Το γεμίζει στο δρόμο με τα πεταμένα στους κάδους απορριμμάτων

Συνεχώς βιάζεται
Θα περάσουν τα σκουπιδιάρικα –λέει-
Θα πάρουν δίχως έννοια τους θησαυρούς και ποιος να κυνηγά
του δίκαιου την αντοχή ;


Καμιά φορά με κουράζει η εμμονή του. Κυνηγάς χίμαιρες, του φωνάζω
Κυνηγάς την ανόθευτη μέρα και δεν υπάρχει!

Μου χαϊδεύει τα μαλλιά δίχως να μιλά
Νομίζω θα κλάψω

Μια τυραννία συντελείται μπροστά μου και είμαι μάρτυρας

Σάββατο 30 Μαΐου 2015

ΑΜΟΝΤΑΡΙΣΤΑ ΠΛΑΝΑ (8ο)



(Φινόπωρο του 07. Θα άλλαζα σχολείο μετά από 20 περίπου χρόνια. Η Στ' θα πήγαινε εκδρομή στην Αθήνα... Οι συναδέλφισσες μου ζήτησαν να πάω μαζί τους ...έτσι

Το κείμενο που ακολουθεί, είναι αυτή η διαδρομή. Κουβέντες μεταξύ μας, στίχοι  και λίγες γραμμές από μια ιστορία. Εμβόλιμα όλα)


Αφιερωμένο στις: Λίτσα Αλεξοπούλου και Μαρία Παυλοπούλου



Θα ρθεις μαζί μας… ναι;

Θα ρθω; Θα ρθω… ας κλείσει αυτός ο κύκλος έτσι. Με τούτη την εκδρομή. Τη Σχολική

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν….

Δε μου λέτε, πως πέθανε η αδερφή της Ερηνούλας; Ήρθε η μάνα της ….και να μου την προσέχετε ξεχωριστά….και έχω χάσει ένα παιδί…Με τρόμαξε να σου πω…. Σε εκδρομή συνέβη;…

Είχε πάει να πει τα κάλαντα. Παραμονή Χριστουγέννων. Σαράντα μέρες σε κώμα. Της Υπαπαντής έφυγε. Εξωτερικά αλώβητη. Με όλο το σχολείο να τη συνοδεύει. Η Ειρηνούλα γεννήθηκε δυο χρόνια μετά. Με τη νεκρή παρούσα. Τη ρωτάς πόσα αδέρφια έχεις και σου λέει δύο. Το δεύτερο η πρώτη Ειρήνη….

Εγώ την καταλαβαίνω. Όλη αυτή τη διαδρομή της μάνας της Ειρήνης την έζησα μέσα από τη δική μου μάνα. Ο αδερφός μου, έχτη τάξη, είχε το ρόλο του κλεφτόπουλου. Κάποιος, ένα παιδί  που έκανε τον Τούρκο, έπρεπε να τον πυροβολήσει. Το όπλο ήταν γεμάτο. Και ξαπλώθηκε στη μέση της σκηνής…
γι’ αυτό σας λέω… αυτή τη διαδρομή την έζησα….

Έι! Την βλέπετε αυτή την πινακίδα; Όποτε την έβλεπα καταλάβαινα πως έφτανα σπίτι μου

Ε, καθένας βάζει τα σημάδια του…

Τι είπες μόλις  βρε Μαρία;

Καθένας βάζει τα σημάδια του
Αφήνει τα χνάρια του
Τα σταθερά του
Φωτάκια φωσφορούχα

Που λέτε, ο Φάνης αγαπά τη Βιβή. Έρχεται μια μέρα μου λέει: κυρία αυτό είναι το σπίτι που θα μείνω με τη γυναίκα μου και μου δείχνει σε μια ζωγραφιά ένα μεγάλο σπίτι σιντριβάνια κήπους…
Βρε, του λέω, με τέτοιο σπίτι κι εγώ σε παντρευόμουνα

Ε, μωρέ κυρία….

Ξέρετε πόσες τον θέλουν; Τα μισά κορίτσια να σας πω….

Γεια σου, Φάνη γλυκοαίματε!

Με το Θανάση ήμαστε φίλοι. Ήταν κολλητός της κολλητής μου….. στην αρχή τον μισούσα νόμιζα θα μου την έκλεβε …
Αλλά μετά….

Σε τούτο το κορμί  
 βάζω τα σημάδια μου
Να θυμάται το πέρασμά μου

Καλέ τι γράφεις ανάμεσα Ξυλόκαστρο-Κιάτο;

Ανάμεσα Ξυλόκαστρο – Κιάτο
Εγκλωβίζω σε λέξεις
Αισθήματα

Εγκλωβίζω
Της ύπαρξης σου την απουσία

Σ’ έχω κλείσει
Πώς να ξεφύγεις

Απεικονιστικό θέλω
Κι επιθυμία νυχτερινή
Χάρισέ μου
Της αφής σου το δώρο

Τι μου κάνεις… αχ εσύ… 

Μ’ ακουμπάς
Χάνομαι μέσα σου
Μ’ ακουμπάς
Ταξίδι στο πάντα
Με παίρνεις
Πόσο κρατά ένα όνειρο;
Μπαίνω στων χεριών σου το όχημα…

Αυτές οι σκέψεις είναι δικές μου…… εσύ μου τις παίρνεις….. πως το κάνεις δεν ξέρω, μα αυτά τα πράγματα που γράφεις είναι στο μυαλό μου…..

Κυρία! Βάλτε αυτό το σιντί!

Έρχομαι! Γαμώ την αγανάχτησή μου γαμώ!



«Mε ζητάνε. Ο πρόεδρος θέλει να θέσω υποψηφιότητα…
Ο πρόεδρος;
Ναι. Ο ίδιος προσωπικά. Τρεις φορές με πήρε….
Σταμάτησε και την κοίταξε. Τον κοίταξε και κείνη. Ύστερα χαμογέλασε ελαφρά. Το χέρι της του χάιδεψε το μάγουλο
Το θέλεις;
Το θέλω;
Το θέλεις.
Του στρεψε την πλάτη. Τα μάτια του την ακολουθούσαν. Ο ίδιος όχι. Ο ίδιος έμεινε στον καναπέ. Και γέλασε. Όχι πως θ’ ακολουθούσε τη συμβουλή της… όχι, μα ήθελε λες τη συναίνεσή της.
Είχαν μια ιδιότυπη σχέση. Ερωτική; Καθόλου
Εκείνος την εμπιστευόταν απόλυτα.
Όσα σου λέω, ούτε στον εαυτό μου…της είπε μια φορά.
Εκείνη …..….»

Τι γράφεις καλέ;

Μια ιστορία. 
                                                                                                                                        Με καλό τέλος; Έλα… να χει καλό τέλος…
Όλα είναι πια ή μακριά ή δύσκολα.

Σε δίψασε η ψυχή μου
Ελέησέ με
Μια σταγόνα χρόνου

Μια σταγόνα χρόνου… ξέρεις τι ναι μια σταγόνα  χρόνου;
Α, εσύ…. … ξέρεις πως 

Κουβαλώ
Της επιθυμίας σου την άκρη
Νοτισμένων στιγμών την θύμηση
Και είμαι καλά
Με την ένδυση
Από αγγίγματα ακριβά
Και αρώματα
Ερώτων νυχτερινών….

Λίτσα, …Λίτσα …είσαι αλλού… πού χάνεσαι και πας;

Κι όμως,
μέχρι που αρρώστησε ο πατέρας μου ήμουν εντελώς άλλο άτομο. Ύστερα ήρθαν οι ατέλειωτες  ώρες στο νοσοκομείο για να επιβιώσω, έπρεπε… Και  πήγα αλλού. Το μυαλό μου πήγε αλλού. Και πολλές φορές το σκέφτομαι. Πριν φύγει μου κανε το τελευταίο του δώρο….

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Bραδιάζει κι έρχεσαι

(μια δεύτερη εκδοχή της προηγούμενης ανάρτησης)

 

Βραδιάζει κι έρχεσαι

πρόσωπο καλυμμένο
μάτια ξένα
σημαδεμένη φωνή
-δώσε σημάδια να σε θυμηθώ-

 Κρατάς τη  μυρωδιά από μνήμη υγρή
Τη δείχνεις και η πόρτα σ’ ανοίγει

Σε μπάζω κρυφά σε δωμάτιο μυστικό
Στρώνω κρεβάτι από μέρες φυλαμένες
Σε σκεπάζω αθόρυβα με έρωτα λήθη

Ξημερώνει και λείπεις

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

εν συντομία

ξημερώνει και λείπεις
βραδιάζει κι έρχεσαι

 με πρόσωπο καλυμμένο
τα μάτια ξένα

πες μου
που αφήνεις το ρούχο
της μνήμης;

Τρίτη 5 Μαΐου 2015

κόπωσις

ποιος πείθεται; κανείς!

μα σκέψου
τόσον καιρό στην αγονία
κουράστηκαν τα λόγια
να μας θρέφουν

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

ο ζητιάνος στεκόταν γωνία Μαιζώνος και Ερμού με σκυφτή  την κεφαλή να μη φαίνεται πρόσωπο   μόνο  τα μαλλιά  που του ντυναν τις αυλακιές στα μάγουλα.

στεκόταν δίχως να βγάζει λέξη απ' το στόμα, με χέρι απλωμένο, χωρίς ένα κουτάκι, ένα κάτι για τη βοήθεια που γύρευε, μόνο ένα χέρι λιγνό, αδέξιο, με τα δάχτυλα να κλείνουν προς τα μέσα τόσο που λίγο και θα σφράγιζαν  την παλάμη.

ζητιάνος και ζητιάνευε ντάλα μεσημέρι στην ένωση των δυο δρόμων μα ούτε ο Γάλλος στρατάρχης φάνηκε  ούτε ο θεός των τζογαδόρων έστερξε

 κι έγερνε το κορμί δίχως μιλιά καμιά κι ήμουν εκεί  και κοίταζα το απλωμένο χέρι

ζητιάνος και λυπότανε το μεσημέρι (μου)

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

απολογιστικό

Φέτος ήτανε το πολύ το ζόρι. Κρύο σου λέω αβάσταχτο κι άνεμοι παγωμένοι κράτησαν τη λύπη βασίλισσα πολύν καιρό. Άσε οι βροχές που μόνο μας σκουριάσανε κι ούτε ένα τι δεν ξέπλυναν
Σ' αυτό το ανάμεσα
χάθηκε και το δοχείο με το λάδι του ελέους. Ποιος ξέρει τώρα πως και τι
Κι έτσι με τούτα και με κείνα εξορίστηκε η χαρά

 κανέναν δε συχωρέσαμε....και άφεση κανένας δε μας έδωσε

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Πού;

Τάχα δεν ήμουν καλή; Τάχα δεν ήμουν πρόθυμη, δεν ήμουν υπάκουη; Τάχα δεν  έσερνα αγόγγυστα το κάρο μου και μόνη ολομόναχη ακόμα;
Γιατί;
Πού  η αμοιβή και πού η ανάσα;

-έτσι αρχινώ το θρήνο μου κάθε φορά που άπρακτη γυρίζω και με τα χέρια άδεια
κάθε φορά που έχω  κουρταλήσει με βία εκεί όπου μου χρωστούν
 ναι
 βγήκα πολλές φορές στη διακονιά (αφού διακονιά την έγραφαν)- σκούζοντας
"μοιράσατε την πίτα του δίκιου πού είναι το κομμάτι μου;"

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Δύσκολο



κάποτε βυθίζουμε τη θλίψη σε χωριστά
σταμνιά
τα φυλάμε σαν θησαυρό προγονικό

άλλοτε
δέρμα παλιό και στέρεο το μίσος γδέρνουμε
ανάμεσά μας και  το στρώνουμε

και καμιά φορά μας συγχωρούμε
και ξαναγνωρίζουμε την ψυχή μας



(νυχτωδίες μυστικές του άλλου –μας-κόσμου)



 από τη συλλογή ΘΕΡΟΣ το ΧΕΙΜΑΖΟΜΕΝΟΝ εκδόσεις Σαιξπηρικόν




Πέμπτη 9 Απριλίου 2015



Καλή Ανάσταση σε όλους!

αδύναμη ή άταρη
πάντα η φλόγα μόνο η φλόγα

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

δεν γίνονται πια θαύματα
το λάλον ύδωρ απέσβετο
κι όσα σίγουρα νομίσματα
κρατούσα στην παλάμη
σκόνη

χάνομαι
κι είναι τα μάτια σου που λείπουν

foto by Κώστας Κουκουζέλης

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Ο θάνατος θα ρθει



Ο θάνατος θα ρθει*
Με μάτια θλιμμένα
Και θα ναι όμοιος σου
Θα μου πει καλημέρα
Ή καλησπέρα κατά περίπτωση

Θα  κάθομαι στο παράθυρο
Αν και θα ξέρω πως θα ρθει
Θα κάθομαι στο παράθυρο
Δε θα σε θυμάμαι
Καν δε θα σαι σε κάποια γωνιά
Του νου

Θα σκέφτομαι μάλλον
Όπως πολύ το συνηθίζω τελευταία
Θα σκέφτομαι
Στίχους
Ή
το τέλος μισοτελειωμένων  ιστοριών
Ξέρεις δεν τις έχω αγγίξει από τότε
Σχεδόν τις φοβάμαι
Και μένουν ημιτελείς
Μα κάπως εγώ τις νοιώθω ολοκληρωμένες
Γιατί έχω χαθεί από μένα και δε με ψάχνω
Όμως για το τυπικό του πράγματος το αναφέρω
Σαν οφειλή σε παλιόν καιρό

Θα  έρθει κάποτε
Ίσως   με διαγράψει ήσυχα
Μπορεί πάλι όχι
Μα  είμαι σίγουρη
Πως ενώ δε θα σε θυμάμαι
Θα  πω τ’ όνομά σου
Γιατί ο θάνατος θα χει τη μορφή σου

 σημ.  "Ο θάνατος θα ρθει"
από ποίημα του Τσέζαρε Παβέζε

Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

άνοιξη

…..κι έρχεται η μεγαλοκυρά να μας τσιγκλίσει
Mπουρλότο να βάλει σ’ όσα μας πνίγουν, μας βαραίνουν, μας κόβουν το δρόμο, θολώνουν και αλλοιώνουν τα όνειρα. Σαν τον Κανάρη ένα πράμα.

Ξαφνικά λες παίρνουμε πρέφα πως "γι’ αλλού κινήσαμε γι’ άλλού κι αλλού η ζωή μας πάει"
"Το τιμόνι ρεεε! Πέφτουμε σε ύφαλα!"

Ν’ αλλάξουμε, να προλάβουμε, να μη μας πάρουνε φαλάγγι, να περισώσουμε …


Τώρα τι απ’ όλα που έχουμε απλώσει τραχανάδες σε πολλές ταράτσες…είναι μια απορία... Πού να προλάβει κι η ερμοάνοιξη; Τι να πρωταλλάξει; Mε ποιον να τα πρωτοβάλλει ;


Bλέπεις ο εχθρός χρόνος παραμονεύει. Οι όποιες αναταραχές Δε θα κρατήσουν πολύ.

Μόνο μέχρι η ραστώνη του θέρους μας κόψει τα χεροπόδαρα και ξανά μάτα στη χαλαρότητα.
Μέχρι τον άλλο χρόνο. Την άλλη άνοιξη. Που θα ξανατρυπήσουμε το κουκούλι μας.

pic. Γιάννης Τσαρούχης

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ





          Η Περσεφόνη αρρώστησε μια μέρα εντελώς ξαφνικά και λίγο παράλογα, αφού τίποτα μα τίποτα και κανένα σημάδι δεν είχε προηγηθεί. Το νέο απλώθηκε ταχύτατα κι ολονών τα κάτω άκρα, κοινώς τα ποδάρια, σαν κάτι να πάθανε και  κόπηκαν από ρίζας που λένε.                                                 
Κι άκου να δεις….. όχι πως η εν λόγω δεν ήταν συμπαθής. Μπα … όχι. Συμπαθέστατη ήτανε κι έκανε και μια χουρμαδόπιτα….. κόλαση! Χώρια που ήτανε και πληθωρική σ’ όλα τα επίπεδα. Και με τα γέλια της τα βροντερά και το χορό της τον τσαχπίνικο και τα μπαλκόνια της, για τα οποία καλοτυχιζόταν κρυφά ή και φανερά ακόμη ο Αγαμέμνων, ο άντρας της, που τον φωνάζανε Μένιο, και τα οποία κληροδότησε μοναδική προίκα στις τρεις θυγατέρες. Τη Θάλεια, την Αριστέα και τη Μέλια.
Άλλος ο λόγος κι η αιτία. Πιο …προσωπική και…πιο …εγωκεντρική.
O θάνατος ή καλύτερα ο φόβος του. Η κρυάδα του.
Κι έτσι κάπως άρχισε το κομπολόι της θανατοφοβίας. Χάντρα, χάντρα το εμπλούτιζαν, το στόλιζαν, το πλούμιζαν, με διάφορες και ποικίλες απόψεις.
Ας πούμε:
Οι κοντά στην Περσεφόνη  ηλικιακά: « Αμάν! άρχισε ο χάρος να καλεί την κλάση μας….. »
Όσοι είχανε παιδί στο σχολείο: « Αχ, τον καημένο το Σπύρο. Για…. κάνε το, δικό σου…. Αχ, πουλάκι μου, σκέψου να σουν στη θέση του Σπυράκου…. ».
Οι σύζυγοι ,οι σερνικοί: « Βρε το φουκαρά το Μένιο. Άντε τώρα να τα βγάλει πέρα με το λαχείο που του ‘τυχε».( εννοώντας βέβαια τις πρόσθετες ευθύνες  που έπεφταν στους ώμους του )
Για τις συμβίες, δεν το συζητώ, πλήρης ταύτιση.:  « Μου φαίνεται πως έχω έναν πόνο εδωδά. Να ’ναι σοβαρό; Να πάω λες στο γιατρό; μην την πάθω σαν την καημένη…»
( Kαταλάβατε φαντάζομαι. Στο μυαλό τους η φουκαριάρα η Περσεφόνη είχε κλείσει σοβαρό ραντεβού με τον άγιο Πέτρο )
Αφήστε δε τη γειτονιά που είχε κι άλλο κόψιμο: « Καλά, ήταν ανάγκη ν’ αρρωστήσει τέτοια εποχή; Μες στις Απόκριες ;
Τέτοια κι άλλα χειρότερα.
 Κάποια φορά  μάλιστα που ο Σπυράκος, θα πήγαινε μαζί με το σχολείο του να παρακολουθήσει μια θεατρική παράσταση και χρειάστηκε να φύγει, το παιδί,  για άσχετο λόγο, οι λοιποί θεώρησαν πως ετελεύτησε η μάνα του κι άρχισεν ο θρήνος.
Κλαίγανε τα παιδιά, κλαίγανε οι δάσκαλοι κι οι ηθοποιοί βλέποντας όλα τούτα άρχισαν να θρηνολογούν κι εκείνοι και οι παράσταση κόντεψε να μη γίνει. Ευτυχώς το διδακτικό προσωπικό πριν πνιγεί στη λίμνη των δακρύων του συνήφερε (ήρθε κι ο Σπύρος εν τω μεταξύ…  )κι όλα πήραν το δρόμο τους
                                                                                                                                     Μου φαίνεται πως ζωντανό άλλον δεν κλάψαμε κανένα, όσο την Περσεφόνη.
                                                                                                                                          Και τα πράγματα φτάσανε στην άκρια τους. Κι όπως συνηθίζεται να μην μένουνε όλα για την ύστερη ώρα, άρχισαν οι ετοιμασίες.   Μα ……                                                            ενώ καθαρίζανε το σπίτι,  για να τη δεχτεί κατά τα ειωθότα της επαρχίας, ξεσκονίζαμε το μαύρο μας ταγέρ, οι θηλυκές, το καλό κουστούμι με τη μαύρη γραβάτα, οι σερνικοί, κι ετοιμάζαμε λουλούδια και κεριά, έσκασε η βόμβα. Μεγατόνων μάλιστα.
« Η Περσεφόνη, είναι καλά! Βγήκε απ’ το νοσοκομείο κι έρχεται στο σπίτι! ».

Το λογικό βέβαια, θα ’ταν η ανακούφιση και η χαρά. Και για να λέμε τη μαύρη αλήθεια έτσι ήταν κι έτσι φάνηκε.
Φωνές, τραγούδια, « Αλληλούια! Η Περσεφόνη ανέστη! ».

Μόνο βαθιά, πολύ-πολύ βαθιά μια ψιλή ψιλή  φωνούλα δυσαρέσκειας μουρμούρισε 
   « Ήταν ανάγκη; Μα τώρα; Τώρα που το’ χαμε χωνέψει;»




Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

(ανα)γνωση



Mετανιώνεις.
 Πάει να πει σε φοβάσαι. Πάει να πει φύσηξεν ο άνεμος, ξεχύλισε η νερένια σου φύση ήρθε και σάρωσε τα καμωμένα κάστρα.
 Μετανιώνεις.
 Τα λόγια. Που ξέφυγαν.  Τα βήματα τα προς.

Σου το λεγα. 
Μπορείς; 
 χάρισε μου…..χάρισέ μου  ένα λεπτό κι ονομάτισε το μέρα και χρόνο και μην πεις ούτε λέξη

Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Σαράντα παλικάρια



Σαράντα παλικάρια
(καιρού ξεχασμένου)
για πόλεμο κινήσαν
μ’ ένα σπαθί ανδρεία κι ένα τουφέκι πίστη

Μεσοστρατίς τους  βρήκαν τα άδικα

Μαντάτα για τους χρόνους
Που πέρασαν
(προειδοποιήσεις)
Ήρθαν

Οι εχθροί αλλιώτεψαν
Οικείες προσωπίδες φορούν
Κι ο πόλεμος  μέσα

Σαράντα παλικάρια κινήσαν άνοιξη
Χειμώνας τους βρήκε

Να πάνε πίσω ντρέπονται
Να πάνε μπρος φοβούνται

Στο φως να φέρουν
Τη μυστική μάχη
Ρωτούν
Μπορετό αν είναι

Σαράντα παλικάρια
Δίβουλα στέκονται

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

EN ESPERANT /ελπίζοντας

(με ευχαριστίες για το δώρο)

Il a fait jour
le sable que
je tenais toute la nuit
a coulé

Je l `ai laissé disparaître

la lumière me trouble de même que sa force

Tout ce que j` ai pâlit
Tout ce que je tiens ne se rattache pas à la journée

je marche sur un rayon
parmi les photons

Je m`efforce de ne pas me laisser entraîner
de pleurer
à temps

c` est alors peut- être  que cette canicule se fera fraîche




(je fais partager ma force dans trois bourses

et j` offre tout à l` utopie)



Μετάφραση / Traduction in Fr : Νικηφόρος Τερζόγλου ( Nicéphore Terzoglou) 





ελπίζοντας







Ξημέρωσε



η άμμος που

κρατούσα όλη νύχτα
κύλησε


Την άφησα να χαθεί


με ταράζει το φως με ταράζει η δύναμή του


Ό,τι έχω χλωμιάζει

Ό,τι κρατώ δεν είναι της μέρας

  περπατώ σε μιαν αχτίδα
ανάμεσα στα φωτόνια


προσπαθώ να μην παρασυρθώ

να κλάψω
στην ώρα μου


ίσως τότε τούτη η κάψα δροσίσει







(μοιράζω τη δύναμή μου σε τρία σακούλια

κι όλα στην ουτοπία τα χαρίζω)





(από τη συλλογή ΘΕΡΟΣ το ΧΕΙΜΑΖΟΜΕΝΟΝ εκδόσεις Σαιξπηρικόν)