Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

παρατήρηση


πολλοί ασχολούνται με την ποίηση
τη θεραπεύουν ή την υπηρετούν
τη διακονούν με ζέση
με τον τρόπο μάλιστα των βαθιά αμαρτωλών
που επιδίδονται σε πράξεις φιλάνθρωπες
εν είδει υστερόφημης μνείας

να βαπτισθούν στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ
και με το χρίσμα του ποιητή να αποχωρήσουν

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

H IΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΜΕΣΗ



Τέλειωσε. Η ιστορία που δεν είχε μέση, ολοκλήρωσε τον κύκλο της. Μη με κοιτάς…. Όπως σου το λέω ….
Αν είμαι λυπημένη; Δεν ξέρω. Τίποτα δεν μπορώ να πω γιατί σαν κάτι να μου άρπαξε τα μέσα μου και μένω άδεια
Kαι σκέψου πως όλα μπορεί να ταν μια φούσκα, κάτι ανύπαρκτο. Ανύπαρκτο  αλλά ονειρικό. Όσο γι’ αυτό….  
Το μυαλό παίζει παιχνίδια επικίνδυνα. Ίσως και μόνο του να πλέκει, να στήνει ιστορίες διαφυγής

Τι σου λέω τόση ώρα …μπερδεύτηκες…. Να ξερες εγώ πόσο…. μα κατάλαβέ με….. δεν μου είναι εύκολο να αφηγούμαι κι ύστερα τι να πεις για ό,τι μπορεί να  υπήρξε μόνο στη σφαίρα της φαντασίας σου
…………………………………………………………………………………………
…. …..πόσο οι άνθρωποι αγαπούν να  διηγούνται την αρχή….. Τα ροζ τα σύννεφα τα μελένια ξενύχτια του νου……..
Εμένα πάλι το τέλος μου φαίνεται πιο ενδιαφέρον γιατί το τέλος είναι η πιο μοναχική ιστορία κι εγώ αγαπώ τα μοναχικά πράγματα. Κι η πιο αληθινή. Αν μπορεί να μιλήσει κανείς για αλήθεια
….. λοιπόν……
Η ιστορία που δεν είχε μέση τέλειωσε πολλές φορές. Όλο ένα αντίο γραφόταν μα ήξερα καλά πως θα φτανε να τον ξαναδώ για να σβηστεί. Και πίστευα πως αυτό θα γινόταν. Όταν στέκουν μετέωρες οι ανείπωτες λέξεις, τα ανεπίδοτα φιλιά κι οι μαρτυρίες του έρωτα που ζητά πάντα μια σάρκωση, δε γίνεται να μην ξανασμίξουν οι αίτιοι. Έτσι νόμιζα…. όχι δε νόμιζα έτσι πίστευα. Απόλυτα. Πως σε μια θάλασσα επιθυμιών κολυμπούσαμε κι οι δυο
Μόνο να μην είναι πολύ αργά σκεφτόμουν. Μόνο να μη μας έχει πάρει το ποτάμι της ζωής και χαθούν χνάρια και μυρωδιές
………………………………………………………………………………………..
Το σπίτι του αντικριστά με το δικό μου. Έλειπε καιρό. Για να είμαι ακριβής μόνο ένα καλοκαίρι ήταν εδώ ….
Η απουσία του έπαψε να κάνει εντύπωση κι όπως όλα συνηθίζονται, συνηθίστηκε κι αυτή. Ρώτησα κάποτε ένα γείτονα γι’ αυτόν τώωρα μου είπε πάει αυτός χάθηκε…..
Μόνον ο ωραίος του κήπος, το πάλαι ποτέ καμάρι της γειτονιάς ήταν σαν να καλούσε το νοικοκύρη του.
Ένα βράδυ είδα τα φώτα του αναμμένα. Η αλήθεια πως με τόσα που ακούμε να συμβαίνουν κάθε μέρα, ληστείες, φόνοι,….. τρόμαξα. Ύστερα είδα το παραθυρόφυλλο ν’ ανοίγει, ένα  χέρι σε κίνηση γνώριμη κι άρχισα να γελώ.
Μα την αλήθεια!

Γραφή αληθινή πρώτη

Όταν …. Όταν πήρα το μήνυμά σου,  όταν είπες «επιστρέφω» άρχισα να γελώ με το γέλιο της ευτυχίας. Γέλαγα και τα πόδια μου λύγισαν
Επέστρεφες….

Ξεχνούσα το βασικό.  Ο  άλλος επιστρέφει γι’ αυτόν. Κάποτε και  για σένα μα με το δικό του τρόπο και δεν είναι πάντα εύκολος.

Όπως αντιλαμβάνεσαι χρειάζομαι πάντα χρόνο να αποκωδικοποιήσω ή καλύτερα  να τα διαβάσω όλα
Και τώρα ….τώρα  δύσκολα να αρθρωθεί μια λέξη. Οι πιο απλές κουβέντες διυλίζονται και πριν φτάσουν στον εγκέφαλο εξαχνώνονται  τόσο που αναρωτιέμαι αν ειπώθηκαν καν
Είπες «επιστρέφω» ….Δεν ήξερα τι να κάνω. Πώς να το διαχειριστώ. Ένα τρυφερό μουρμούρισμα στ’ αυτιά ήταν ό,τι είχα μα θύμωνα. Πως τολμούσες  πως μπορούσες  να σουν  τόσο αλλιώς….


Ξέρεις στην τόση σιωπή που μπήκε ανάμεσά μας τι σκεφτόμουν;

Πώς αντέχει; Πώς το αντέχει;
Εγωιστικό; Πες το κι έτσι……
Μάλλον ανόητο
Είσαι κομμάτι των ημερών μου. Των σκέψεων μου.

Μ’ άγγιξες ποτέ; Σε άκουσα να μονολογείς κι εγώ ήθελα να ρωτούσες εμένα…..
 Εσύ ξέρεις. Εσύ ξέρεις αν ένοιωσες να σ’ αγγίζουν.

Αρχίζω να νοιώθω τον αέρα μου να λιγοστεύει γιατί πάλι θα φύγεις

Ακόμα κι αν πρέπει να σε χάσω πρέπει να το πω.
Σ’ αγαπώ.
Σ’ αγαπώ σαν πολλά πράγματα.
Σαν κομμάτι της ψυχής. Συγκάτοικο αγαπημένο των ημερών που ήμαστε αθώοι
Φιλαράκι τρυφερό . Που σου χω πει τόσα ανόητα και θα θελα να σου πω τόσα,  άλλα τόσα και πιο πολλά ακόμα.
Και φορές σαν και τούτη σ’ αγαπώ απελπισμένα. Τόσο που μου κόβεται η ανάσα και πονούν τα μέσα μου.
(υπογραφή)
ενός καλοκαιριού η θύμηση
…………………………………………………………………………………………

Η παρέα και τα λόγια που τόσο εύκολα ήταν κάποτε
Ώρες περνούσαμε μαζί…. Μεσημέρια πιο πολύ όταν οι άλλοι ησύχαζαν ή αργά τ’ απόγευμα. Όχι, τις νύχτες. Αυτές δε μας ανήκαν….
Καθόμαστε παρέα και …. Τι να σου πω….. λέγαμε και λέγαμε ούτε και ξέρω τι. Δεν υπήρχε λόγος μπορεί να θέλαμε να μιλήσουμε μόνο.
Φτιάχναμε καφέ …. Έχουμε πιει τόσους πολλούς καφέδες πότε ο ένας πότε ο άλλος και συνήθως στην αυλή του βρισκόμαστε.
Μια μικρή αυλή πνιγμένη στα περίεργα φυτά. Φερμένα από μέρη με ονόματα παράξενα που δεν τα χω ξανακούσει κι ούτε συγκρατήσει
Ήταν. Φωτογράφος. Νομίζω για λογαριασμό περιοδικών ή κάτι τέτοιο.
Εγώ θα λεγα ταξιδευτής. Κυνηγούσε την εικόνα. Καβάλα στη μηχανή του έφευγε.
Ναι. Περάσαμε υπέροχες τρυφερές ώρες με πολύ γέλιο.

Γραφή αληθινή. δεύτερη

Μισώ τα κρατημένα λόγια
Μισώ να μη λέω αυτό που νοιώθω
Λες θα φύγεις σύντομα και να μην το λεγες  το ξερα …. Είσαι ένα εκρηκτικό υπέροχο υλικό, ρευστό δε λέω μα δεν είναι αυτό το θέμα

Λυπήθηκα όσο δεν παίρνει που σκότωσες το καλοκαίρι μας

Όμως πιο πολύ χάρηκα για τα λίγα λόγια που ανταλλάξαμε. Μου είναι σημαντική η φιλία σου
Ξέρω … αέρας είσαι και δε στέκεσαι

Έχω πάντα αισθήματα βαθιά για σένα.
Και δε με πειράζει καθόλου που είναι μοναχικά
Μπορούμε να μαστε φίλοι;
Να επικοινωνούμε μόνο κάποτε.
Να στέλνεις
κάποια μηνύματα με νέα σου από τις χώρες που γυρίζεις. Κι ίσως κι εγώ  δικά μου

Και υπόσχομαι να μαι φειδωλή στις λέξεις. Μεζούρα θα κρατώ και ξέρεις πως μπορώ να τα καταφέρω
Μη λες όχι.
Υπάρχουν ένα σωρό υπέροχοι άνθρωποι εκεί έξω που δε θα τους συναντήσουμε ποτέ
Μα εμείς βρεθήκαμε! Δεν είναι ένα θαύμα αυτό; Μια ευλογία;.

Εντάξει το καλοκαίρι πέρασε μα το παρόν είναι μπροστά μας κι είσαι ακόμα ακόμα εδώ

Έλα πια μη μου χαλάς το χατίρι

Στην ουσία αυτό που ζητώ είναι να ξέρω πως δε σε δυσαρεστούν τα μηνύματά μου. Και πως  μπορείς ακόμα να γελάς μ’ όσα χαζά λέω 
……………………………………………(υπογραφή)………………………………
η φίλη
………………………………………………………………………………………
Γινόμουν παρανοϊκή. Λίγο ακόμα και θα συμπονούσα όλες τις πονεμένες καρδιές που έβγαιναν στα μεσημεριανά και θρηνολογούσαν
 Ένοιωθα μόνο το βάρος στο στήθος μου. Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Το μυαλό μου είχε αρρωστήσει. Είχε βουτήξει σε άπατα νερά και χανόταν. Χανόταν  για τα ψίχουλα μιας φανταστικής σχέσης.
Φανταστικής; Ένοιωθα κολλημένη στον τοίχο. Θα πέθαινα και θα ταν μια λύτρωση.


Άρχισα να μην κοιμάμαι. Για την ακρίβεια απ’ όταν ήρθε δεν έκλεισα μάτι. Αγκάλιαζα τον εαυτό μου τις νύχτες και μιλούσα μόνη μου. Πουθενά δεν μπορούσα να καταλήξω
Θυμόμουν όλο θυμόμουν
Την τελευταία μέρα. Αυτό κανείς δεν το ξερε ή μάλλον εγώ αγνοούσα … Χαζολογούσαμε ως συνήθως και μια στιγμή με κοίταξε. Σταμάτησε και με κοίταξε και γω νόμιζα πως σταμάτησε ο αέρας.
Σ’ αγαπώ του είπα μα δεν είμαι σίγουρη πως ακούστηκε.
Θέλω το στόμα σου μου είπε

Γραφή αληθινή. Τρίτη


Ήρθε λοιπόν ο καιρός να φύγεις
Τούτη τη φορά όπως τα χες σχεδιάσει πήγαν τα πράγματα δίχως δυσάρεστες εκπλήξεις στα φανερά τουλάχιστον
Δε σε αποχαιρετώ. Να σου πω πως χάρηκα που ήρθες κι ελπίζω κάποτε να τα ξαναπούμε


ΑΝ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ ΑΚΟΜΑ

Είμαι πολύ λυπημένη. Τόσο που κάνω διαρκώς λάθη λες και γράφω πρώτη φορά
Όχι, όχι δεν έχει να κάνει με σένα … με σένα; Πώς θα ταν δυνατόν έστω κι αν αυτό νόμιζα
Και ντρέπομαι αληθινά ντρέπομαι που τόσες φορές σ’ έφερα ίσως σε δύσκολη θέση ή αμήχανη στην καλύτερη περίπτωση
Ναι το χαμε πει. Είχαμε πει για τους πολλούς μας εαυτούς τους διαφορετικούς. Ποιον δικό σου γνώρισα άραγε ; ναι το ξερα  …. Πώς καθένας μας εαυτός ζει τόσο λίγο κι ύστερα οριστικά για πάντα  χάνεται
Το ξερα μα μου διέφυγε.
Μου διέφυγε γιατί η αλλαγή η δική μου ίσως είναι πιο περίπλοκη ή πιο αργή.

Αν και το ξερα
Μα μόνο διαισθητικά γι’ αυτό  και απορούσα πως άντεχες αυτή τη σιωπή που εσύ επέβαλες και με ανισορροπούσε
…………………………………………………………………………………….
Μια χάρη μόνο. Θα θελα να χα κάτι από κείνον τον παλιό σου εαυτό
Σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ………….
Κάθισε. Απέναντι μου κάθισε. Να χα λίγο θάρρος μαζί σου θα σου ζητούσα να έρθεις δίπλα μου. Να με πάρεις αγκαλιά με παρηγορητικά λόγια
Μα είσαι σχεδόν ένας ξένος, γοητευτικός βέβαια, μα ξένος

Πες μου τώρα. Πες μου για κείνον τι σου είπε για μας, για κείνο το καλοκαίρι
Σε παρακαλώ πες μου. Την αλήθεια. Να χω μιαν αλήθεια έστω ετεροχρονισμένη.
Τώρα που ακόμα η μνήμη μπορεί να ανασύρει τρυφεράδα κι αγάπη. Μυρωδιά από γιασεμί και βασιλικό και τριαντάφυλλα ανθισμένα
Άσε με να τον θάψω γλυκά
…………………………………………………(ανυπόγραφο)……………………………………………..

Νόμισα χαζά βέβαια εντελώς χαζά πως ήθελε να με φωτογραφίσει και γέλασα λίγο αμήχανα είναι αλήθεια γιατί αυτό έκανε συνέχεια.. Πότε χέρια φωτογράφιζε πότε γάμπες …τις προσάρμοζε σε απίθανες συνθέσεις.
Ήμουνα και …. Ήταν αρκετά νεότερός μου.

Φίλησέ με, μου είπε. Κι εγώ δε θυμόμουν πως φιλάνε πως αγγίζουν ένα άντρα. Σβηστήκανε όλα κι έμεινα μια παρθένα ψυχή να τρέμω.
Μ’ αγκάλιασε σφιχτά κι ήτανε ένα φιλί βαθύ πηγάδι που με πήρε και κατρακύλησα Ήθελα να χαθώ να μη γυρίσω πίσω
Μπορείς να  γελάς. Δεν ήταν που μου φίλησε τα χείλη. Την ψυχή μου ακούμπησε
Ύστερα τρομαγμένη κι αμήχανη ακόμα, άνοιξα την πόρτα μα αυτός που έφυγε την ίδια νύχτα και ποτέ δε γύρισε ήταν εκείνος.
 Δεν ξαναγύρισε.
 Ακόμα και τώρα που νόμισα πως επέστρεψε.
Σχεδόν δε με έβλεπε. Κι αυτό δεν το άντεχα….μ’ αρρώσταινε
Δεν κράτησε …ευτυχώς ……
………………………………………………………………………………………….

Ένα  βράδυ είδα τα φώτα να μην ανάβουν και κατάλαβα πως έφυγε. Για πρώτη φορά μετά από μέρες κοιμήθηκα ξανά.
Το πρωί είδα το πωλητήριο. Δε θα γυρνούσε. Κι ανάσανα.

Γιατί μου τη διηγήθηκες;

Ήθελα να τη γράψεις. Νόμιζα …δεν ξέρω τι νόμιζα….
Λάθος. Όλα λάθος τα νόμιζα

Άρχισε να κλαίει.

Ένας έρωτας δεν είναι ποτέ λάθος. Με κοίταξε. Έστω και μονομερής, συνέχισα, έστω του νου είναι μια αχτίδα φως. Μόνο φως και δύναμη είναι για όποιον νοιώσει
Και θα την γράψω την ιστορία σου.

Νομίζω μου φίλησε τα χέρια κι έφυγε















Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Bρέχει...




Βρέχει
Και πιο πολύ φυσά
Ανεμοδέρνεται σκοτεινιασμένη
η μέρα

«Πάμε μια βόλτα..»

Κατεβασμένος ο καιρός
Και που ναι η μάνα
με της αγάπης τα μαλώματα…..
«έρχεται μπόρα κόρη μου
κι εσύ δεν είσαι σπίτι»

Τρέχουν νεροσυρμές και βγαίνουνε
πουλιά απ’ τις φωλιές τις δανεικές

«έλα,
 να φύγουμε από δω…»

Μα  που να πάει κανείς
(σεργιάνι έχουνε βγει οι λύπες)

«να κεραστούμε λόγια σιγαλά…»
 
Δρόμοι θολοί με καθαρά κι αλλού
χνάρια σβησμένα
πού πάμε εμείς οι κυνηγοί
του τίποτα
……………………………………….
Χτυπά το κρύο την πόρτα
Μη νοιάζεσαι.
Είμαι  καλά
Αχνίζουν οι κουβέντες
Και ζεσταίνουν


Τελικά Είχες δίκιο
καλή μέρα ήτανε
Για βόλτα


Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

απουσία

χάνεται ο ίσκιος ανάμεσα στα πεθαμένα
και το βλέμμα σου που γεμίζει σιωπή
βαραίνει μακριά σε μιας ανάμνησης φορτίο