Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Ένα γράμμα




«Αγαπημένε μου…»

Αγαπημένε μου; Λάθος. Λάθος! Δεν ήταν αυτή η σωστή λέξη. Ούτε καν ο σωστός τρόπος. Τρόπος;  Μα ….ναι….. αναζητούσε έναν τρόπο. Έναν τρόπο σίγουρο. Υπήρχε τέτοιος; Μα εκείνη έναν τέτοιο χρειαζόταν. Να τον κάνει να γυρίσει. Μα πώς; Έτσι; Μπα…. Δεν θα τον έκανε να γυρίσει πίσω με αισθηματολογίες. Με τακτικές συνηθισμένες και συμπεριφορές προβλέψιμες ….. Σ’ εκείνον άρεσε η πρόκληση. Είχε ανάγκη να αναμετριέται με τα δύσκολα. Και να επικρατεί. Και να επιβεβαιώνεται. Κυνηγός ήταν. Ένας κυνηγός..
 Να χε έρθει κοντά της γι’ αυτό, με τέτοια επιμονή λέξεων; Επειδή δεν του παραδόθηκε; Επειδή του αντιστεκόταν; Αυτό ήταν μόνο; Ήθελε να της σπάσει το καβούκι να την βγάλει έξω…..  και μετά;
Κι αυτή; Γιατί του είχε αντισταθεί αυτή…..
………………………………………………………………………………………
Τον ήθελε πίσω. Πίσω …
ένα τέτοιο σύντομο φευγαλέο έρωτα που μετρούσε τόσα πολλά δικά του λόγια και λίγες  συναντήσεις… πως δημιουργήθηκε, πότε φούντωσε, έσβησε, (γιατί έσβησε;)  χαμπάρι δεν πήρε…. Το μόνο που ήξερε ήταν πως τον ήθελε. Πίσω. Πίσω! Σ’ εκείνη!
Θα τα κατάφερνε; Ε, σίγουρα! Τι διάβολο! Γυναίκα ήταν. Γυναίκα…..

Και πρώτη φορά εκείνο το βράδυ γέλασε. Σιγανά.
………………………………………………………………………………………..
Τι την έπιασε με τα γράμματα τέτοια εποχή σ’ αυτή την εποχή! Μα ποιος διαβάζει πια…. Και μήπως θα τα διάβαζε εκείνος; Κι ύστερα…. Μήπως ήξερε και που να τα στείλει;
Ήθελε να γράψει. Να του γράψει. Να του μιλήσει. Πώς να του μιλήσει! Είχε χάσει τη δύναμή της. Είχε χαθεί η ώρα της. Επέμενε όμως. Με την επιμονή του μικρού παιδιού.

Στάθηκε και κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη. Απέναντι της μια γυναίκα κουρασμένη με μάτια που μαρτυρούσαν αγρύπνια. Άρεσε; Ναι, ακόμα άρεσε. Aυτό το  πρόσωπο που είχε αρχίσει να το χαράσσει ο χρόνος, το αγαπούσαν ακόμα. Το κοιτούσαν ακόμα. Ακόμα… τι σκληρή λέξη…. Ακόμα …. Τι ήθελε πια; Οι επιλογές της λιγόστεψαν. Είχε όμως το «ακόμα». Ακόμα… άχρηστη λέξη…. Αυτή τα ήθελε όλα.  Όλα! Ήθελε το χρόνο της πίσω. Ήθελε κι αυτόν. Αυτόν που της έκλεισε όλες τις πόρτες και τα παράθυρα και την άφηνε να χτυπά.
Πού χτυπούσε αλήθεια; Υπήρχε πόρτα; Γιατί δεν έμενε στην ήττα της;

Τόσοι έρωτες τόσα κορμιά κρεβάτια και σεντόνια ιδρωμένα που χαθήκαν;

«Όμορφη που είσαι μάτια μου…. Κι αυτό το γέλιο σου….»

Γελούσεν  η νιότη, τα χέρια, τα πόδια, οι μηροί, τα στήθη
Ακουμπούσαν πάνω της οι άντρες προσκυνητές στο βωμό της, ικέτευαν το βλέμμα, λαχταρούσαν τα λόγια της
Εκείνη γελούσε, σπλαχνικά τους άφηνε

«Θα πιαστείς θυγατέρα…»

«Πού πατέρα μου; Στου έρωτα τα βρόχια;» κορόιδευε, εκείνη

«Στου χρόνου την παγίδα θυγατέρα μου. Θα τα παίξεις όλα και θα χάσεις»

Παλιός χαρτοπαίχτης, τα χε χάσει χίλιες φορές στο πράσινο τραπέζι. Ήξερε από παιχνίδια και ρίσκα.
Μα τότε όλα ήταν εύκολα κι εκείνη αθάνατη.

«Μη φοβάσαι τη θυγατέρα σου»

Η αλαζονεία της άγνοιας

Γιατί του είχε αντισταθεί; Είχε φοβηθεί; Τι;
…………………………………………………………………………………………
«Σε χρειάζομαι να υπάρχεις, στη ζωή μου….» κάποτε αυτό θα τον ξεκλείδωνε και θα γυρνούσε τρέχοντας…. Κάποτε. Το κάποτε τέλειωσε

Γιατί τον ήθελε; Γιατί τον αναζητούσε; Γιατί απελπισμένα τον καλούσε; Γιατί;
Τον είχε ερωτευθεί τόσο πολύ αλήθεια που χρειαζόταν την πνοή του για ν΄ ανασάνει; Την κυριαρχούσε τόσο που δίχως του, δεν άντεχε;
Ερωτήσεις, γεμάτες γιατί γύριζαν, έρχονταν… απαντήσεις πουθενά! Μιλούσε στο κενό. Αυτό εισέπραττε. Χτυπούσε σε τοίχο και θύμωνε. Τον ήθελε πίσω. Πίσω! Μ’ όποιο κόστος; Μ’ όποιο! Αυθόρμητα το είπε και τρόμαξε.
Κι αν ζητούσε μόνο τη δική της επιβεβαίωση;

Κοίταξε ξανά το είδωλό της στον καθρέφτη. Με το χέρι να τρέμει άδειασε το κορμί από τα ρούχα του. Το κοίταξε. Πήρε ανάσα και το κοίταξε. Με περιέργεια.
Πώς ήταν; Πώς φαινόταν; Ένα λεπτό κορμί χάραζε μια αχνή φιγούρα. Καλή; Καλή.
Πήρε τα μάτια και γύρισε στη σάρκα της. Σαν παρατηρητής. Κριτής μιας παρουσίας κι όχι δικής της αλλά ξένης.
Έσυρε αργά, εξεταστικά το βλέμμα. Με προσοχή. Δίδοντας σημασία στις λεπτομέρειες. Ένα σημάδι στη γάμπα
Ποδηλατάδα στα είκοσι δύο σε διακοπές. Είδε την κατηφόρα μπροστά της και τα φρένα ανύπαρκτα. Και δυο μάτια ανήσυχα από πάνω της.
Μια αχνάδα σχεδόν αδιόρατη στους μηρούς. Κάψιμο. Μια απροσεξία και το νερό χύθηκε πάνω από το λεπτό της σορτς. Τόσος καιρός κι ο πόνος ακόμα χαραγμένος στη μνήμη κι ας κόντευε να χαθεί  η αποτύπωσή του
Και στο μπράτσο ένα σημάδι από τσούχτρα στ’ ανοιχτά της θάλασσας –ποιας θάλασσας και πριν πόσα χρόνια; Πως σβήνονται όλα ώρα την ώρα…. Τον εαυτό της θυμάται μόνο ν’ αγωνίζεται να βγει με το ένα χέρι κολυμπώντας
Ξανακοιτάχτηκε κι αδιαφόρησε παντελώς για την ελιά στο στέρνο της
Ξανακοιτάχτηκε Και είδε πως έφθινε. Η δική της πολυφιλημένη σάρκα έφθινε. Ήτανε θέμα μόνο χρόνου να μην μπορεί πια να το καλύψει. Να μην μπορεί να ξεγελάσει και να δει τον οίκτο
.
Μ’ όποιο κόστος; Μ’ όποιο;

Μπα… δε χρειαζόταν να τρομάζει…. Έτσι κι αλλιώς το ήξερε δεν θα γύρναγε.
Τότε; Τότε γιατί; Για την τιμή των όπλων;

 Και γέλασε ξανά. Λίγο δυνατότερα.
……………………………………………………………………………………

«Εγώ δε φεύγω. Εδώ θα μείνω!»
Πόσες φορές είχε ακούσει τα λόγια; Δηλώσεις υποταγής, πίστης, λατρείας πάνω σε μιαν ώρα πόθου, πάνω σε μια λαχτάρα κατάκτηση, πάνω σε μια τακτική κυνηγιού
Τα ξερε…. Όλα τα ξερε…..
Ποτέ δεν έδιδε σημασία…. Αέρας ήταν που έφευγε
……………………………………………………………………………………….
Είχε ερωτευθεί. Αυτή ήταν η μόνη αλήθεια.
Γιατί συνέβη; Γιατί ξέφυγε απ’ το λογαριασμό του πάρε και του δώσε; Γιατί μετρούσε τα λόγια; Έπεα   κι όμως  τα μετρούσε λέξη λέξη φθόγγο φθόγγο
Πού να πάρει ο διάβολος! Να τις πάρει ο διάβολος  τις μεγάλες τις κουβέντες και τα λόγια ενθουσιασμού! Πόσα της είχε πει; Πόσα; Εκείνη δεν είχε πει. Ποτέ δεν έλεγε. Δεν της άρεσαν τα λόγια. Εκείνη γελούσε τότε. Δεν είχε δει τη στιγμή που της έκλεινε το μάτι. Δεν είδε πως όλα κυλούσαν. Δεν είδε. Δεν πρόλαβε. Τα χε κρατημένα όλα μέσα της. Την πίεζαν. Ώρες ώρες νόμιζε θα πνιγεί.
Γι’ αυτό τον ήθελε; Για να πει τ’ ανείπωτα;  Να ξαλαφρώσει; Γιατί τον ήθελε;
Ξανά και ξανά  η ίδια αυτοερώτηση
Το νοιωθε σαν απόρριψη;

Ναι την είχε αυτή την αίσθηση. Λες και την είχε εγκαταλείψει…. Λες την είχε με πολλούς τρόπους προδώσει. Ναι ….. Και δεν το άντεχε…..


Λεπίδες οι λέξεις μου
Να σε χαράξουν
Θέλω
Ως τ’ ακρότατά σου

Αυτό ήθελε. Να του στείλει λέξεις και να τον ματώσει. Να τον ματώσει ως τα βάθη του.
Κι ύστερα δεν μπορούσε να τον νοιώθει να υποφέρει

Και πάλι
Μύρα τις κάνω
Να σ’ απαλύνω
Ως το δαχτυλάκι
το μικρό


Μαθημένη από όλους να ναι αγαπημένη, να τη ζητούν, να την αναζητούν προσγειώθηκε ανώμαλα. Πώς γινότανε;
Έτρεξε το νερό και χάθηκε και δεν της έμεινε ούτε στάλα

 «Θέλω να με αγαπάς! Δεν μπορώ την απουσία σου…..θέλω να μ’ αγαπάς» έτσι να ρθει να της πει

Και σ’ αυτή τη σκέψη λύθηκε στα γέλια. Έως δακρύων πια.

Και η  μέρα έφευγε.



Δεν υπάρχουν σχόλια: