Η ιστορία με τα ρούχα ξεκίνησε όταν ο άντρας απολύθηκε μια Δευτέρα, εκεί στα μέσα της άνοιξης.
Ίσως και να παιξε ρόλο που καθόλου δεν το περίμενε. Πίστευε πως ήταν σωστός υπάλληλος και πως ο χρόνος που είχε επενδύσει στη δουλειά, ήταν καλή ασπίδα προστασίας
Έκανε λάθος.
Είκοσι πέντε χρόνια ζωής τα διέγραψε έτσι δια μιας η απόφαση της εταιρείας για μείωση προσωπικού
Όταν τον κάλεσε ο προσωπάρχης να του το ανακοινώσει, έμεινε άναυδος. Ούτε λέξη δεν μπόρεσε ν’ αρθρώσει
Συνήθως καντηλοσταύριζε με μόνη ευκολία…. Ξαφνικά σαν να χασε τη μιλιά του…
Έκανε μόνο μεταβολή και έφυγε.
Εγκατέλειψε το γραφείο του, την εταιρεία, χωρίς να μαζέψει τίποτα. Ούτε καν τις φωτογραφίες των παιδιών του και της γυναίκας του που νέα και γελαστή τον κοιτούσε όλη μέρα, κάθε μέρα από την πρώτη κιόλας μέρα πριν τόσα χρόνια….
Τίποτα δεν ήθελε να πάρει μόνο να βρεθεί έξω.
Εκεί ήταν που μπερδεύτηκε, βρέθηκε εκτός πορείας, αλλού αντί αλλού, ναυαγός χωρίς πυξίδα, έχασε τον προσανατολισμό του, πιο πολύ βρέθηκαν οι σκάλες μπρος του παρά που τις έψαξε ο ίδιος
Αλήθεια γιατί πήρε τις σκάλες; Τόσα χρόνια πατούσε μηχανικά το κουμπί 3ος ισόγειο ισόγειο 3ος κάθε μέρα πέντε μέρες τη βδομάδα πενήντα δύο βδομάδες το χρόνο είκοσι πέντε τόσα χρόνια…. Είκοσι πέντε χρόνια
Τα μάτια του τον έκαιγαν. Πού πήγαινε;
……………………………………………………………………………………..
Περιπλανήθηκε ώρα πολλή μέχρι που βρέθηκε στη λαϊκή. Ανάμεσα σε ζαρζαβατικά, φρούτα, σκορδοκρέμμυδα, χόρτα για βραστά και για πίτες, σε κόσμο που έψαχνε και φώναζε.
Στο τέρμα της τα ρούχα. Πάγκοι με ρούχα άλλα ανάκατα κι άλλα τακτοποιημένα, με τις γύφτισσες καθισμένες σταυροπόδι επάνω να δείχνουν, να φωνάζουν, να μαλώνουν, να παζαρεύουν την πολύχρωμη πραμάτεια
Κάθισε να χαζεύει στην αρχή κι ούτε κατάλαβε για πότε βρέθηκε με δυο τσάντες γεμάτες και την τσέπη άδεια –ούτε για ταξί!- και το αυτοκίνητο που ήταν το αυτοκίνητο…. έφαγε τον τόπο να το βρει σχεδόν κόντεψε να το παρατήσει και να γυρίσει με τα πόδια- δεν πήγαινε στο διάβολο- Ξαφνικά ένιωθε ελαφρύτερος…..
…………………………………………………………………………………………..
Η γυναίκα του ένα γύρω εκεί στα σαράντα, πιο πολύ στεγνή παρά αδύνατη, καθόταν σκυφτή καθαρίζοντας φασολάκια με μια έκφραση δυσαρέσκειας στο τραβηγμένο από την ένταση πρόσωπό της
Άφησε τις σακούλες μπροστά της και στάθηκε περιμένοντας σαν μαθητούδι τον έπαινο μάλλον παρά τον ψόγο απ’ τη δασκάλα του
Τι είναι τον ρώτησε και δε σήκωσε μάτια
Σ’ αρέσουνε; Κι η φωνή είχε αγωνία και δισταγμό συνάμα
Ποια;
Της έδειξε με το δάχτυλο
Άδειασε το περιεχόμενό τους στο πάτωμα, φούστες παρδαλές και μπλούζες πελώριες, τα πιασε ένα ένα με μια έκφραση σιχαμάρας το ένα κατόπιν του άλλου
Τι ‘ναι αυτά…. Πού τα βρήκες;
Τ’ αγόρασα….
Τ’ αγόρασες;
Ναι. Δοκίμασέ τα
Όπως τον κοίταξε νόμισε πως θα του φώναζε και τι παλαβομάρες πας και κάνεις και άλλα τέτοια μα εκείνη ξέσπασε σε ξέφρενο γέλιο που του φερε απελπισία.
Άρχισε να τη βρίζει με λόγια ακατονόμαστα αυτός που πάντα την πρόσεχε αυτός που πάντα …
Τώρα;
Το γέλιο της πάγωσε.
Ένιωσε άδειος.
Έχασα τη δουλειά μου είπε μόνο και τα χέρια του κρέμασαν.
Δεν του μίλησε, διάλεξε μια κόκκινη μπλούζα και τη φόρεσε. Κολυμπούσε μέσα της. Έπρεπε να ναι στενή. Πολύ πιο στενή.
Έφερε δυο στροφές και η μπλούζα σαμπρέλα φούσκωσε. Η οθόνη της κλειστής τηλεόρασης την καθρέφτισε. Ήταν αστεία. Λύθηκε το πρόσωπό της και γέλασε. Αυτή τη φορά, ανακουφιστικά
Κι όσο εκείνη γελούσε τόσο αυτός μαζευόταν, κλεινόταν, απελπισμένος, χαμένος όσο που τον λυπήθηκε.
Δεν πειράζει, του είπε. Δεν πειράζει. Σήκωσε τα μάτια του απορημένος.
Θα την στενέψω λίγο και θα μου στρώνει καλά…. Μου πάει το κόκκινο…. δεν μου πάει;
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου