Σάββατο 14 Μαΐου 2011

τυχαία ιστορία


Πέθανε μια μέρα εντελώς ξαφνικά κι απροειδοποίητα. Δεν είχε αρρωστήσει, δεν της συνέβη κάποιο ατύχημα, δεν ήταν καν γριά…..
Μια γυναίκα ήταν, με κοινή εμφάνιση που έκανε τα ίδια μετρημένα πράγματα στην καθημερινότητά της, αν και ίσως όχι τόσο συνήθη
Φρόντιζε ελάχιστα το σπίτι της, ετοίμαζε τα απαραίτητα ρούχα, φαγητό και ό,τι άλλο μάλλον γρήγορα κι ύστερα έπαιρνε την τράπουλα και ώρες ατέλειωτες έριχνε πασιέντζες. Mε πείσμα όταν δεν έβγαινε κι όταν πάλι έβγαινε, με απογοήτευση

Οι έξοδοί της σπάνιες. Όταν τη ρωτούσε κανείς, απαριθμούσε ένα σωρό χώρους που της άρεσε να επισκέπτεται, θέατρο, κινηματογράφο, συναυλίες, εκθέσεις, εκδρομές -προπάντων εκδρομές- αλλά η αλήθεια ήταν πως σπάνια να την έβλεπε κανείς σε τέτοιες συναθροίσεις κι όταν συνέβαινε φορούσε ένα χαμόγελο συγκατάβασης σαν να είχε υποχωρήσει χάριν άλλου. Και μάλλον αυτό έτσι ήταν γιατί τότε ο άντρας της φαινόταν περισσότερο απελπισμένος παρά χαρούμενος. Τον καιρό βέβαια που έμεινε παντρεμένη. Ένα μικρό χρονικό διάστημα που την έβγαλε έξω απ’ το σπίτι στηριγμένη σε μπράτσο, με το κεφάλι στητό, αμίλητη, με μια εμφανή προσπάθεια να κατανοήσει όσα έβλεπε. Ναι προσπαθούσε. Και στους χαιρετισμούς ανταπέδιδε με χαμόγελο ευγένειας και παλιομοδίτικο κούνημα του κεφαλιού
Έμενε αν και όχι έγκλειστη, όμως κλεισμένη. Ίσως να απέκλειε τον εαυτό της από έναν κόσμο που δεν κατανοούσε ο ένας τον άλλο. Εκείνη αυτούς, αυτοί εκείνη.
Για κάποιο λόγο όμως που δεν ήταν απόλυτα εμφανής οι άλλοι, οι απέξω, την αποζητούσαν και την έβρισκαν. Ποιος ξέρει γιατί, την είχαν εντάξει στην καθημερινότητά τους με μικρά μηνύματα όλο τρυφερότητα, μακριά τηλέφωνα και κάποτε επισκέψεις αν και όχι τόσο συχνές
Σίγουρα κάτι υπήρχε που τους έκανε να την εμπιστεύονται. Της άφηναν σημαντικά κομμάτια του εαυτού τους όχι τόσο για να τους τα φροντίσει όσο για να βοηθηθούν οι ίδιοι στη διαχείριση του. Πήγαιναν στην αρχή αμήχανοι κι όσο πήγαινε ο καιρός όλο και πιο ευχαριστημένοι που είχαν κρατηθεί και δεν ταν χαν πει πουθενά. Εκείνη ήταν μόνο ο δικός τους καθρέφτης που μπορούσαν να δουν καθαρότερα ή ένα βαθύ πηγάδι. Είχαν σταθεί στο χείλος του κι είχαν φωνάξει το βαθύ τους μυστικό.

Καμιά φορά έφευγε κι ήταν τότε που γέμιζε πολύ. Έλειπε τότε λίγο ή και πολύν καιρό. Πως πήγαινε να δει συγγενείς που είχε πεθυμήσει έλεγε ή πως κάποιο κληρονομικό θέμα που έπρεπε να διευθετηθεί προέκυψε και άλλα παρόμοια κι ας μην της ζητούσαν το γιατί και πιο πολύ σαν να θελε να δικαιολογήσει μια αναχώρηση αφού δεν υπήρχε χρεία εξήγησης…. Σε ποιον άλλωστε….

Τον τελευταίο καιρό –αυτό το είπανε μετά- τον τελευταίο καιρό πάντως σα ν’ άρχιζε να ξαναβγαίνει. Όχι σπουδαία πράγματα. Πάντως τη βλέπανε να περπατά στον κήπο-έναν κήπο ρημαγμένο, όλο χορτάρια ψηλά. Να ρθω να τον καθαρίσω μια μέρα της έλεγε ο πρώην άντρας της που μετά που χώρισαν της έγινε ο πιο συχνός της επισκέπτης.
Κουνούσε το κεφάλι της αρνητικά πάντα στην πρότασή του. Θα σε φάνε τα φίδια μια μέρα... τη φοβέριζε …. Αν δεν θέλεις εμένα βάλε κάποιον άλλο …. Τότε του άγγιζε το χέρι και μένανε σιωπηλοί για ώρα πολλή. Κι ύστερα κάποια στιγμή σαν να ξύπναγε από λήθαργο σηκωνόταν αυτός να πηγαίνω της έλεγε πέρασε η ώρα, σήκωνε το χέρι σαν να θελε να την ακουμπήσει δεν το έκανε όμως ποτέ δεν το έκανε, μούτρωνε δίχως λόγο κι έφευγε παραμιλώντας.
Τι στο διάβολο έρχομαι μουρμούραγε κι αυτό βάσταξε κανένα πεντάρι χρόνια μέχρι που ξαναπαντρεύτηκε μια χήρα από την Ουκρανία ή τη Ρωσία ποιος να θυμάται τώρα- ψηλή γεροδεμένη με πλούσιο στήθος και γερά λαγόνια που του έκανε δυο παιδιά. Τότε σταμάτησε για λίγο να πηγαίνει. Μέχρι που ένα βράδυ- ίσως να χε πιει κανένα ποτηράκι παραπάνω- χτύπησε την πόρτα της. Του άνοιξε όπως τότε, όταν ερχόταν απ’ τη δουλειά. Πεινάς; τον ρώτησε μόνο κι αυτός μην ξέροντας τι να πει κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Του έβαλε να φάει κι ύστερα τον ακούμπησε στο χέρι. Έχω δυο παιδιά της είπε. Δεν απομακρύνθηκε. Άφησε εκεί το χέρι της πάνω στο δικό του κι εκείνος άρχισε να της λέει για το γιο του και την κόρη του τίνος έμοιαζαν πως τα έλεγαν τι έλεγαν….. ένα σωρό τρυφερά καμώματα ήρθαν εκεί στη μέση απ’ το δωμάτιο. Ανάμεσά τους; Όχι

Όση ώρα διηγιόταν δεν τη κοίταξε παρά στο τέλος περίεργα ανακουφισμένος αναπάντεχα ευχαριστημένος. Από τότε του μεινε συνήθειο να ρχεται απογεύματα καμιά φορά μετά τη δουλειά πριν πάει σπίτι του, να της πει για τη μέρα που πέρασε μικρά και μεγάλα, ασήμαντα ή όχι, τα κουβαλούσε βιαστικά και τ’ άφηνε εκεί στη μέση.
Δεν του έλεγε τίποτα. Ούτε καλό ούτε κακό. Τον άκουγε μόνο. Και καμιά φορά ξεροκατάπινε κι έβαζε τότε το χέρι στο λαιμό της

Έτσι πέρασε κάμποσος καιρός μέχρι που λίγους μήνες πριν έπαψε να της μιλά. Ερχόταν έφευγε δίχως ούτε λέξη. Έμπαινε, καθόταν, κοιτάζονταν αμίλητοι κι ύστερα σαν όπως όταν λέγονται τα περίσσια και ακούγονται όσα δεν πρέπει σηκωνόταν απότομα κι έφευγε
Μόνο ένα βράδυ την ώρα που σηκώθηκε όρθιος χαμογέλασε λίγο, κοίταξε ψηλά, στύλωσε το βλέμμα στο κουρτινόξυλο…. όποτε θέλεις να τις κατεβάσεις … τις κουρτίνες λέω πες μου να ρθω …. είπε. Μη ντραπείς…. κούνησε το κεφάλι εκείνη σαν να είχε κατανοήσει την κουβέντα. Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή. Έπρεπε να φύγω … έπρεπε να φύγω για να γυρίσω πίσω
Το χέρι του ταξίδεψε από τα μαλλιά στο πρόσωπό της με μια έκφραση έκπληξης. Το δικό της στάθηκε στο λαιμό της.

Πνιγμός, έγραψε ο ιατροδικαστής στο πόρισμά του

6 σχόλια:

δήμητρα♥♥♥q είπε...

Mα βλέπεις... αναδύεται ξανά.
Εκείνο το γιατί που μας βασανίζει.
Γιατί???
Γιατί να πρέπει να φεύγουμε για να μπορούμε να γυρίσουμε?? Γιατί αφήνουμε ανέγγιχτο ό,τι νομίζουμε δεδομένο...
Νομίζουμε λέω..
γιατί δεδομένο αληθινά δεν έχουμε ΤΙΠΟΤΑ.

blackbedlam είπε...

Σαν σενάριο του ΄50 που διαδραματίζεται σε γειτονιά των Δυτικών συνοικιών.
Τόσο αληθινό και τρυφερό με μια βαθιά πίκρα όμως για όσα θα έπρεπε και δεν ειπώθηκαν.
Για όσα θα μπορούσαν να γίνουν και δεν έγιναν,για τα χρόνια που αφήνουμε να περνούν χωρίς να τα γευόμαστε και δίχως να αγγίζουμε την αλήθεια τους.
Χαμένοι και χωμένοι σε μια πραγματικότητα και μια καθημερινότητα,απογυμνωμένη από την δική μας παρουσία,χωρίς την δική μας σφραγίδα.

meril είπε...

@δήμητρα

Δεδομένο ...όντως τίποτα
Αυτό ωστόσο πόσο το θυμάται κανείς την ώρα που τρέχει όλο τρέχει περνά προσπερνά κυνηγά τι τι ποιος το ξέρει μα ίσως έτσι πρέπει να γίνεται για να βρεθεί ο δρόμος του γυρισμού
ξανά

ευχαριστώ

meril είπε...

@Black Bedlam

αυτή είναι η ζωή γλυκιά μου
Δύσκολο να μετρηθούν τα πράγματα στην ώρα τους
λίγοι είναι οι τυχεροί που το καταφέρνουν
οι λοιποί ...ετεροχρονισμένα...λυπούνται

σ' ευχαριστώ

Unknown είπε...

εγώ το έχασα αυτό
αλλά δες, ήρθε μόνο του μπροστά μου

γιατί άραγε;;

meril είπε...

@meggie
...σε είχα προειδεάσει ωστόσο....

:)))