Μια φορά κι έναν καιρό σε μια πολιτεία του βορρά απ’ αυτές που ο χειμώνας κρατεί πολύν καιρό και βασανίζονται τα πλάσματα της μέρας,
ζούσανε δυο ραφτάδες που ήτανε και συνεταίροι στη δουλειά χρόνια τόσα, που λες κι από πάντα τους έτσι ήτανε
κι άλλη ζωή πριν από αυτήν δεν είχε υπάρξει, ούτε άλλη εικόνα από κείνη που έδειχνε τους δυο φίλους, να δουλεύουν σκυφτοί στη βελόνα τους, ο ένας απέναντι στον άλλο.
Σκυφτοί, σιωπηλοί ώρες και μέρες και χρόνια.
…………………………………………………………………………………………..
Μια μέρα ξαφικά, παρατά ο ένας τη βελόνα ….φοβερό θεριό η τίγρη λέει. Φοβερό; απορεί ο σύντροφος του. Ναι, φοβερό. Σκέψου πως μια φορά που ήμουν στη Βεγγάλη και στεκόμουν μπροστά σ’ έναν ελέφαντα μου ορμά μια τίγρη και με κάνει μια χαψιά! Μια χαψιά; ξανααπορεί ο φίλος. Μια χαψιά ακριβώς! βεβαιώνει εκείνος
Μα τι μου λες;
(τρελαμένος σχεδόν ο συνεταίρος του, τον έχει βουτήξει από τα πέτα και τον ταρακουνάει….)
Τι λες! Φίλε μου σύνελθε! Ποτέ δεν έφυγες από δω! Ποτέ δεν πήγες στη Βεγγάλη…. δεν είδες τίγρη και προπαντός….. δεν σε έφαγε! Είσαι εδώ, μπροστά μου, και ράβεις! Ζωντανός…. ζωντανός!
Και το λες εσύ ζωή αυτό;
Υ.Γ. Από ακρόαση ενός παραμυθιού....