Μέσα του...
Περιπατητής της ερήμου
με μάτια τυφλά διψασμένος και καιόμενος …..
"Λοιπόν; τι λες; Πώς σου φαίνεται η ιδέα μας; Θα φύγουμε το βράδυ… "
Την κοίταξε παραξενεμένος. Ποια ήταν και τι στο καλό του έλεγε; Έκανε μια προσπάθεια. Το μόνο που του έμενε σαν εντύπωση, μια ατελείωτη, διαρκής κίνηση.
Ελένη…πήγε να πει κι ύστερα κοντοστάθηκε. Πως του ρθε; κι αν δεν την έλεγαν Ελένη;
"Στάθη! Στάθη!" μια ηχώ επανέλαβε. Στάθη Στάθη -εκείνος ήταν;
Την κοίταξε με δυσκολία.
"μαραίνομαι ο καημένος σαν το βασιλικό οπου τονε ποτίζεις με θαλασσόνερο " μουρμούρισε και ήταν σίγουρος -για πρώτη φορά-πως έλεγε κάτι ολόκληρο και σωστό. Χαμογέλασε ευχαριστημένος. Είχε επιτέλους βρει κάτι με νόημα. Στρογγυλό, συμπαγές, κατανοητό. Μιαν αλήθεια. Επιτέλους
Έκανε ένα γύρω στους διαδρόμους του μυαλού του να βεβαιωθεί πως ήταν στο σωστό μέρος. Μα μια έρημος ήταν που τον τύλιγε και τον έπνιγε.
"θαλασσόνερο" είπε σταθερά και κάπως δυνατότερα. "Πώς σου ρθε τώρα; Στάθη σύνελθε! Πρέπει να προλάβουμε και πρέπει…. "
"θαλασσόνερο" επανέλαβε εκείνος.
Η γυναίκα που τ’όνομά της αγνοούσε και τον έλεγε Στάθη ξέσπασε σε γέλια. "αμάν βρε Στάθη!" "μαραίνομαι" είπε εκείνος "καταλαβαίνεις; μαραίνομαι. σαν το βασιλικό" και άνοιξε την πόρτα
μα
την έρημο μέσα του την είχε
φωτογράφος Ελένη Ρημαντωνάκη