Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010

Η ΕΛΙΑ

Ακριβώς όμορφη δεν ήταν κι εδώ που τα λέμε μάλλον αδιάφορα την προσπερνούσες έτσι λεπτοκαμωμένη που ήταν δίχως καμπυλώσεις να προσελκύουν βλέμματα.
Μα αυτό στη νιότη της ωστόσο
γιατί κατά παράδοξο τρόπο απ’ όταν πέρασε η άνθισή της έγινε πιο αξιοπρόσεκτη. Κι όσο περνούσε ο καιρός, όσο μεγάλωνε κι οι ρυτίδες άρχιζαν να τη χαράζουν λες και της πρόσθεταν γοητεία αντί να της αφαιρούν.
Βρε, τι μου λέτε….γέρασα…. έλεγε κάποτε μα δίχως να το πιστεύει και τόσο ….Έλα ….έλα που χαϊδεύεσαι … αφού αρέσεις την πείραζαν οι φίλοι
Ναι, άρεσε. Το λεπτό της το κορμί ακόμα ζωντανό, τώρα έκανε εντύπωση κι αυτό τη διασκέδαζε και την έκανε να γελάει
Τι χαζομάρα…. Σκέφτηκε και τώρα. Τι χαζομάρα….
Έμεινε να κοιτάζεται στον καθρέφτη. Το πρόσωπό της, το λαιμό της…. Αχ, κακά τα ψέματα μουρμούρισε κουνώντας το κεφάλι σχεδόν απογοητευμένη. Κακά τα ψέμα ξανάπε και το χέρι της ταξίδεψε στις γραμμές που σημαδεύαν το λαιμό της, τρυφερά απαλά μην τον πληγώσει κι άλλο «τι είναι ο λαιμός πέρα από το μίσχο που στερεώνει το λουλούδι σου μικρή μου» της είχε πει κάποτε ένας γέρος κι εκείνη είχε ξεσπάσει σε γέλια ηχηρά –άκου μίσχος!-
Ξαναχαμογέλασε στη θύμηση και χαμογελούσε ακόμα όπως κατηφόριζε αδιάφορα πια το χέρι όταν εκεί στάθηκε. Στη ρίζα του λαιμού στάθηκε. Στη μικρή ελίτσα. Χρόνια πίσω, μικρό κοριτσάκι ακόμα, δεν τη θέλω είχε παραπονεθεί και πως θα σε γνωρίσουμε αν σε χάσουμε της είχε πει ο πατέρας της, το δικό σου σημάδι σου είναι. Μια σταλιά εκειδά. Τίποτα το σπουδαίο σχεδόν αδιόρατη κι ας την πείραζε κάποτε η Ζουμπουλιά όταν ήταν νεαρή σχεδόν έφηβη, πως θα ξετρέλαινε μ’ αυτό το σημαδάκι τους άντρες. Κανέναν δεν ξετρέλανε. Κανένας δεν του έδωσε ιδιαίτερη σημασία…
Και τώρα το κοίταζε
Της φάνηκε ….. Πως είχε μεγαλώσει της φάνηκε …. πως είχε άλλο χρώμα…. Ανατρίχιασε ….

Έκλεισε ραντεβού με τη δερματολόγο όσο μπορούσε πιο σύντομα. Σχεδόν άσκησε πίεση στη γιατρό να τη δεχτεί….. ξαφνικά ένοιωθε φοβισμένη στα όρια του πανικού εκεί που η λογική και η γνώση σ’ αφήνουν να τα βγάλεις πέρα μόνη σου, έκθετη σ’ όσα δεν ξέρεις ή μισοξέρεις.
Γιατί το κορμί που εμπιστεύεσαι και το νοιώθεις δυνατό εργαλείο να σφύζει ζωή, να πάλλεται, σε προδίδει. Αφήνει να μπει ο εχθρός από την Κερκόπορτα, τη δική της Κερκόπορτα
Να ταν τούτο δω το μικρό σημαδάκι η τιμωρία για όσα δεδομένα νόμιζε;
Να ταν;
Κι αν;
Το χε είχε δει. Στο σπίτι της το είχε δει
Με τους δυο γονείς ταλαιπωρημένους από δερματικά …. Όχι δεν ήθελε να το πει. Να πει τη λέξη που ποτέ πριν δεν δυσκολευόταν να την εκφέρει. Όχι δεν θα την έλεγε, δε θα το γρουσούζευε ….
Δε γινόταν ….Δεν ήθελε να το περάσει. Δεν ήθελε!

Ίδρωνε. Δεν έκανε ζέστη και το σώμα της δεν ήταν απ’ αυτά που ιδρώνουν, μα τώρα το νοιωθε να υγραίνεται. Από τις ρίζες των μαλλιών της, το στήθος, το εσωτερικό των μηρών ως τα ακροδάχτυλά της πόδια χέρια ανάμεσα, ανάμεσα, το νοιωθε να νοτίζει από τη μυστική πηγή του φόβου. Του φόβου

Κι αν;
Αν;

Αυτό θα γινόταν; Θα βάζε ένα αν στη ζωή της; Να την κατατρέχει να την καταπίνει …..
Αυτό θα γινόταν; Θα γύριζε το μαγκάνι του «αν»;

Δεν το άντεχε.

Πρέπει να βγει είπε η γιατρός
Να βγει; Είχε γεννηθεί μ’ αυτήν. Ήταν η δική της η ελιά κι άμα χανόταν πώς θα την αναγνώριζαν τώρα…..
Ναι αλλά….. πήγε να πει
Και θα γίνει βιοψία φυσικά. Της φάνηκε πως κρατούσε ήδη μαχαίρι η γυναίκα με την άσπρη μπλούζα απέναντι και την έκοβε. Της έκοβε την όποια της αντίρρηση
Γιατί θέλησε να ρωτήσει. Γιατί…..
Γιατί Πρέπει να γίνει έτσι.

Κακοήθες μελάνωμα το είπε μια φορά κι ύστερα το ξανάπε συλλαβιστά κι αργά να το καταλάβει κα κο ή θες με λά νω μα
Γιατί!

Ο αέρας είχε βαρύνει. Η ανάσα της δυσκόλεψε θα πνιγώ σκέφτηκε με τρόμο πρέπει να φύγω από δω
Στροβιλίστηκε; Μπορεί ναι μπορεί όχι αλλά τα κατάφερε. Δραπέτευσε από το σώμα που δοκιμαζόταν, δραπέτευσε από οδηγίες, αγωνίες, βλέμματα λυπημένα και δάκρυα πολλά δάκρυα, κρυφά και φανερά, τα κατάφερε, βγήκε έξω του κι έγινε παρατηρητής της ζωής της.
Χειρουργείο, χημειοθεραπείες, ακτινοθεραπείες, παρενέργειες ένα σώμα πληγωμένο…. και η ψυχή;
Η ψυχή απούσα
Το μπορείς;
Γυρνούσε ανέκφραστη ανάμεσα στη θλίψη που την κύκλωνε πήγαινε ερχόταν….. Λάθος. Την πήγαιναν την έφερναν…..
Πού είσαι της έλεγαν βουβά πού είσαι;
Αν γυρίσω πίσω πρέπει να κοιτάξω στα μάτια το ΦΟΒΟ μου. Πρέπει να το ζήσω να το ζήσω και δεν το θέλω!
Κραυγή, σιωπηλή κραυγή. Ποιος να την ακούσει μέσα σε τόση οδύνη….

Η γυναίκα κάθισε απέναντί της.
Δεν έχετε άλλη δουλειά; Ήταν αγενής αλλά δεν την ένοιαζε. Ήταν άρρωστη μπορούσε να είναι τα πάντα. Κακιά, δύστροπη, απαιτητική.
Φυσικά. Αλλά τώρα μπορώ να είμαι εδώ για σας. Αν το θέλετε….. Θα μου έκανε ευχαρίστηση να μιλήσουμε
Το χαμόγελο ήταν ειλικρινές.
Φαντάζομαι πως είναι πολύ δύσκολο όλο αυτό. Η φωνή ήταν σταθερή, ήρεμη, δίχως οίκτο.
…………………………………………………………………………………………..

Τι είναι τα βήματα προς τη ζωή; Τι είναι το περπάτημα προς τα μπρος; Μια μεγάλη γουλιά ΘΕΛΩ. Να ζω θέλω.
Κάποτε το ξεχνά κανείς. Μα έρχεται ένα κάτι και τα πνευμόνια σου αρχίζουν να δουλεύουν πάλι
Και ο τοίχος ραγίζει……………..


Εκείνο το βράδυ μετά από καιρό έκλαψε. Πολύ έκλαψε κι ύστερα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Κοίταξε τον πληγωμένο της λαιμό κι ύστερα το φόβο της απέναντι. Αναμετρήθηκαν. Θα σε παλέψω του είπε. Θα σε παλέψω


Αφιερωμένη
στο αγκαλιά-ΖΩ


ιδιαίτερα
στη Διονυσία στο Νίκο στη Μαρία
στην Κατερίνα Παπαθεοφίλου
στη Λαμπρινή Παπαχρυσανθάκη

με ευχαριστίες