Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

αμαρτία



ω, ναι, ποτέ δεν πυροβάτησα!
κρατήθηκα στην άκρη
από πληγές και καθαρτήρια νερά
κι αυτό το κρίμα με βαραίνει
κυρίως την ώρα που πεθαίνει
το φεγγάρι

αφού
στα άστρα απίστησα

τόσα χρόνια πριν άνοιξα τη φούχτα
τι βαστώ;
 στάχτη είναι- είπα- και τ' άφησα
και πια δε γύρισα πίσω

τώρα
με ποιο πένθος να καθαρθώ;
 
να βρισκα
  ένα τρίχινο  ρούχο
με στάχτη στο κεφάλι
να θρηνήσω την απώλεια των δακρύων
(την αλήθεια των λέξεων μόνο ζήτησα)

κι αγάπα με όταν τη γλώσσα μου 
 μιλώ

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Aποτυπώνοντας τη στιγμή



Βιάζεστε κορίτσια; Πώς,  δε βιαζόμαστε…βιαζόμαστε!
Θα πιούμε ένα τσίπουρο; Να το πιούμε!

Γέλια.
Η χαρά της αθώας στιγμής.

Λοιπόν;

Πάλι γέλια. Η χάρη του αφήνομαι. Το χάρισμα να τιμάς με τον τρόπο που πρέπει το καθετί στην ώρα του.

Φωτογραφίζεσαι; Ναι μου αρέσει. Επίτρεψέ μου. Να κρατάς χαμηλά τη μηχανή. Δώσε αέρα στο κάδρο σου….

Συζήτηση.
Γουλιά και παρέκκλιση.
 Φωτογραφία και αστερισμοί –μα τι ωραία που είναι τα άστρα….τα γνωρίζεις; Όχι. Να τα κοιτώ μ’ αρέσει…,
Όρια, μέτρα και δοσίματα, μια κουβέντα αχταρμάς μια κουβέντα  χύμα σ’ ένα κύμα απαλό, τρυφερό που σβήνεται μπροστά εκειδά μια ανάσα απ’ τα πόδια μας.

Τι πολυτέλεια…. Τι ακριβή πολυτέλεια…

Κι όμως κορίτσια φοβάμαι! Μα …τι! όλα πάνε τόσο καλά που….δε γίνεται! Σύμφωνα με τη στατιστική ….Έλα τώρα με τη στατιστική….Απόλαυσε τη στιγμή!
Η στατιστική δεν είναι αριθμός. Δεν είναι ποσοστά. Όχι μόνο αυτά τουλάχιστον. Είναι νόμος πρώτιστα! Κι ο νόμος λέει….

Ο φόβος ο πανάρχαιος. Η σκιά στη φωτεινή μέρα. Το βάσκανο μάτι των θεών.

Γουλιά να χαλαρώσει ο νους. (χαλαρώνει άραγε;)

Τι θα φάτε;

Επιστροφή στα σίγουρα. Μακριά από αμήχανες σκέψεις. Επιστροφή στην οικειότητα της ασφαλούς προσγείωσης

Σαρδέλα.
Πώς θα την κάνεις;
Ψητή.
Ωραία!

Γουλιά. Το ποτήρι στραγγίστηκε.

Άντε κορίτσια σπίτια μας!

Κοιτάζω τη φωτογραφία στη μηχανή μου. Ένα βαθιά χαραγμένο πρόσωπο με τη λάμψη της χαράς να χορεύει στις γραμμές του.
Και είναι το δικό μου.




 αφιερωμένο στο Γιάννη και τη Μαρία

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

αντί για σχόλιο.....

"Μερικές φορές όταν ακούω την ηλικία μου ξαφνιάζομαι. Σκέφτομαι πως μια γυναίκα στα τριανταέξι  είναι μεγάλη γυναίκα. Και μετά συνειδητοποιώ πως τόσα είναι τα χρόνια μου και αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν αφού εγώ νιώθω κοριτσάκι, ένα κοριτσάκι τριάντα πλας με δυο μωρά στο διπλανό δωμάτιο. Τις προάλλες σε μια δημόσια υπηρεσία παρατηρούσα δύο γυναίκες γύρω στα εβδομήντα μπροστά σε κάποιο γκισέ. Η μια τους έψαχνε ένα χαρτί στην τσάντα της και η άλλη όλο αγωνία τη ρωτούσε. “Μα καλά βρε κορίτσι μου, πού το έχεις βάλει;” Σκέφτηκα πως αν μπορείς στα εβδομήντα να νιώθεις και να δηλώνεις κορίτσι, τότε σίγουρα μπορείς στα τριανταέξι και στα σαράντα και για όσο αντέχεις. Ένα κορίτσι στα ενενήντα  πέντε  με το πιο ζαρωμένο χαμόγελο του κόσμου. Γιατί έτσι, γι’αυτό"
 http://karagiozaki.blogspot.gr/

Το διάβαζα κι ήθελα κάτι να πω. Όχι να σχολιάσω. Να μιλήσω θέλησα σ' αυτή τη νέα γυναίκα που δεν την γνωρίζω -και την περνώ εικοσαετία και βάλε-και μ' έκανε να χαμογελάσω. 

Ήδη υποπτεύεται τη μεγάλη αλήθεια. 
Για το περίεργο διψασμένο παιδί μέσα σου, που  κουβαλάς. Που σε τρώει και  το τρως, σε θρέφει και το θρέφεις. Σε σπρώχνει,  σε ανακατεύει,  σε πηγαίνει πίσω μπρος.
Πότε πότε ξεχνιέσαι και του αφήνεσαι, πότε πότε του αγριεύεις
Μα είναι ό,τι σε κρατά ζωντανή. Ό,τι σε γεμίζει, ό,τι αφήνει το λιγότερο δυνατό χώρο για το άλγος. Το άλγος που συνοδεύει το νόστο του ανείπωτου, του ανείδωτου.Του ξεχασμένου, του μη...

Κι αυτό είναι κάτι που πιο πολύ το μαντεύεις το διαισθάνεσαι παρά που το ξέρεις.

Η ηλικία, η φθορά σου είναι μια αλήθεια που  όσο σε γονατίζει άλλο τόσο σε πεισμώνει
Κι όσο σου κλείνει παραθύρια, τόσο η ψυχή βρίσκει χαραμάδες και ξετρυπώνει πράματα βοηθητικά

Θυμάμαι τον αδερφό μου άρρωστο στο τελευταίο στάδιο, πετσί και κόκαλο γινωμένο κι η φλόγα στα μάτια του να ναι τόσο ζωντανή που έλεγα.... θα καεί...μοναχός του θα καεί...

Είναι κι αυτός ένας τρόπος να φεύγεις. Να λυώνεις και να χάνεσαι από ζωή.
 Από την ανάγκη για ζωή


Καλό απόγευμα να χετε




Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

κριματισμένοι


στου φόβου την τριχιά δεμένοι
τη ρότα χάσαμε της μέρας


και πού ουρανός για να σκεπάσει
που θάλασσα για να  χωρέσει
πέραν του φωτός ξεμείναμε