«Βρε! Εσύ είσαι; Από το καπελάκι σε γνώρισα… σε είδα και δεν ήμουν σίγουρος …λέω είναι αυτή δεν είναι…μα με το καπελάκι σιγουρεύτηκα…. Πού χάθηκες πόσον καιρό έχω να σε δω τι κάνεις καλά είσαι……..;»
Σωστός χείμαρρος ξεχύθηκαν τα λόγια του και την έκαναν να γελάσει
Το άσπρο της καπελάκι με τη γαλάζια του κορδελίτσα πολύ αταίριαστο, οπωσδήποτε παράταιρο και αρκετά αστείο, είχε γίνει το χαρακτηριστικό της…..
Τον είχε γνωρίσει στα τέλη του περσινού καλοκαιριού κάποιο πρωινό που κατέβηκε στη θάλασσα για μπάνιο.
Τίποτα το περίεργο η γνωριμία τους. Οι πρωινοί κολυμβητές αποκτούν γρήγορα μια οικειότητα και οι κουβέντες έρχονται αβίαστα, εύκολα.
Οι πρώτες ώρες της μέρας μαζεύουν περασμένους σε χρόνια λουόμενους. Κάτι ο ήλιος που δεν αντέχεται, κάτι ο ύπνος που λιγοστεύει, αχάραγα σχεδόν έρχονται…. Δεν περνά πολύς καιρός και όλοι πια μια παρέα λένε για το ένα και το άλλο, πρόσκαιροι φίλοι, εφήμερες σχέσεις όλο γέλιο και πειράγματα.
Οι περισσότεροι μέναν στα ρηχά. Ειδικά οι γυναίκες σχημάτιζαν έναν κύκλο και σχεδόν όρθιες, ανεβοκατέβαζαν το κορμί τους ανταλλάσσοντας κουτσομπολιά, συνταγές μαγειρικής, καμώματα των εγγονιών τους παρέα με παινέματα. Κι όταν τα εξαντλούσαν αρχίζαν με τους πόνους τους αλλά αυτό έμενε τελευταίο και μόνο σε μεγάλη ανάγκη. Είχαν έρθει να περάσουν καλά, όχι να μιζεριάσουν…. Οι άντρες, οι περισσότεροι, έμεναν κοντά τους σ’ ένα δικό τους σχηματισμό λέγοντας κι αυτοί τα ανάλογα έχοντας τ’ αυτί τους στυλωμένο στην κουβέντα των γυναικών. Ένα λίγο ήθελαν, μια βοηθητική κουβέντα, να την αρπάξουν και να βρεθούν ανάμεσά τους. Πολλοί ήταν ζευγαρωμένοι μα ήταν κι άλλοι που λαχταρούσαν μιαν επαφή. Έστω και στα λόγια. Γι’ αυτό και δεν ξεμάκραιναν. Ακόμα κι αν ήξεραν κολύμπι πηγαινοερχότανε στα ρηχά ένα είδος ιδιότυπων κυνηγών.
Υπήρχαν κι εκείνοι –πολύ λίγοι ωστόσο- που αγαπούσαν αληθινά τη θάλασσα και πηγαίναν στα βαθιά τόσο που σημαδούρες φαίνονταν κι έκαναν την ώρα τους. Τόσο διαρκούσε το μπάνιο Μία ώρα. Με το ρολόι.
Εκείνη έβαζε σημάδι τον κυρ Γιώργη, έναν παλιό καπετάνιο, πήγαινε ως εκεί λέγανε ακατάπαυτα τα ίδια ακριβώς λόγια «καλημέρα» « καλημέρα» «ωραία η θάλασσα σήμερα» «ναι πολύ ωραία» και ύστερα επιστροφή
Βαριότανε να μένει στο ίδιο σημείο, της άρεσε να πηγαίνει όσο άντεχε να χάνεται ολομόναχη και να γυρνά πίσω.
Του έκανε εντύπωση που πήγαινε τόσο μέσα.
Οι δυο τους αν και όχι νέοι ήταν ωστόσο νεότεροι από τους λοιπούς «πουρέιντζερ πώς λέμε τηνέιντζερ»; έλεγε επεξηγηματικά μα χωρίς κοροϊδευτική διάθεση
Φυσικό ήταν που πιάσαν την κουβέντα. Και φυσικό ήταν που αποζητούσε την παρέα της
Εκείνη ήταν πιο ομιλητική. Σκορπούσε παντού τις καλημέρες της
«Ξέρω…. ξέρω γιατί πας προς τα κει…. Θέλεις να τους χαιρετήσεις όλους…. Βρε μπας κι ετοιμάζεσαι να βάλεις υποψηφιότητα στις εκλογές…;.» την πείραζε
Αυτός διατηρούσε ένα κράτημα. Όχι, τόσο από συστολή όσο που αποζητούσε τη μοναχικότητα. Ή τουλάχιστον όχι την πολλή συνάφεια….
Μιλούσανε και περισσότερο εκείνος. Ώρες ώρες αμφέβαλε αν τον πρόσεχε
«Μ’ ακούς; Πες μου μ’ ακούς;»
«Σ’ ακούω βρε, σ’ ακούω!» του έλεγε σκασμένη στα γέλια « Να σου πω τι είπες τώρα δα;»
Σοφιστείες της έλεγε και αφορισμούς για την πολιτική, τους φίλους, τη ζωή
Και πάντα κατέληγε
«….σημείωσέ το. Γιάννης.»
Και πολλούς στίχους από παλιά λαϊκά τραγούδια.
Καμιά φορά με νοσταλγική διάθεση ανάσερνε παιδικές θύμησες. Πάντα σχεδόν διηγιόταν για τη βάρκα που κλέβανε πως ξεμάκραιναν και κατέληγε πάντα
Πάμε ως την απεναντινή ακτή;
Τον έκανε γούστο. Στην αρχή. Όσο πήγαιναν οι μέρες ένοιωθε να ασφυκτιά. Κι απ’ την άλλη ντρεπότανε. Πώς να τον αφήσει …. Δεν της έκανε και τίποτα…. Οι κουβέντες του όσες την αφορούσαν, πάντα προσεκτικές …. Κι ούτε κάτι στα μάτια του έδειχνε να την προσβάλει. Κολυμπούσε διακριτικά ένα σώμα πίσω της. Και σταθερά. Όσες φορές θέλησε να το μεγαλώσει της έβαζε τις φωνές.
«Πού πας! Μην τρέχεις τόσο!»
… την έπνιγε η αυτή αποκλειστικότητα, η σχεδόν επιβεβλημένη αναγκαστική παρέα. Ίσως και γιατί είχαν γίνει το ζευγάρι της παραλίας στα μάτια των άλλων
«… ήρθε η παρέα σου μου λέει προχθές ο κυρ Γιώργης. Ακούς η παρέα μου! ούτε ζευγάρι να μαστε!» σχεδόν με θυμό τα λεγε στη φίλη της κι εκείνη γελούσε κι έριχνε λάδι στη φωτιά
«….σ’ αρέσει…. μη λες πως δε σ’ αρέσει…»
…………………………………………………………………………………
Η λύση ήρθε απρόσμενη.
Εργασίες έκτακτες θα την απασχολούσαν τα πρωινά και οι θαλασσινές συνευρέσεις άλλαξαν ώρα κι έγιναν απογευματινές.
Την τελευταία μέρα πήγε πολύ πρωί. Εκείνος έφτασε ακριβώς την ώρα που έβγαινε απ’ το νερό.
«Σ’ έχασα! Τι έγινες; »
«Έρχομαι απόγευμα» τον έκοψε
«Έρχεσαι απόγευμα και σήμερα που ήρθες πρωί πότε ήρθες; πριν βγει ο ήλιος;»
«Δε θα ξανάρθω»
Έμεινε άφωνος. Για δευτερόλεπτα μόνο και μετά κάνοντας μια τελευταία λες προσπάθεια
«Πάμε μία μέσα;»
«Φεύγω»
«Δε θα ξανάρθεις…. Χάθηκες τόσες μέρες και σήμερα ….ποιος πνίγει τον καημό του…. Να πω μόνο μια κουβέντα. Μόνο μια κουβέντα και φεύγεις»
«μην την πεις.» σταθερά επανέλαβε «να μην την πεις»
…………………………………………………………………………………………
«Γιατί δεν του είπες την αλήθεια; Γιατί δεν του είπες πως δουλειές σ’ εμπόδιζαν να κολυμπάς το πρωί; Τον άφησες να νομίζει άλλα…..» τη μάλωσε η φίλη της
Ανασήκωσε τους ώμους της.
«Το ξέρω.
Αν νόμιζε πως τυραννιόμουν για τα μάτια του γιατί να του το χαλάσω; Ας το νόμιζε……»
……………………………………………………………………………………….
Κάποιες μέρες αργότερα συνάντησε ένα συλλουόμενό της
«Χάθηκες» της είπε. «Και μετά από σένα χάθηκε κι ο Γιάννης. Στην αρχή ήρθε δυο τρεις φορές μετά…..»
…………………………………………………………………………………………
Έμεινα για λίγο ακίνητη. Δίβουλη. Να την αποθηκεύσω; Δεν μου άρεσε… Κάτι δε μου άρεσε.
Μια χαζή ιστορία…. Αυτό είναι, μια χαζή ιστορία.! Σχεδόν με θυμό το είπα και πριν πατήσω delete έγειρα πίσω στην καρέκλα κλείνοντας τα μάτια… τι έκανα λάθος; γιατί δε μου άρεσε; (εδώ που τα λέμε απ’ όσα έγραφα, τίποτα δε μου άρεσε τελευταία)
-Μπα! Δε σ’ αρέσει; Τη βρίσκεις λίγη, ε; ….
Ειρωνική ακούστηκε η φωνή και μ’ έκανε ν ανοίξω τα μάτια ξαφνιασμένη.
Μια μικροσκοπική γυναικεία φιγούρα πάνω στο πληκτρολόγιο πατούσε χορευτικά τα πλήκτρα.
-Τι άνοιξες τόοσο το στόμα σου; Ήρθα να σου πω πως τα χεις κάνει ρόιδο κι αν θέλω να επιβιώσω πρέπει να αναλάβω πρωτοβουλία.
Κατάπια με δυσκολία.
-Δεν μπορείς έτσι να μου τα χαλάς όλα Καλύτερα είναι τώρα; Άσε που δε μου χεις δώσει ούτε όνομα «εκείνη κι εκείνη» τι ν’ αυτά; Δε γίνεται να μαι ανώνυμη…. και ξέρω πως θα με πεις… Γωγώ! Αυτό μ’ αρέσει. Να με λες Γωγώ
-Γωγώ!
-Γιατίιι; Μια χαρά είναι.
-Θυμάμαι κάτι κομμώσεις Γωγώ
-Ας λες . είναι παιχνιδιάρικο. Δείχνει μια γυναίκα χαλαρή, ανοιχτή……
-Έτοιμη ….
-Έτοιμη βέβαια. Γιατί όχι; Σαν και σένα που φοβάσαι τον ίσκιο σου; Τάχα μου δήθεν μου είσαι η αθώα. Ε, αφού δεν μπορείς εσύ, άσε με να κάνω όπως ξέρω
-Λες χαζά
-Λες χαζά ….
Την κοίταξα. Με κορόιδευε σουφρώνοντας τη μύτη της. Είχε κλείσει τα μάτια, έτσι έμοιαζε μα κάτω απ’ τα βλέφαρα θα παιρνα όρκο πως με ερευνούσε
Φορούσε τζην κι ένα μπλουζάκι λευκό. Ξυπόλυτη. Καθόταν σταυροπόδι στο πληκτρολόγιο κι ύστερα αφού είδε πως δεν αντέδρασα
…………………………………………………………………………………………..
…………………………………………………………………………………………
Το αυτοκίνητο σταμάτησε δίπλα στη Γωγώ. Φωνή ενθουσιασμού
«Τι γίνεσαι βρε!»
«Σιγά….. σιγά !Το χέρι μου… θα το σπάσεις!»
«Συγγνώμη. Πού είσαι πού χάθηκες ξεκίνησες μπάνια …..»
…………………………………………………………………………………………
Τα μικρά δαχτυλάκια έγραφαν έγραφαν ασταμάτητα
-Είσαι τρελή αν νομίζεις πως θα επιτρέψω τη συνέχεια αυτής της ιστορίας
Πήρε προκλητικό ύφος έσκυψε μπροστά
-Τι θα μου κάνεις;
-Τι θα…. Θα σε σβήσω!
Χοροπήδησε γελώντας
-Δε θα το κάνεις….. Δε θα το κάνεις ….
-Και γιατί δε θα το κάνω; Τι θα μ’ εμποδίσει;
-Εσύ! Με χρειάζεσαι
-Εγώ; Εσένα;
-Αχά! Για να κάνω όλες τις τρέλες που εσύ… δεν….
-Τι λες ….. και μ’ αυτόν κιόλας ….. που τον βαριέμαι αφόρητα
-Του αρέσεις όμως. Δεν είναι σπουδαίο αυτό; Σε θέλει. Θες να σ’ αγαπά μήπως; Αν θες δεν έχω αντίρρηση Και πες μου πως δε σε κολακεύει……
ΣΙΩΠΗ
-Ωχ, με κολακεύει…. Εντάξει. Έχεις δίκιο …..Δε λέω…. Μα…. Δε φτάνει…. Δε μου φτάνει. Θέλω να αρέσω θέλω να με θέλουν
-…..να σ’ αγαπούν….. κορόιδεψε
Ναι..ναι…. να μ’ αγαπούν μα όπως θέλω εγώ (πως μου ξεφεύγαν έτσι οι λέξεις και μάλιστα με πάθος;)
Ξέσπασε σε δυνατά γέλια
-Ακούς τι λες! Ακούς τι ΛΕΣ! Άκου να σ’ αγαπούν όπως θέλεις!
Έμεινα να την κοιτώ. Μήπως και είχε άδικο; Καθένας επιθυμεί τον άλλο όπως εκείνος μπορεί, όπως ξέρει όπως δύναται…..
Γιατί δε φτάνει;
ΒΥΘΙΣΤΗΚΑ
Γιατί ποτέ δε φτάνει η γνώση πως ο άλλος μας αγαπά; Ποτέ δε φτάνει κι ας λέμε το αντίθετο. Λέμε εντάξει μα αν δε μιλήσει τη δική μας γλώσσα στην ψυχή, στο σώμα πώς να ηχήσει πιστευτό;
Και δε σ’ αγάπησα ποτέ αληθινά
εσένα.
Μονάχα την ανάγκη μου. Την ώρα που την θώπευες.
Ποτέ δε σ’ ονειρεύτηκα αλήθεια. Μονάχα όσο γινόσουνα κλωστή
να πλέξω τα όνειρά μου.
Ποτέ μου δε σ’ αγκάλιασα με της λαχτάρας μου την κόψη
κι ας ήσουνα πιο αληθινός εσύ από εμένα
που λέω πως γυρνώ με ξέσκεπες τις λέξεις.
Η αγάπη μου ήταν λειψή
Τα θέλω μου περίσσια
Ναι. Δεν αρκεί.
Εκτός κι αν….
-…… αν η δική μας επιθυμία για τον άλλο είναι μεγάλη και τα παραγνωρίζει όλα … με καμπανιστό γέλιο ήχησαν οι λέξεις
Και για πες τι είναι επιθυμία και τι είν’ αυτό που την προκαλεί;
-Με κούρασες
-Αλήθεια; Ωραία! Θα μ’ αφήσεις να παίξω; Πες μου θα μ’ αφήσεις;
Μ’ έκανε και γέλασα. Τώρα φορούσε βερμούδα μ’ ένα αμάνικο μπλουζάκι. Σπορτέξ και καπέλο ψάθινο.
-Είσαι αστεία. Και δεν μπορείς καν να προσέχεις
-Θες να προσέχω; Μου στειλε ένα φιλί και μου κλεισε το μάτι
«Λοιπόν θα πάμε για καφέ; Τι λες;»
«ας πάμε για μπάνιο και….μα μπες στ’ αυτοκίνητο
Και μετά βλέπουμε τι θα κάνουμεεεεε …..»
Μάκρυνε ο ήχος και τα δάχτυλα και τα πόδια και τα μαλλιά, κύρτωσε το σώμα η οθόνη έγινε ρουφήχτρα, κι ύστερα …….
4 σχόλια:
Πόση αλήθεια...
Πόση που να μπορεί να την αντέξει αδιαμαρτύρητα το μυαλό...
Και δε σ’ αγάπησα ποτέ αληθινά
εσένα.
Μονάχα την ανάγκη μου. Την ώρα που την θώπευες.
Ποτέ δε σ’ ονειρεύτηκα αλήθεια. Μονάχα όσο γινόσουνα κλωστή
να πλέξω τα όνειρά μου.
Ποτέ μου δε σ’ αγκάλιασα με της λαχτάρας μου την κόψη
κι ας ήσουνα πιο αληθινός εσύ από εμένα
που λέω πως γυρνώ με ξέσκεπες τις λέξεις.
Η αγάπη μου ήταν λειψή
Τα θέλω μου περίσσια
Δεύτερη φορά σήμερα που το διαβάζω και με πόνεσε σ' ένα κρυφό σημείο της ψυχής...
Να, σ' ευχαριστώ...
@Φυσικένια
.... οι αλήθειες της ψυχής που ερήμην σου προβάλλουν....
Εγώ σ' ευχαριστώ
Υ.Γ. Λοιπόν είσαι σίγουρα απ' τους δικτυακούς φίλους που θα θελα να σε συναντήσω, να σε γνωρίσω
να τα πούμε δια ζώσης αδερφέ!
Οπότε ή εγώ πρέπει να έρθω προς τα κει ή εσύ προς τα δώ!!!
Η πρώτη μου χρονιά στην εκπαίδευση ήταν το 2005 στην Ηλεία, κοντά στον Πύργο. Πηγαινοερχόμουν Πάτρα συνέχεια!
φιλιά!
:)))))))))))))))))
@Φυσικένια
Θα περιμένω!
(περίμενέ με κι εσύ)
Δημοσίευση σχολίου