
Ο άντρας και η γυναίκα συναντήθηκαν μάλλον αργά. Κι αυτό συμπερασματικά το λέω καθώς ήτανε κι οι δυο πολύφερνοι και κινητικοί άνθρωποι, καθώς μου μαρτυρήθηκε,
με πολλές δουλειές και σπουδαία πράγματα μπροστά τους κι ίσως γι’ αυτό και δεν είχαν βρει ο ένας τον άλλο. Άλλωστε δεν αναζητούσε κανείς κανένα και όταν συνέβη αυτό απόρησαν. Kαι περισσότερο, το πόσο έκπληκτους τους άφησε η γνωριμία τους.
Μα ήσαν τόσο αλλιώτικοι…..
Μόλο που αγαπούσαν τα ίδια πράγματα, τα αγαπούσαν εντελώς διαφορετικά και σε άλλη χρονική στιγμή καθένας. Αλλά φαίνεται ο χρόνος που πάντα παίζει θα πάγωσε στιγμές, θα επιβράδυνε ή θα επιτάχυνε πράγματα και θα τυχε να συμπέσουν οι επιθυμίες των αταίριαστων. Ή αλλιώς η επιθυμία του άντρα και της γυναίκας
Η πρώτη εντύπωση ήταν θαυμασμός κι ο καθένας τους έσπευσε να στήσει θρόνο για τον άλλο, να του φορέσει μανδύα βασιλικό και να του δώσει σκήπτρο εξουσίας….. Και τόσο τους άρεσε που νομίζοντας πως η στιγμή διαρκούσε ακόμα είπαν να παίξουν. Κι ονόμασαν το παιχνίδι «έρωτα».
Κι εδώ κι αν θέλω να μαι αντικειμενικός παρατηρητής να πω πως δεν είμαι σίγουρος ποιος πρώτος έκανε την αρχή. Κι αν ο άντρας σαν κυνηγός έστησε δίχτυα ή αν η γυναίκα έβαλε τον εαυτό της σ’ αυτά.
Κι ακόμα μπορεί το αντίθετο να γινε. Η γυναίκα να επιθύμησε το παιχνίδι καθώς αυτή ναι λένε η φύση της και ο άντρας κολακευμένος να συγκατάνευσε
………………………………………………………………………………………….
Το παιχνίδι «έρωτας», είναι αδηφάγο.
Αυτό κανείς το ξέρει όπως τόσα και τόσα μα σαν έρθει η ώρα που το κάθε τι σου σημαίνει και σου γίνεται αγκάθι στη σάρκα, τρομάζεις.
Και η γυναίκα φοβήθηκε καθώς και ο άντρας. Κι εσκέφτηκαν πως θα φαγωθούν κι ήταν τόσες οι δουλειές και τα σχέδια τα προσωρινά αφημένα ….
Πολλές οι απώλειες σκέφτηκαν κι οι δυο, μεγάλα τα ρίσκα για ένα παιχνίδι που δεν ανέβαζε καν την αδρεναλίνη, έντυνε μόνο γυμνές όψεις με ένα τρυφερό τρόπο που άρεσε τόσο και στους δυο
Και τότε ο άντρας που από πάντα λένε πως είναι πιο αποφασιστικός, καίριος , τολμηρός και γενναίος, έτοιμος να βαστήξει τα φορτία των πόνων -των διαχειρίσιμων οπωσδήποτε- (αν και μπορεί να γινε επειδή απηύδησε από το ανόητο χάσιμο χρόνου), είπε
«Το παιχνίδι λαμβάνει τέλος».
Και η γυναίκα είπεν «εντάξει» γιατί αυτό είναι το φυσικό της να λέει ναι μα επειδή συνάμα εννοεί όχι
πίσω από τη γλώσσα έκρυψε επιθυμίες και βάλθηκε να μην περάσει του άντρα η εκφρασμένη θέληση.
.
Τότε ο άντρας εθύμωσε. Και ύστερα θύμωσε και η γυναίκα. Κι άρχισε ο ένας να κατηγορεί τον άλλο για διγλωσσία ή ακόμα χειρότερο για άλλον τρόπο έκφρασης. Ξένον.
Κι εγίνανε φιδίσιες οι γλώσσες τους κι άρχισαν να δαγκάνονται. Και να χύνουν δηλητήριο άκριτα.
Κι αφού τίποτα δεν εκατάφερναν και δεν μπορούσε ο ένας να εξαλείψει τον άλλο, πήραν κοπίδι κοφτερό κι άρχισαν χρατς ο ένας…. χρουτς ο άλλος….. με βια να κόβονται. Όσο που δεν κράτησαν μέσα τους απολύτως τίποτα. Μόνο τον άδειο θρόνο που μ’ ένα τίναγμα τον ξεπάστρεψαν κι αυτόν.
Και είπανε κι οι δυο, καθένας χώρια
«Τώρα είμαι ευτυχής»
Κι άναψαν φωτιά να κάψουν τα κομμάτια και να εξαγνιστούν.
Όμως το Βράδυ είχε φτάσει και κρύο διαπέρασε τη γύμνια τους. Κι επλησίασαν τη φωτιά. Η φλόγα τους άρπαξε και τα σώματα λαμπάδιασαν μιαν ύστερη στιγμή.
Κι ύστερα τίποτα πια
Κι ο μύθος λέει πως πρώτα η φλόγα της γυναίκας πετάχτηκε κι η φλόγα του άντρα την αγκάλιασε κι ήτανε πάλι μια στιγμή όσο που σβήστηκε κι έμεινε η στάχτη
Κι αν αυτή τη διήγηση την έγραψε η ανάγκη των ανθρώπων να πιστεύουν πως κυκλώνουνε οι καιροί κι όσα χάνονται βρίσκονται και τα μονοπάτια της αγάπης απαντιούνται ξανά, δεν το ξέρω
Αλλά αν ρωτάτε τη γνώμη μου θα σας έλεγα πως την έγραψε πιο πολύ ο θυμός και η απελπισία όλων εκείνων που δεν κατάφεραν ποτέ με σεβασμό, ν’ αγγίξουν τις στιγμές που τους δώρισε η ζωή, παρά ύστερα προτίμησαν στην ελπίδα ν’ αγκιστρωθούν.
Δεν ξέρουν τάχα πως η ελπίδα, λέξη στέρφα είναι τον περισσότερο καιρό;