Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

...........................................................


Η άνοιξη δουλεύει νύχτα

Μέσα στης σιωπής την
Αρμονία
Φιλεί τη ζωή

Εκεί
μέσα στο αθέατο
Υψώνει ανάστημα
Και δόξας μεγαλείο
Σε ώρα ανύποπτη
Μυστηριακή
Μακριά
Απ’ των βέβηλων τα μάτια

Ίσως σε κάποιον αθώο
Ηχήσει σήμα αναγνωριστικό
Μα επειδή τυχαίνει
Ώρα ύπνου
Περνά απαρατήρητο

Το πρωί
το φίλημα έχει
δύσει
Τα σημάδια σχεδόν σβήνονται


Και μόνο ένα αυλάκι
Μένει

Nα λούζονται

οι διψασμένοι
του έρωτα

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

στη μνήμη

 της μάνας μου που με μεγάλωσε τραγουδώντας το
και του πατέρα μου που φερε  το όνομα


Άϊ μου Γιώργη, αφέντη μου και ψαροκαβαλλάρη,
αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι·
άγγελος είσαι στη θωριά κι άγιος στη θεότη·
παρακαλώ βοήθα με, άγιε στρατιώτη,
να λυτρωθώ απ’ το θεριό και Δράκοντα μεγάλο,
’π’ ά δε ντού ’πηαίναν άθρωπο κάθε πρωΐ και άλλο,
σταλιά νερό δεν ήφηνε να κατεβή στη Χώρα,
σα δε ντού ’πηαίναν άθρωπο πάντα την ίδιαν ώρα!
Τα μπουλλεθιά ερρίχνανε κι ότινος θέλ’ ας πέση,
ήπεμπε το παιδάκι ντου τού Δράκοντα πεσκέσι.
Τα μπουλλεθιά επέσανε κι εις τη βασιλοπούλλα,
απού την είχ’ η μάνα τζη μοναχορηγοπούλλα.
Κι ο βασιλιάς ως τ’ άκουσε, τούτο το λόγον είπε:
- «Το βιός μου όλο πάρετε και το παιδί μου αφήτε».
Εκεί σπαθιά συρθήκανε, μαχαίρι’ ακονισμένα:
- «Γή δώσ’ μας το παιδάκι σου, γή παίρνομε κι εσένα».
- «Στολίστε το παιδάκι μου και κάμετέ το νύφη
κι αμέτε το στο Δράκοντα, πεσκέσι να δειπνήση».
Πιάνουν και τη στολίζουνε ’πο το ταχύ ως το βράδυ
με δαχτυλίδια ολόχρυσα κι όλο μαργαριτάρι·
και παίρνου ντην οι βάγιες τση να πά’ να σεργιανίση
και πάνε και τη δένουνε στού Δράκοντα τη βρύση·
στα μάρμαρα τού πηγαϊδιού ρίξα ν-την αλυσίδα
κι εκειά την κατεβάσανε, άμοιρη κορασίδα!
Κι ο Άι-Γιώργης τό ’μαθε και τρέχει να τη σώση
κι από το άγριο θεριό να τήνε ’λετευρώση·
καβαλλικεύγει τ’ άλογο και το αντιποδίζει,
στο μάγουλο τού πηγαϊδιού πηγαίνει και καθίζει.
- «Μην το φοβάσαι το θεριό κι εγώ δα το ’ποθάνω,
άφησε ν’ αποκοιμηθώ στα γόνατά σου απάνω·
σίμωσε, κορασίδα μου, κοντά να με ψειρίσης
κι όντεν ακούσης το θεριό να μ’ αλαφροξυπνήσης».
Στα γόνατά τζη ακούμπησε, για νά τονε ψειρίση
κ’ ετρέχανε τα μάθια τζη σα θολωμένη βρύση·
σε λίγην ώραν ήκουσε μιαν ταραχή μεγάλη
κι ήτον ο Δράκος κι ήβγαινε μέσ’ από το πηγάϊ.
- «Ξύπνησ’ αφέντη, ξύπνησε και μη βαροκοιμάσαι
να το σκοτώσης το θεριό, που λες πως δε φοβάσαι·
σήκω, σήκω αφέντη μου και το νερό αφρίζει
κι ο Δράκοντας τ’ αντόδια ντου για μένα τ’ ακονίζει!»
Ο Άϊ-Γιώργης ’ξύπνησε σα μ-παραλοϊσμένος
και τ’ άρματά ντου ήρπαξε, ως ήτο μαθημένος·
γυρίζει στ’ ανατολικά και κάνει το σταυρό ντου
και το κοντάρι ’σήκωσε και μπήγει στο λαιμό ντου·
μια κονταριά τού έδωκε, την τρώει μές το στόμα
κι αμέσως τον εξάπλωσε χάμαι στσή γής το χώμα.
Με μια μπαμπακερή κλωστή πιστάγκωνα το δένει
τσή κορασίδας τό ’δωκε, μέσα στη Χώρα μπαίνει.
- «Νά, βασιλιά, το τέκνο σου· ορίστε το παιδί σου
κι απού τα φύλλα τσή καρδιάς δώσε του την ευκή σου».
- «Να ζήσης, καβαλλάρη μου· πώς λένε τ’ όνομά σου,
ένα μεγάλο χάρισμα να κάμω τσ’ αφεδιάς σου;»
- «Γιώργης στρατιώτης λέγομαι, απ’ την Καππαδοκία·
σα θες να κάμης τάξιμο, χτίσε μιαν εκκλησία
και βάλε και ζωγράφισε Χριστό και Παναγία·
στη δεξιά Ντου τη μ-πλευρά βάλ’ ένα γ-καβαλλάρη,
αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι».

Σχόλια:
Μπουλλεθιά=κλήροι, πεσκέσι=δώρο, γή=ή.

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

21 τ’ Απρίλη μια μέρα διαλεχτή


«21 τ’ Απρίλη μια μέρα διαλεχτή
ιστορική θα μείνει μες στις γιορτές γιορτή» (άσμα της εποχής)

Η αλήθεια πως η τελευταία λέξη του πρώτου στίχου μου φεύγει κι αυτή που έβαλα δεν ξέρω αν είναι η σωστή μα το νόημα εν τέλει δεν αλλάζει οπότε…
Πώς μου ρθε τώρα και το θυμήθηκα…… Να γερνώ κι ο νους μου ανεξέλεγκτα φεύγει και σε σκονισμένα δρομάκια ενθυμημάτων παλαιών γυρνά;
Mπορεί… Είναι και η μέρα … η σημερινή μέρα……μια επέτειος…
Ο χρόνος αχ, ο χρόνος! Πώς περνά! Το αύριο κιόλας χθες έγινε… Πόσο μάλλον από τότε … την 21η  του Απρίλη του σωτηρίου έτους 1967. Σαράντα τέσσερα στρογγυλά χρόνια πέρασαν! Σαράντα τέσσερα!

Για μια στιγμή δεν τα νοιώθω. Κυλούν και φεύγουν από πάνω μου και μαζί φεύγει η γυναίκα που βλέπω τελευταία στον καθρέφτη κι έρχεσαι συ. Ένα παιδί. Το παιδί εκείνου του πρωινού…εκείνης της μέρας…

Απρίλης. Παρασκευή , προτελευταία μέρα… την άλλη μέρα, Σάββατο, θα κλείσετε για τις διακοπές του Πάσχα. Μέρα…..σαν κάθε μέρα
Σαν κάθε πρωί. «Σήκω, παιδάκι μου, να πας στο σκολειό σου! Σήκω!» «Τώρα μαμά» « Λίγο ακόμα, μαμά» Ένα λεπτό, δύο ……κάποτε σηκώνεσαι. Ανοίγεις το ραδιόφωνο…… Έχει χαρούμενα τραγούδια το πρωί. Εσύ το ξέρεις. Μ’ αυτά ξυπνάς ……Να φτιάξει η μέρα σου. Το ανοίγεις κι ό,τι ακούγεται είναι ….. εμβατήριο. Τι στο καλό… η 25η  του Μάρτη πέρασε ή μήπως όχι… Λες να μπερδεύτηκαν οι μέρες; Από καμιά φορά, στο τσακ πριν φύγεις, μια φωνή, έτσι πανηγυρική και πολύ ενθουσιώδης λέει περίεργα….. τα κόμματα τελειώσανε λέει  δεν θα υπάρχουν πια δεξιοί κι αριστεροί……κι άλλα ….κι άλλα που δε μένουν στο κεφάλι σου. Έχεις άλλα να σκεφτείς, να προλάβεις τη Μαρία και το Νίκο, μη φύγουν… Αύριο κλείνετε...
 Στο γυμνάσιο, μια αναστάτωση. Οι καθηγητές ανήσυχοι. Ο γυμνασιάρχης σας μαζεύει στο αμφιθέατρο. «Σπίτια σας»,  λέει, «να πάτε σπίτια σας». Λέει κι άλλα που δεν καταλαβαίνεις. Και  Μια καινούρια λέξη. Δικτατορία. Ακόμα δεν ξέρεις τι πάει να πει. Πιο πολύ χαίρεσαι μ’ αυτή την έξαψη στα μεγαλύτερα παιδιά. Εσύ, πρωτάκι πας κοντά τους να μάθεις. Στο δρόμο πανικός. Κόσμος, κόσμος… σαν σε γιορτή. Κάποτε βγαίνουν τα τανκς. Δεν είναι όπως στην παρέλαση. Ο κόσμος μουδιάζει και σκορπίζει. Πας στο σπίτι με το κεφάλι να βουίζει . Τι μέρα!
Αργά το απόγευμα, το συλλαλητήριο. Οι φωνές ακούγονται από το σπίτι σου. Στο σπίτι κυριαρχεί φόβος, είναι κι ο αδερφός εκεί. Κι αν τους χτυπήσουν; Ακούγονται πυροβολισμοί. Αρχίζεις και συ να φοβάσαι. Ευτυχώς ο αδερφός έρχεται γερός, όλο λόγια, λες και ήταν εκδρομή.
Το σκοτάδι πέφτει. Η κυκλοφορία απαγορεύεται. Εσύ αυτή τη λέξη δεν την ξέρεις και βγαίνεις απ’το σπίτι. Πας μέχρι την πλατεία, δυο βήματα πιο κει. Ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο έχει φτάσει. Κατεβάζει φαντάρους. Αλλιώτικους απ’ αυτούς που έχεις γνωρίσει. Σε παίρνουν είδηση. Φωνάζουν «Αλτ!»  ΦΟΒΑΣΑΙ! Φεύγεις τρέχοντας. Πυροβολούν. ΕΣΕΝΑ! Τρυπώνεις στο σπίτι. Δεν σε μαλώνουν. Δεν υπάρχει χρόνος … 
«Το φως να σβήσουμε! Το φως!»
Το σπίτι σκοτεινιάζει. Πέφτετε κάτω. Στο πάτωμα, σχεδόν, λες και είστε σε ύπαιθρο. Οι τοίχοι, νοιώθεις, δεν προστατεύουν… Γυμνή και έκθετη…
Φωνές από το δρόμο.
«Τα παιδιά μου! Τα παιδιά μου!»
Οι στρατιώτες στην προσπάθεια τους να βρουν τον/την παραβάτη/τισσα της εντολής: AΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΥΣΙΝ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ»
σταματούν ένα ζευγάρι περαστικών, να το ρωτήσουν, χωρίς να υπολογίσουν πως κι αυτοί είναι παραβάτες. Άμαθοι ακόμα.
Εκείνοι όμως το ξέρουν και φοβούνται πως θα τους συλλάβουν. Έχουν πάει να πάρουν τα παιδιά τους. Σκέφτονται πως μπορεί να μην τα ξαναδούν.                                                                                                             Η γυναίκα φωνάζει. Ουρλιάζει σχεδόν. Τους αφήνουν να φύγουν. Φεύγουν κι οι ίδιοι. Πνιχτός στεναγμός ανακούφισης.
Πάτε στα κρεβάτια Η μέρα τελείωσε. Το πρωί θα ναι όλα καλά. Ελπίζεις.
                                                                                                                                             Το πρωί θα βρεθούν οι κάλυκες. Έξω από την πόρτα σου.
Η δεύτερη μέρα είχε αρχίσει και μαζί της τα σχεδόν εφτά χρόνια……

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Η πόλη που αγάπησα



Η πόλη που αγάπησα είναι μακριά

Τα σπίτια και οι άνθρωποι
Οι δρόμοι και η θάλασσα
Τα βράχια κι ο ποταμός
Όλα μακριά.

Χαμένα στης ανάμνησης τη χώρα
Και ποτέ δεν τη βρίσκω
Όσο κι αν ψάχνω
Όλο μου φεύγει ξεμακραίνει

Σαν τη χώρα του πουθενά
Στον καιρό του ποτέ.

Και γίνεται πιο μακρινή
αλήθεια πιο μακρινή

όταν αντικρίζω την πινακίδα
ΗΡΑΚΛΕΙΟ

Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Μεγαλοβδομαδιάτικα



Σέρνουν μελαγχολία οι μέρες μ’ ανεπαίσθητο άρωμα βιολέτας και πασχαλιάς

Ασβεστωμένες αυλές, περίβολoι μοναστηριακοί και καλόγριες ν’ αναμένουν το Νυμφίο ….. Όλη τη χρονιά για τούτες τις ώρες της θλίψης και της γλυκιάς αναμονής που θα πλύνουν τα άγια κουρασμένα πόδια, θα σκουπίσουν τις στάλες του θείου ιδρώτα, θα μοιρολογήσουν τον αγαπημένο νεκρό

Οι μέρες της μνήμης μου έχουν κάτι από την αχλή της εποχής με φύσημα νοτιά.
Αμπελόφυλλα και μαντηλίδες. Κουλούρια, τσουρεκάκια και καλιτσούνια. Αυγά κόκκινα
Και βραδιές στην εκκλησία

Η μάνα μου ήτανε πιστή. Όλα τα ήξερε. Ποιος γιόρταζε πότε. Νηστείες, προσευχές, εσπερινοί, αγρυπνίες. Τίποτε δεν της έφευγε.
Κι όταν ερχόταν η μεγάλη Σαρακοστή πριν το  Πάσχα, ε, τότε πια  δεν εξέλιπε από την εκκλησία

Ο πατέρας μου, στον αντίποδα. Ποτέ δεν τα υπολόγισε αυτά αν και μαρτυρούνε πως ένα φεγγάρι έκανε και επίτροπος στο χωριό μα πιο πολύ φαντάζομαι για λόγους συμμετοχής στα κοινά παρά από πίστη.
Και κάποτε μια εποχή χιονιού καθώς ορεινή είναι η ρίζα μου πήγαινε μαζί με τον παπά (σε φτώχειας πολλής περίοδο) και μιαν αίγα φάνηκε στη μέση του λευκού τοπίου κι αυτή η εικόνα που ποτέ δεν την έζησα μου φέρνει συνειρμικά μιαν ανάλογη σκηνή από το Θίασο του Αγγελόπουλου (αυτήν με την κότα στο χιόνι ) λέει λοιπόν ο παπάς «Γιώργη τυχεροί είμαστε ….Να σφάξωμε την αίγα»
«Μα δεν είναι αμαρτία παπά μου;»
«Βρεσιμιά είναι Γιώργη. Αμαρτία δε λογάται».
Και εσφάχθη η αίγα μα αυτή είπαμε είναι παλιά ιστορία όπως και οι περισσότερες μου…..

«Ιδού ο Νυμφίος έρχεται….»
Ερχότανε η Μεγάλη Βδομάδα και κάθε βράδυ μ’ έπαιρνε στις ακολουθίες η μάνα μου…… Εκείνη να μένει ορθή κι εμένα να με καθίζει στα πόδια της πάνω στα παπούτσια της. Μέχρι που μεγάλωσα καμπόσο κι έβγαινα έξω να βρω  τις φιλενάδες μου.

Κι ανάμεσα στην προσευχή και στη νηστεία, δουλειές, γλυκά και τ’ αυγά τα κόκκινα. Πάντα τη Μ. Πέμπτη τα βάφαμε. Με σχέδια από φύλλα κι άνθια τα στολίζαμε, με προσοχή πολλή μη σπάσουν κι ύστερα το γυάλισμα, η δική μου δουλειά, να κοκκινίζουν τα χέρια κι εγώ από χαρά….
Και ντολμάδες από τα πρώτα φύλλα των αμπελιών. Το φαγητό της ημέρας

Μ. Παρασκευή πρωί.  Η μάνα μου στέκει ακουμπισμένη στα κάγκελα της μικρής μας βεράντας. Δεν ξέρω γιατί μα κοιτάζει προς τα πέρα. Είναι λίγο πριν να φύγει για την εκκλησία για την ακολουθία της αποκαθήλωσης. Θυμάμαι αυτή τη μέρα με την ίδια εικόνα. Μια θαμπάδα κι η μάνα μου ακουμπισμένη με το βλέμμα να χάνεται  
.
Το βράδυ η περιφορά κατά τα ειωθότα. Ο σταυρός έμπαινε σε πλειοδοσία και στα πίσω χρόνια κρεμόταν από πάνω του πετσέτες και άλλα υφαντά και κάθε λογής αφιερώματα και μόνο τα τελευταία χρόνια αντικαταστάθηκαν από λουλούδια.                 Στα καφενεία κρεμούν το βαλέ.
Περιφέρεται στα στενά με τις λακκούβες με το πλήρωμα να ψάλλει «η ζωή εν τάφω….»

Με γοήτευε πάντα αυτή η σχεδόν ειδωλολατρική όψη της θρησκείας και συνέχισα και στα κατοπινά χρόνια να μετέχω θεατής του δράματος
Όχι, για πολύ ακόμη
Ένα βράδυ, Μ. Παρασκευή θα ταν, η τηλεόραση είχε αρχίσει να μπαίνει στη ζωή μας, γυρνούσαμε σπίτι από την εκκλησία όταν
ακούστηκε ένας πιτσιρικάς να φωνάζει σε κάποιον συνομήλικό του
«Έλα μπρε! Στην τηλεόραση παίζει τα πάθη του Χριστού….»
Και ο άλλος
«Δε σε φτάνουν μωρέ τα δικά σου πάθη μονό θες να δεις κι αλλουνού;»

Πια  αλλού τα δράματα


Υ.Γ.Καλή Ανά(σ)ταση!


Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Πέφτουν σιγανά
λεκτικές απολήξεις
στην πολιτεία

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Oι μέρες...


Με μια ιδέα γκρίζου
Απροσδιόριστα διάχυτο και ακαθόριστο
Η λύπη βάφει

Είναι οι μέρες…

Κίνησαν οι άνεμοι
Και αναταράξεις
κιόλας
Αναδεύουν
Τα μέσα

Φοβάσαι….
(ξύπνημα επιθυμιών
Ή απωθημένες μνήμες;)

Ο  χρόνος

Θα  (επι)βάλει
-κατά το συνήθειο του-
Την  τάξη


Άλλη μια φορά