«Κραταιά ως θάνατος η αγάπη»
Γέλασε η Μιρελίνα όταν πρωτάκουσε το στίχο του ποιητή. Γέλασε με την καρδιά της . Αυτή τα χε όλα ξεκαθαρίσει, όλα τακτοποιήσει μέσα της. Αγάπη! Σιγά! Σεξ ναι. Αλλά…… άλλο σεξ….. άλλο αγάπη
Κάτι ήξερε ο πατέρας της
Αγάπη….η αγάπη είναι μόνο για τα δεκατετράχρονα άντε ως τα δεκαπέντε και μετά….
Και συμπλήρωνε η νόνα της
….μετά μάτια… δεν αγαπιούνται πλιο…. Δαγκάνονται…. Μπαίνει ο γωισμός στη μέση…
Αλλά το σεξ….. το σεξ είναι ανάγκη βιολογική σαν την πείνα και τη δίψα. Το σώμα σου λαχταρά ένα άλλο σώμα. Ένα Σώμα!
Ψυχή και αηδίες που θα λεγε και η μάνα της πως της ήρθε και τη θυμήθηκε τώρα…..
Ναι. Ένα άλλο σώμα ….. ανάγκη ή μπορεί να φταιγε ένα απομεινάρι θύμησης που θέλει έναν άντρα να κοιμάται στο μαξιλάρι ….
Μπλεκότανε καμιά φορά με κάποιον αλλά
Η φιλία φιλία το σύνορο στη γκορτσιά
Που πάει να πει τα μέσα της τα χε φυλαμένα
Μιρελίνα δε σκέβγεσαι εσύ για παντρειά; Να κάνεις ένα παιδί δε σκέβγεσαι; Έτσι θα πορευτείς μωρέ τσιούπρα μ’; Μπιτ δε σου παένει το μυαλό;
Τ’ άκουγε και γέλαγε. Στην αρχή μάλιστα ξεκαρδιζότανε
Η γιαγιά απτόητη. Ειδικά όταν πρωτόπιασε δουλειά στο νοσοκομείο
Κανα γιατράκο μάτια….. κανένας καλός δεν είναι για τ’ εσένα;
Την άκουγε και έκλαιγε απ’ τα γέλια η ξανθιά ακόμα απ’ τη μάνα της Μιρελίνα.
Αχ, μωρέ γιαγιά μου…. γιαγιά μου…. να ξερες πως τους βλέπω τους γιατρούς μες στο χειρουργείο … βουτηγμένους στο αίμα το ξένο και τον ιδρώτα. και στο φόβο τους….. άσε που νομίζουν πως είναι Μικροί θεοί….. σε βλέπουν…. Μυρμήγκι και χειρότερα….
Κι ύστερα …..
Στην αρχή μια φορά χάθηκε μια ασθενής εκεί πάνω στο τραπέζι μια γυναίκα νέα ήταν γύρω στα 30 από ατύχημα και δεν τα κατάφερε κι ο γιατρός νέος κι αυτός δεν άντεξε τη μάχη με το θάνατο, τον βρήκε να κάνει εμετό κι όπως τον ακούμπησε στην πλάτη την έστησε στον τοίχο και μπήκε μέσα της χωρίς άλλο λόγο, ν’ αδειάσει την έντασή του
Όρκο έκανε να μην ξαναμπλεχτεί μαζί τους
Έτσι πήρε σβάρνα όλες τις επαγγελματικές τάξεις αποφεύγοντας κύκλους με διανοούμενους ή με πολλά πτυχία. Αυτή τους άντρες τους ήθελε να πατούν στη γη. Ν’ αγγίζουν το σώμα της με τα χέρια. Και το μυαλό τους να ναι εκεί κι όχι αλλού. Να την ζητούν στο φως της μέρας δίχως ατμόσφαιρες, φτιαχτά σκηνικά. Ήθελε να πατά στη γη μέσα από άντρες ωμούς
Με τους χασάπηδες είχε πολύ πάρε δώσε και με κάτι εκδορείς…. Την ανατρίχιαζε η ιδέα πως τα χέρια που την αγκάλιαζαν αφαιρούσαν χωρίς σκέψη τη ζωή….
Κι αφού περιόδευσε σε χειρώνακτες, εξέπεσε σε σώματα ασφαλείας, πορτιέρηδες, μπάρμαν και γκαρσόνια σε νησιά τους μήνες του καλοκαιριού. Ύστερα ήρθανε μήνες στερημένοι με το ντόπιο στοιχείο να φυραίνει και στράφηκε σε αλλοεθνείς
Κόντευε τα πενήντα. Ακόμα το νοιωθε το σώμα της. Είχε καταφέρει να κρατήσει το χρόνο μακριά μα πόσο ακόμα………
Ένα παιδί ωρή τσιούπρα μ’
Άρχισε να της γίνεται εμμονή. Ένα παιδί. Ήθελε ένα παιδί.
…………………………………………………………………………………………
Νομίζω πάντα φεύγαμε από τον τόπο μου. Ήταν η φτώχεια που μας έδιωχνε. Πρώτα πηγαίναμε σε γειτονικά μέρη μα ο πόλεμος φούσκωσε τη θάλασσα και μπήκαμε όλοι μέσα κι έπρεπε να φύγουμε μακριά.
Άκουγα να μιλάνε για περάσματα, για δυσκολίες, για θανάτους, για χρήματα. Κι όσο πιο πολλά λέγανε, όσο πιο δύσκολα τα παράσταιναν, τόσο όλοι κάναμε αμάν να φύγουμε. Να φύγουμε!
Μιλάγανε και για χρήματα. Όλοι κάνανε οικονομίες ακόμα κι οι γέροι να τις δώσουν στους πιο νέους και να φύγουν…. να φύγουν
Ήτανε κι οι ταραχές….. κι άμα είσαι νέος έρχεται ο ορίζοντας και κλείνει μπαίνει μες στο σπίτι σου και μια μέρα λες αέρα μωρέ! Αέρα!
………………………………………………………………………………………………….
Εγώ την Ελλάδα δεν την ήξερα, δεν την είχα ακούσει…. Αμερική λέγανε, μα ήτανε μακριά κι έμενε η Ευρώπη.
Ευρώπη! Γυναίκες αμάξια λεφτά! Λεφτά!
Ποιος είχε λεφτά; Μα τι να έκανα;
Το αίμα του διπλανού ήρθε αυλάκι μέχρι το σπίτι μου κι έτρεξα παρακαλώντας. Αμάν! Πάρε με να φύγω! Μόνο να φύγω!
…………………………………………………………………………………………
Γιε μου μουρμούραγε η μάνα και τον κοίταξε
Βιαστικά έδωσε απαντήσεις σε ερωτήσεις που κανείς δεν άκουσε
Μη φοβάσαι μάνα. Μη φοβάσαι! Ο άνθρωπος τα ξέρει τα περάσματα τα σίγουρα. Εκείνοι που χάνονται είναι όσοι δεν ξέρουν. Μα αυτός, όλοι το λένε είναι ο καλύτερος. Τα χει όλα μελετημένα. Θα μπούμε στην Τουρκία από μέρος αφύλαχτο που δεν το ξέρουνε πολλοί κι οι συνοριοφύλακες είναι μιλημένοι και ύστερα μάνα μου…. Ύστερα… άνθρωποι δικοί του θα μας πάνε στην Ελλάδα.
Και τι είναι η Ελλάδα μάνα; Η πόρτα της Ευρώπης είναι! Κι όλοι οι δρόμοι ανοιχτοί! Τι να κάνω εδώ μάνα; Τι με θέλεις εδώ; Αν μείνω θα κλάψεις…..
Σώπα! Είπε και σκέπασε το πρόσωπό της με το βαρύ της πέπλο, το μαύρο. Χήρα η Φατίμα, αυτόν τον γιο καμάρωνε. Ο ήλιος της ήταν κι αν χανόταν….
Δεν του μίλησε του βαλε μόνο στη χούφτα όσα λεφτά είχε μαζεμένα απ’ τον καιρό που ζούσε ο άντρας της κι ύστερα μ’ ένα μικρό δισταγμό έβγαλε απ’ το χέρι της το δαχτυλίδι με το μεγάλο πράσινο σμαράγδι
Πάρτο! Βρες μια γυναίκα να σ’ αγαπά και φέρε την. Μπορεί το κισμέτ σου να ναι πέρα από τη θάλασσα.
Της το χε δώσει ο πατέρας του και σε κείνον ο δικός του. Μετρούσε γενιές πίσω το δαχτυλίδι με το μεγάλο πετράδι, σε δυο φίδια ανάμεσα
………………………………………………………………………………………
Τελευταία την είχε πιάσει μανία με τα γυμναστήρια. Πάντα της ενεργητική ήταν δε στεκόταν πουθενά όλο κίνηση μα τώρα με λύσσα καταπονούσε το κορμί της. Καμάρωνε που οι άλλοι θαύμαζαν την αντοχή και τη δύναμή της. Κι όσο την κοίταζαν τόσο χτυπιόταν πάνω από τα μηχανήματα η Λίνα. Ποιος να τη φώναζε πια Μιρελίνα; Μόνο η νόνα. Οι άλλοι νωρίς νωρίς φύγανε δίχως να προλάβουν τις αθλητικές της επιδόσεις
Κοίτα μπράτσα γιαγιά! Κι έφερνε τα χέρια μπροστά στα μάτια της γριάς μα εκείνη
Έστριψες μάτια! Έναν άντρα ορή τσούπρα μ’ κι ας τα πιγνίδια!
Θα πάω μι του μαράζ’ ορή κοπέλα μ’
Δεν ήταν που έψαχνε για άντρα η Μιρελίνα, ήταν που ήθελε το παιδί. Ένα παιδί. Της είχε κολλήσει Και γι’ αυτό της ήταν αναγκαίος.
………………………………………………………………………………………….
Τον Χατούν τον συνάντησε στο γυμναστήριο. Αυτός δούλευε εκεί. Αυτό το μαθε μετά
Στην αρχή πρόσεξε τα μάτια του. Πράγμα εντυπωσιακό αν σκεφτεί κανείς πως τόσον καιρό μούσκουλα και πισινούς κοίταζε (το πρόσωπο το άφηνε για το τέλος)
Πρόσεξε τα μάτια του αθώα και ντροπαλά της φάνηκαν.
Ανατρίχιασε
Λιονταρίνα ήταν. Βρήκε το θήραμά της.
…………………………………………………………………………………………
Τον οδήγησε στο σπίτι της. Τον κράτησε μια νύχτα, δυο, την τρίτη έφυγε και τον έχασε κάμποσες μέρες. Τον ξαναβρήκε τυχαία
Χάθηκες κι απ’ το γυμναστήριο….
….. με πιάσουν…… της είπε
Μάθαινε γρήγορα μα τα λεγε μισά ακόμα
Ποιοι; Λήστεψες τράπεζα; Του είπε και γέλασε δυνατά.
Πάνε πίσω εμένα. Πίσω. Εγώ όχι. Εγώ πάω Ιταλία
Πάμε σπίτι. Έλα πάμε σπίτι…..Θα μείνεις μαζί μου. Θα σε προσέξω εγώ.
Σχεδόν τον απήγαγε …..
Πέρασαν οι μέρες που τον μελέταγε κι ένα βράδυ του το είπε ήσυχα ήσυχα
Θα παντρευτούμε. Κι ύστερα καθώς εκείνος έμενε αμίλητος συνέχισε παιχνιδιάρικα…. Δε σ’ αρέσω;
Αρέσεις… ….
Δεν ήξερε τι να πει….. τι να της πει
Την κοίταξε.
Δικοί σου; Είπε μόνο. Δεν ήθελε να ρωτήσει αυτό μα κάτι έπρεπε να πει
Οι γονείς μου έχουν πεθάνει θα σε πάω στο χωριό να δεις τη γιαγιά μου
Το χωριό της ήταν μέσα σε βουνά. Δεν το περίμενα. Την έβλεπα καλοντυμένη όλο αρώματα και τώρα ένα χωριό κλεισμένο. … κόντεψα να βάλω τα κλάματα όταν το δα…. Μικρό πολύ μικρό μόνο γέροι και γριές. Οι γριές φορούσαν στο κεφάλι μαντίλι. Στην αρχή έτσι όπως τους είδα….. πολλοί δίχως δόντια, ζαρωμένα πρόσωπα, σκούρα ρούχα …. Να! Λίγο πιο καλυμμένο να ταν το πρόσωπο θα νόμιζα πως ήμουν…
Μου ήταν -έτσι μου φάνηκε- γνωστό μέρος.
Η γιαγιά της ήταν γριά και μαυροντυμένη. Ένας άνθρωπος μια σταλιά. Η Λίνα τη φώναξε κι εκείνη βγήκε στην αυλή γκρινιάζοντας. Δεν ήξερα τι έλεγε μα φαινόταν από τον τρόπο
Όταν μας είδε χύθηκε κι αγκάλιασε την εγγονή της. Εκείνη γελούσε νευρικά με έδειξε και κάτι της είπε που δεν άκουσα.
Η γριά με κοίταξε πολύ σοβαρά. Ύστερα έπιασε το κεφάλι μου και το πλησίασε στο πρόσωπό της. Μουρμούριζε σιγανά σιγανά κι όλο με κοίταζε στα μάτια. Στο τέλος σαν να πήρε πια απόφαση με φίλησε στο μέτωπο
Να στε ευτυχισμένοι γιε μου είπε και το κατάλαβα γιατί το πε πολύ καθαρά και μετά πρόσθεσε και με γιους
Ήμουν πολύ ευτυχισμένος. Αυτή η γυναίκα μύριζε λίγο ….. όπως οι δικές μας μυρωδιά από ζώα. Όχι, τόσο ταγκιά μυρωδιά- η γριά σίγουρα θ’ άλλαζε συχνά τα ρούχα της-, μα …. Λίγο και θα λεγα πως ήταν συγγένισσα μου που χε μόλις πλυθεί.
Μωρέ γιαγιά και σου χω πει πως δεν αντέχεται η μυρωδιά είπε η Λίνα . Και μού λειπε πολύ η μάνα μου γιατί αλλιώς δε θα ρχιζα να κλαίω στη μέση μέση ενός ξένου σπιτιού. Μου λειπεν η μάνα μου, η έννοια της, τα μουρμουρητά και οι προσευχές της να είμαι καλά, να βρω μια καλή γυναίκα, να μην ξεχνώ να μην ξεχνώ….
Με χάιδευεν η γριά, η Λίνα, δεν καταλάβαινε τι είχα πάθει μα όσο έβλεπα το πρόσωπό της τόσο ερχόμουνα στη γη, την άλλη γη, την ξένη απ’ τη δική μου. Με τα σπίτια τα άλλα. Πώς μπόρεσα να μπερδευτώ….
συνεχίζεται......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου