ΑΜΟΝΤΑΡΙΣΤΑ ΠΛΑΝΑ 11
Δώσε μου νερό να πιω
Μακρύς ο δρόμος
Κι όλο κάμα
Κάθεστε καλά;
Ναι καλά καθότανε
Ένα αγόρι δυο μέτρα ήταν έτσι της φάνηκε Ένα αγόρι όλο πόδια και χέρια
Μα βολεύεστε;
Του μιλούσε στον πληθυντικό αν και μπορούσε να ταν γιος της τι την ήθελε την κουβέντα μα ήταν ένας δρόμος που δεν τέλειωνε μια αδημονή όλο δίψα και το παλικαράκι να μην μπορεί να βολέψει τα άκρα του
Αγχωμένο έδειχνε χειρότερα από κείνη κι όλο στριφογύριζε στη θέση του μέχρι που εκείνη, άφησε γέλιο να φανεί στα χείλη της και πιάσανε την κουβέντα
Σπουδές;
Μπα! Είμαι αστυνομικός της ομάδας…..
Βάψε τις λέξεις που πληγώνουνε
Μη και τις συμπαθήσεις
Και πήρε να της λέει ονομασίες που ούτε τις είχε ξανακούσει ούτε που τις καταλάβαινε κι ο δρόμος μόλις είχε αρχίσει
Πηγαίνω με μετάθεση στην Κρήτη είπε κι όλο ανησυχία τα μάτια του φτερούγιζαν και τα δάχτυλα τα μακριά τα γύρναγε ξένα λες του ήταν κι ούτε ήξερε τι να τα κάνει
Ποια είπες είναι η δουλειά σου;
Κατάλαβε πως ανίδεη ήταν
Ομάδα απώθησης πριν από τα Ε.Κ.Α.Μ. εμείς ερχόμαστε και…..
Την κοίταξε χωρίς να τη βλέπει έτσι της φάνηκε
Έλεγε εκείνος πως γινότανε πως προασπίζανε ναι αυτή τη λέξη είπε προασπίζανε τους στόχους
Αλλά τώρα έπαιρνε μετάθεση η Κρήτη δεν είχε καλό όνομα όλο φασαρίες
Ενστολοι θα πάμε έτσι θα κατέβουμε στα Χανιά και μετά Ζωνιανά Ανώγεια
Ότι δεν ξέρω το λέω φόβο
Πώς να το πάρω αγκαλιά
Στου ενύπνιου το δρόμο
Γέλιο πνιχτό της ήρθε κρατήθηκε δαγκώνοντας το κάτω χείλος
Ε, να γνωρίσετε καμιά κοπέλα οι Κρητικές λένε είναι όμορφες
Μπα μπα είπε λες κι έλεγε ξορκισμένος ο σατανάς δεν είμαι γω για τέτοια λίγο και θα πίστευε πως έφτυσε στον κόρφο του
Που άφησες τον έρωτα;
Θα ρθει να γυρέψει
Και πώς να τον πληρώσεις
Να προσέχεις του είπε από ώρα της είχε επιτρέψει τον ενικό έτσι καθώς ζητούσε κάποιον να ακουμπήσει της είχε επιτρέψει τον ενικό κι ένοιωθε να συμπονά το αγόρι που μίλαγε ασταμάτητα
Να μην κυκλοφορείς προκλητικά του είπε και η λέξη του βαλε φωτιά λες
Θα φοβηθώ νομίζετε; Εδώ δε φοβήθηκα συνταξιούχους και δασκάλους που μαζευόσαντε έξω απ’ το Υπουργείο και….
Φάρσες που κάνει η ζωή σκέφτηκε η γυναίκα και ξέσπασε σε γέλια χωρίς να κρατά προσχήματα
Είμαι δασκάλα του είπε δακρυσμένη σχεδόν από τη θύμηση των πολυήμερων απεργιών καθώς είδε τον εαυτό της απέναντί του
Και η ώρα έρχεται
Αντίκρυ στέκει
Τι θα κανες αν μ’ είχες απέναντί σου προκλητικά ρώτησε εκείνος ήταν πολύ σοβαρός και συνάμα αστείος Ω, Χριστέ πλάκα που έχει η ζωή
Μόνο με τους συνταξιούχους είναι λίγο περίεργα
Και χάθηκε πάλι στις εντολές που δίδονται και πως πρέπει αυτά έτσι να γίνονται αλλιώς το οικοδόμημα χαλάει είκοσι τεσσάρων χρονών την τρόμαξε η βεβαιότητά του στο σύστημα
Κι ύστερα βρέθηκε στη σχολή και πως επέλεξε το δρόμο της καταστολής και πως κανείς δεν ξέφευγε
Αυτό το ρούχο φόρεμα
Της λύπης βάζω
Εσύ να μην το πεις
Ας υποθέσουμε ….
Κι όσα σε πνίγουν πνίγεις τα
ένας σε μια άσκηση δεν συμμετέχει ή μένει λίγο στην άκρια και εξαιτίας του δεν πετυχαίνει τότε η άσκηση επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά μέχρι να γίνει τέλεια και το βράδυ
σε αμαρτωλό κρεβάτι
Το βράδυ πιάνανε τον αίτιο της ταλαιπωρίας τους
Την Παναγία σου κωλόπαιδο! Τη μάνα σου …..θα την ξεσκίσω ρεεε!
Μαλακισμένη κουφαλίτσα
Λέξεις μαχαίρια ζώσανε
Τον ύπνο του δικαίου
με μαξιλάρια τον ζώνανε και ως
που να πει αμήν τον χτυπάγανε
και δος του έλεγε ξανά και ξανά
την Παναγία σας ρε! Κωλόπαιδα του κερατά ! θα σας γαμήσω…..
ξύλο πολύ ξύλο
Κι αν θα το βάψεις πορφυρό
Πάλι το λένε κρίμα
Ήθελε να του αγγίξει το χέρι να του πει ησύχασε ησύχασε μα ήταν αλλού φευγάτος δεν την άκουε πια
Χάνομαι
Σκοινί αγάπης δώσε να πιαστώ
Πίσω για να γυρίσω
Κι έδωσε και φτάσανε η ώρα είχε περάσει κι ο δρόμος ο ατελεύτητος δεν της είχε φανεί σχεδόν ένοιωθε να του χρωστά χάρη Εκείνος, χαμογελούσε που την κοίταγε της άπλωσε το χέρι έκανε ν’ αστειευτεί
Στη διάθεσή σας κυρία μου της είπε. Όποτε με χρειαστείτε, στη διάθεσή σας………...
6 σχόλια:
Να που συναντιόμαστε και αλλιώς, Meril. Χρησιμοποίησα το γενικό τίτλο «Τα αμοντάριστα πλάνα» για το δεύτερο μέρος της DIZZILAND (εκδ. ΕΡΙΦΥΛΗ 2001). Από το μέρος αυτό, επίτρεψέ μου να σου δώσω εδώ ένα πολύ μικρό ποίημα που για μένα είναι σημαντικό:
«άπνοια
χτες βράδυ είδα τον πατέρα μου
κρατούσε στο χέρι του μια μάσκα οξυγόνου
μα δεν είχε πρόσωπο να τη φορέσει»
Σε φιλώ
Βασίλης
@Aιμίλιος Emilius
Οι συμπτώσεις των λέξεων λοιπόν....
Ευχαριστώ για το ποίημα
και για την επίσκεψη οπωσδήποτε
Να σαι καλά
Πόσο παλιά...; Γιατί, ξέρεις πόσο σύγχρονο μοιάζει/είναι το γραπτό σου, Meril...;
Μου θύμισες τα πολύ νιάτα μου, όταν σε μπιστρό της Αθήνας, ψιλοχαζεύαμε το σπασμένο δόντι του νεαρού ιδιοκτήτη; Υπαλλήλου;
Μέχρι που μάθαμε πως ήταν πρώην ΜΑΤίτης... Κάποια στιγμή χρειάστηκε να... δείρουν, δεν άντεξε, το 'βαλε στα πόδια, παραιτήθηκε -τα παράτησε όλα, άνοιξε με τη μάνα του το μαγαζάκι αυτό, γλυκό, "ζεστό", καλόγουστο... Αλλά έμοιαζαν πάντα τα μάτια του να 'χουν μια σκιά... σα να ντρεπόταν... σα να φοβόταν...;
Πολλά φιλιά!
Σ' ευχαριστώ που είσαι -ξανά- εδώ!
Meril
Καλησπέρα σου. Είναι ωραίος ο δρόμος που ακολουθεί η σκέψη σου και τα χρώματά σου όμορφα και ας είναι άλλοτε μαύρα και άλλοτε με το χρώμα της ώχρας άλλοτε θαλασσιά και μετά γκρίζα.
Βλέπεις ο νους του ανθρώπου πως ξαλαργεύει. βλέπεις πως ρίχνει μαύρα σεντόνια για να μην βλέπει τίποτε άλλο την στιγμή της σύγκρουσης, της όποιας σύγκρουσης, της σύγκρουσης με τους συνταξιούχους, της σύγκρουσης με τους δασκάλους, της σύγκρουσης με τον ίδιο του τον εαυτό.
Κυρίως με τον ίδιο του τον εαυτό, αν δεν τον έχει χάσει σε μονοπάτια αλαργινά.
Μόνον αχρείαστος να είναι.
Καλό σου βράδυ.
@Nτρουσίλα
Καλημέρα Ντρου
τελικά οι ιστορίες δεν είναι ποτέ ούτε μόνες ούτε μεμονωμένες
σύνδεσμοι μυστικοί τις ενώνουν κι όλες μαζί μοτίβα σχέδια στον ίδιο καμβά
να σαι καλά
@Black Bedlam
"Βλέπεις ο νους του ανθρώπου πως ξαλαργεύει. βλέπεις πως ρίχνει μαύρα σεντόνια για να μην βλέπει τίποτε άλλο την στιγμή της σύγκρουσης, της όποιας σύγκρουσης...............
της σύγκρουσης με τον ίδιο του τον εαυτό."
Τα είπες όλα και δεν θέλω να προσθέσω απολύτως τίποτα
Να σαι καλά
Δημοσίευση σχολίου