Σάββατο 30 Μαΐου 2015

ΑΜΟΝΤΑΡΙΣΤΑ ΠΛΑΝΑ (8ο)



(Φινόπωρο του 07. Θα άλλαζα σχολείο μετά από 20 περίπου χρόνια. Η Στ' θα πήγαινε εκδρομή στην Αθήνα... Οι συναδέλφισσες μου ζήτησαν να πάω μαζί τους ...έτσι

Το κείμενο που ακολουθεί, είναι αυτή η διαδρομή. Κουβέντες μεταξύ μας, στίχοι  και λίγες γραμμές από μια ιστορία. Εμβόλιμα όλα)


Αφιερωμένο στις: Λίτσα Αλεξοπούλου και Μαρία Παυλοπούλου



Θα ρθεις μαζί μας… ναι;

Θα ρθω; Θα ρθω… ας κλείσει αυτός ο κύκλος έτσι. Με τούτη την εκδρομή. Τη Σχολική

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν….

Δε μου λέτε, πως πέθανε η αδερφή της Ερηνούλας; Ήρθε η μάνα της ….και να μου την προσέχετε ξεχωριστά….και έχω χάσει ένα παιδί…Με τρόμαξε να σου πω…. Σε εκδρομή συνέβη;…

Είχε πάει να πει τα κάλαντα. Παραμονή Χριστουγέννων. Σαράντα μέρες σε κώμα. Της Υπαπαντής έφυγε. Εξωτερικά αλώβητη. Με όλο το σχολείο να τη συνοδεύει. Η Ειρηνούλα γεννήθηκε δυο χρόνια μετά. Με τη νεκρή παρούσα. Τη ρωτάς πόσα αδέρφια έχεις και σου λέει δύο. Το δεύτερο η πρώτη Ειρήνη….

Εγώ την καταλαβαίνω. Όλη αυτή τη διαδρομή της μάνας της Ειρήνης την έζησα μέσα από τη δική μου μάνα. Ο αδερφός μου, έχτη τάξη, είχε το ρόλο του κλεφτόπουλου. Κάποιος, ένα παιδί  που έκανε τον Τούρκο, έπρεπε να τον πυροβολήσει. Το όπλο ήταν γεμάτο. Και ξαπλώθηκε στη μέση της σκηνής…
γι’ αυτό σας λέω… αυτή τη διαδρομή την έζησα….

Έι! Την βλέπετε αυτή την πινακίδα; Όποτε την έβλεπα καταλάβαινα πως έφτανα σπίτι μου

Ε, καθένας βάζει τα σημάδια του…

Τι είπες μόλις  βρε Μαρία;

Καθένας βάζει τα σημάδια του
Αφήνει τα χνάρια του
Τα σταθερά του
Φωτάκια φωσφορούχα

Που λέτε, ο Φάνης αγαπά τη Βιβή. Έρχεται μια μέρα μου λέει: κυρία αυτό είναι το σπίτι που θα μείνω με τη γυναίκα μου και μου δείχνει σε μια ζωγραφιά ένα μεγάλο σπίτι σιντριβάνια κήπους…
Βρε, του λέω, με τέτοιο σπίτι κι εγώ σε παντρευόμουνα

Ε, μωρέ κυρία….

Ξέρετε πόσες τον θέλουν; Τα μισά κορίτσια να σας πω….

Γεια σου, Φάνη γλυκοαίματε!

Με το Θανάση ήμαστε φίλοι. Ήταν κολλητός της κολλητής μου….. στην αρχή τον μισούσα νόμιζα θα μου την έκλεβε …
Αλλά μετά….

Σε τούτο το κορμί  
 βάζω τα σημάδια μου
Να θυμάται το πέρασμά μου

Καλέ τι γράφεις ανάμεσα Ξυλόκαστρο-Κιάτο;

Ανάμεσα Ξυλόκαστρο – Κιάτο
Εγκλωβίζω σε λέξεις
Αισθήματα

Εγκλωβίζω
Της ύπαρξης σου την απουσία

Σ’ έχω κλείσει
Πώς να ξεφύγεις

Απεικονιστικό θέλω
Κι επιθυμία νυχτερινή
Χάρισέ μου
Της αφής σου το δώρο

Τι μου κάνεις… αχ εσύ… 

Μ’ ακουμπάς
Χάνομαι μέσα σου
Μ’ ακουμπάς
Ταξίδι στο πάντα
Με παίρνεις
Πόσο κρατά ένα όνειρο;
Μπαίνω στων χεριών σου το όχημα…

Αυτές οι σκέψεις είναι δικές μου…… εσύ μου τις παίρνεις….. πως το κάνεις δεν ξέρω, μα αυτά τα πράγματα που γράφεις είναι στο μυαλό μου…..

Κυρία! Βάλτε αυτό το σιντί!

Έρχομαι! Γαμώ την αγανάχτησή μου γαμώ!



«Mε ζητάνε. Ο πρόεδρος θέλει να θέσω υποψηφιότητα…
Ο πρόεδρος;
Ναι. Ο ίδιος προσωπικά. Τρεις φορές με πήρε….
Σταμάτησε και την κοίταξε. Τον κοίταξε και κείνη. Ύστερα χαμογέλασε ελαφρά. Το χέρι της του χάιδεψε το μάγουλο
Το θέλεις;
Το θέλω;
Το θέλεις.
Του στρεψε την πλάτη. Τα μάτια του την ακολουθούσαν. Ο ίδιος όχι. Ο ίδιος έμεινε στον καναπέ. Και γέλασε. Όχι πως θ’ ακολουθούσε τη συμβουλή της… όχι, μα ήθελε λες τη συναίνεσή της.
Είχαν μια ιδιότυπη σχέση. Ερωτική; Καθόλου
Εκείνος την εμπιστευόταν απόλυτα.
Όσα σου λέω, ούτε στον εαυτό μου…της είπε μια φορά.
Εκείνη …..….»

Τι γράφεις καλέ;

Μια ιστορία. 
                                                                                                                                        Με καλό τέλος; Έλα… να χει καλό τέλος…
Όλα είναι πια ή μακριά ή δύσκολα.

Σε δίψασε η ψυχή μου
Ελέησέ με
Μια σταγόνα χρόνου

Μια σταγόνα χρόνου… ξέρεις τι ναι μια σταγόνα  χρόνου;
Α, εσύ…. … ξέρεις πως 

Κουβαλώ
Της επιθυμίας σου την άκρη
Νοτισμένων στιγμών την θύμηση
Και είμαι καλά
Με την ένδυση
Από αγγίγματα ακριβά
Και αρώματα
Ερώτων νυχτερινών….

Λίτσα, …Λίτσα …είσαι αλλού… πού χάνεσαι και πας;

Κι όμως,
μέχρι που αρρώστησε ο πατέρας μου ήμουν εντελώς άλλο άτομο. Ύστερα ήρθαν οι ατέλειωτες  ώρες στο νοσοκομείο για να επιβιώσω, έπρεπε… Και  πήγα αλλού. Το μυαλό μου πήγε αλλού. Και πολλές φορές το σκέφτομαι. Πριν φύγει μου κανε το τελευταίο του δώρο….

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Bραδιάζει κι έρχεσαι

(μια δεύτερη εκδοχή της προηγούμενης ανάρτησης)

 

Βραδιάζει κι έρχεσαι

πρόσωπο καλυμμένο
μάτια ξένα
σημαδεμένη φωνή
-δώσε σημάδια να σε θυμηθώ-

 Κρατάς τη  μυρωδιά από μνήμη υγρή
Τη δείχνεις και η πόρτα σ’ ανοίγει

Σε μπάζω κρυφά σε δωμάτιο μυστικό
Στρώνω κρεβάτι από μέρες φυλαμένες
Σε σκεπάζω αθόρυβα με έρωτα λήθη

Ξημερώνει και λείπεις

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

εν συντομία

ξημερώνει και λείπεις
βραδιάζει κι έρχεσαι

 με πρόσωπο καλυμμένο
τα μάτια ξένα

πες μου
που αφήνεις το ρούχο
της μνήμης;

Τρίτη 5 Μαΐου 2015

κόπωσις

ποιος πείθεται; κανείς!

μα σκέψου
τόσον καιρό στην αγονία
κουράστηκαν τα λόγια
να μας θρέφουν