Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

βρέχει
δύσκολο να μιλάς ηλιοφώτινα
σήμερα τυλίγεσαι στο μποξά
της μάνας σου
κουκουλώνεσαι από κορφής
ίσαμε να ξεμάθεις το δεδομένο
ίσαμε να λυπηθείς το νερό
ίσαμε να αγαπήσεις το άλλο

γυρεύεις πολύ τ' όνομά σου
να μάθεις
γυρεύεις πολύ στα τεχνότροπα
βήματα
ένα ξένο σε καλεί
μια μυρωδιά που δεν ξέρεις
σε θέλγει

ίμερε ανήμερε  θα βγω στη βροχή

να πεζέψω τις λέξεις μου
 να ξεπεζέψω τους φόβους μου
  στη βροχή
 ανήμερε ίμερε

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

καμιά φορά

ένα φορτίο μελαγχολίας διαχειρίζομαι
από πάντα
-έτσι  θυμάμαι τουλάχιστον-

το παίρνω από δω το αφήνω εκεί
μέσα στα συνηθισμένα  μικρά μου
ανάμεσα
 στα γεμιστά και στις μελιτζάνες ιμάμ
στο πάτωμα που ολοένα μαζεύει
αδιάφορα
και στα ρούχα που στοιβάζονται
με ρυθμό αναγνωστικής ικανότητας
επιτηδείου
-αδυνατώ- να- το- εγκαταλείψω-

καμιά φορά η μέρα μου φυλάει μια
έκπληξη καλοσύνης

τις πιο πολλές φορές είναι μια φράση
κοινή ξεχασμένη
από κείνες του σωρού

είναι σαν το καλημέρισμα του οικείου
χέρι καθημερινό σπλαχνικό κι ανάερο
ανασηκώνει το βάρος

και μπορώ να κλάψω
ελεύθερα

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

λογικό

και στο τέλος τέλος
-τι θαρρείς .....-
κι ο ποιητής
άλλο δεν είναι 
παρά σκαρί που ταξιδεύει λέξεις

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

σώσμα

ποιος ταξιδεύει ελάχιστα κι έχει τ' αμπάρια του γεμάτα;
κανείς. έτσι μου πανε. κανείς.
ούτε μονόλεπτο για έχος δεν αποσώνεται
σ' όποιον δεν ξέρει πως είναι το παραπάνω βήμα

αυτό έκανα κι εγώ.
κι όλο βηματισμούς μέτρησα στη ζωή μου.


ό,τι μου έχει απομείνει
είναι γραμμές μες στο  τεφτέρι
του απολογισμού που
αδυνατώ να τις διαβάσω



Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Αν...

τώρα που είναι ο καιρός
των πληρωμών
θέλω τούτο να
καταθέσω

αν μου χρωστά κανείς
ας μην τον φέρει η λύπη
εδώ
ούτε ο φόβος πως θα τον
βαρύνω με οφειλές
δυσβάσταχτες

να βάλει ρούχο ελαφρό
να ντυθεί μέρα που δεν
κουβαλά φόρο παράδοσης
παρά μόνο εύφορο βράδυ
μόνο μια χλωρή καρδιά
μια στάλα λύτρωσης σε δάκρυ
έστω

αν μου χρωστά κανείς
ας έρθει μόνο από αγάπη

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Eπιβάρυνση

Οι μέρες
Γέμισαν σημάδια
Ο κόσμος σκόνη
δρόμοι και πλατείες
σπίτια και μαγαζιά
Και ήρθεν η αναπνοή
Κι έγινε
Κόπος βαρύς
Και εζητήθη με βοή Έλεος


Έλεος! Έλεος! Έλεος!
Τρις
Και ύστερα γονάτισεν το πλήθος
Αναμένοντας

Και εισακούστηκε
Ήρθεν άνεμος σαρωτής
καθαριστής
σε δρόμους και πλατείες
σπίτια και μαγαζιά
Και ήρθεν η ανάσα
Στο φυσικό της
Και το πλήθος
Εσκόρπισε γελούμενο
Ότι όλα εν τάξει ήσαν

Οι
Λέξεις έμειναν
Ξεχασμένες
Αθέατες
Ως μηδέποτε
ειπωμένες
Και
Μη ξέροντας πώς να κινηθούν
Κρυμμένες έμειναν

Σαν απορία παιδική