Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Hμερολόγιο τριών ημερών

ΗΜΕΡΑ 1η

Νηνεμία σε υπόκωφα νερά.

Δε φοβάσαι. Σκέφτεσαι μόνο.

Περπατάς σε επιπλέουσα
Νησίδα διαρκώς μετακινούμενη

Το μόνο σίγουρο
Ο νερένιος σου χαραχτήρας

Ευτυχώς δηλαδή
Πως θα γινόταν
ν’ άλλαζες τόσες μορφές και σχήματα

ΗΜΕΡΑ 2η


Πάντα
Η αντικειμενική σημαντικότητα
πραγμάτων
επουσιώδης
Ό,τι μετρά στην ψυχή σου
δε μπαίνει σε ζύγι

Χαλιέσαι
Από την υποψία της απουσίας

ΗΜΕΡΑ 3η

Στέκομαι στον κήπο των νεκρών

Φωτογραφίες γνώριμων προσώπων
Σε παράταξη

Αγαπημένοι αναπαύονται
Κάτω
Από την ισκιάδα
Της πέτρας

Η αλυσίδα
Όλο κονταίνει
Και
Οι παρόντες μόνο
απουσίες
Γράφουν

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

δρόμος ζωντανός κανένας δεν έμεινε
και οι φωνές που θα μίλαγαν στόμωσαν

σε τοίχο γράφω
σε τοιχίο υψωμένο

Σώθηκαν τα νερά αδέρφια!
Της ψυχής μου την άβυσσο τρέμω

Ελεείστε για τον καιρό των αθώων
Στης ψυχής μου την άβυσσο γέρνω

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

από ανάγκη


προχωρώ ένα βήμα κι ύστερα
κι άλλο κι άλλο

κρύβομαι φαίνομαι
φαίνομαι κρύβομαι

σκοτάδι φως
νύχτα μέρα

έρχομαι και πάλι έρχομαι

όχι δεν παίζω
με ψάχνω μόνο

από ανάγκη

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Επαφή


…. η Μαρίνα πέταξε τα παπούτσια τι ήθελε να τα φορέσει καινούρια παπούτσια μήπως και θα την έβλεπε κανένας; Τα πέταξε δίχως να νοιαστεί που είχε δώσει ένα σωρό λεφτά, δύσκολα τα χε βγάλει μα τώρα λες κι αυτά φταίγαν κάτι έπρεπε να πετάξει από κάτι να ξαλαφρώσει, ένα βάρος ένα ό,τι, αυτά βρέθηκαν πρόχειρα κι όπως τα πετούσε όπως τα βλεπε να εκσφενδονίζονται να τινάσσονται μακριά, η βαριά της ανάσα ήρθε και πήρε ρυθμό κανονικό και ηρέμησε. Εύκολο ήταν τελικά. Λίγο και θα βρισκε ορισμό η Σεισάχθεια αν δεν ήταν αστείο

………………………………………………………………………………..

….κάθισε. Δεν είχε νόημα. Είχε περπατήσει και περπατήσει και περπατήσει δίχως να συναντήσει κανένα ζωντανό, άνθρωπο, ζώο, δεντρί ακόμα ακόμα- σε ποια ερημιά βρισκόταν σάμπως σε καταραμένο τόπο αρνημένο απ’ τους πάντες

……………………………………………………………………………….

Ο Παντελής δώρο Θεού της φάνηκε κι ας μην πίστευε εδώ και καιρό πια σε κανένα και τίποτα, έτσι που τα είχε ξεγράψει διαγράψει όλους και όλα. Ήταν που απρόσμενα τον είδε καθισμένο ήσυχα, μακάρια να μασουλά και λίγο έλειψε να ξεφωνίσει. Από χαρά.

…………………………………………………………………………………………

Ήταν λειψός στο μυαλό το είδε με τη μία και ησύχασε ακόμα περισσότερο. Τι τρως; τον ρώτησε, το στομάχι της άδειο εδώ και ώρες είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται κι αυτόματα σκέφτηκε το αλλόκοτο. Πνίγεσαι, βουλιάζεις, χάνεσαι σε άλλα, σωρό άλλα κι η σάρκα το χαβά της πανάθεμα τις ανάγκες ποτέ δε σταματούν, διψάς και θες να πιεις, πεινάς και θες να φας αίμα να ναι χυμένο πλάι σου μακάρι

Δεν της μίλησε άπλωσε μόνο τα βρώμικα χέρια του που κρατούσαν φρέσκα καρύδια. Του είχαν βάψει την παλάμη έτσι όπως τα σύνθλιβε μέσα της. Δεν την ένοιαξε. Κάθισε δίπλα του κι άρχισε να τρώει μαζί του με το κεφάλι κατεβασμένο, προσηλωμένη στην ιερότητα αυτού που έκανε δίχως να κοιτά, να τον κοιτά.

Τι είσαι; τη ρώτησε. Γυναίκα του είπε κι έβγαλε τη ζακέτα της να τη βάλει στο κεφάλι. Ο ήλιος τους χτυπούσε κατακέφαλα, αβάσταχτο σχεδόν για κείνη, τέλος καλοκαιριού ήταν και το φως ανηλεές.

Τα καρύδια αποσώθηκαν σχεδόν, ένα της είχε μείνει στο χέρι, η πείνα πήρε να ημερώνει, σήκωσε τα μάτια

Ο Παντελής είχε βάλει το κεφάλι του στα χέρια ανάμεσα σαν κάτι πολύ σοβαρό να τον απασχολούσε και στο τέλος πια σαν να βρήκε τη σωστή ερώτηση στράφηκε προς το μέρος της

Έχεις βυζά; τη ρώτησε με αστεία αγωνία. Δε σου πα πως είμαι γυναίκα του είπε επεξηγηματικά αργά, σοβαρά και συγχρόνως καθάριζε απ’ τα τσόφλια του το καρύδι. Έχω.

Θέλω να τα δω της είπε. . Να τα δω.

Βαριότανε. Τίποτα δεν την ένοιαζε. Ένα φορτίο ένοιωθε μόνο, να τ’ άφηνε κάπου, να ίσιωνε το κορμί, τα μάτια να κλεινε. Ήταν πολύ κουρασμένη.

Που κοιμάσαι;

Στην καλύβα. κι έδειξε με το δάχτυλο ένα καλαμένιο κατασκεύασμα. Θέλω να κοιμηθώ του είπε κι αφού είδε πως δεν κουνιόταν απ’ τη θέση του, θα σου τα δείξω συμπλήρωσε

Θέλω να τα πιάσω. Παζάρευε το εμπόρευμά του ήταν φανερό. Ας τα πιανε λοιπόν, κόντευε να σωριαστεί …..

Πήγαινέ με του είπε και τον έπιασε απ’ το χέρι

……………………………………………………………………..

Γονάτισε πάνω σε βρώμικο στρώμα, με το ζόρι έβγαλε τη μπλούζα το κορμί της ήταν αδύνατο μετριώνταν τα πλευρά, έβγαλε μικρό αναστεναγμό και ξαπλώθηκε ανάσκελα με τα χέρια ανοιχτά.

Κάθισε πλάι της ανακούρκουδα και πήρε να την περιεργάζεται έτσι που κείτονταν γυμνή απ’ τη μέση και πάνω με τα μάτια κλειστά.

Το στήθος ήταν μικρό. Άπλωσε τα χέρια του και στην αρχή με τα δάχτυλα δισταχτικά σαν να το φοβόταν άγγιξε. Ύστερα με την παλάμη τα περιτριγύρισε, τα έκλεισε χωριστά καθένα και κατόπι και τα δυο μαζί. Οι ρόγες ήταν ανοιχτόχρωμες, της γίδας του ήταν πιο καφετιές και πιο χοντρές. Τη θυμήθηκε μαζί με το κατσικάκι της -είχε γεννήσει λίγο καιρό πριν-και μ’ ένα πλατύ χαμόγελο ξάπλωσε δίπλα της. Γύρισε στο πλάι, την έστρεψε προς το μέρος του, πήρε το στήθος στο στόμα κι άρχισε να θηλάζει. Ακριβώς όπως το είχε δει

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

φθήνει


Ανασαίνεις το σπασμό του φθινόπωρου

οι μέρες κιτρινοφυλλιασμένες πέφτουν

μαραίνεται η όψη όσων ξέρεις

Και μένεις ν’ απορείς


ανίδεε μου κυνηγέ του φωτός

που ολισθαίνει

περασμένες οι ώρες κομπολόι


μιας νυχτιάς το παιχνίδι


τραγούδησε μου ό,τι πάντα

στα χέρια κρατάς και δε βλέπεις


μια χούφτα αδειανή κι η κλωστή

ένας μίτος στο μύθο

πλεγμένος


το χέρι ν’ απλώσεις να τραβήξεις

της μοίρας το γέλιο


να μοιράσεις το χρόνο σε μια κούπα

γεμάτη


αθώα ωραίος

με κοιτάς και πεθαίνεις

πριν μου κλείσεις το μάτι