
Όσοι μας ερωτεύτηκαν ευλογημένοι να ναι
Κι όσους ερωτευθήκαμε να χουνε πάντα δρόσο
Τίποτα δεν άλλαζε στην επιστροφή του εδώ και πολύν καιρό. Οι ίδιες αυτοματοποιημένες κινήσεις, ο ίδιος μονότονος τρόπος, να μπαίνει στο σπίτι του, ή σε ό,τι τέλος πάντων το αποτελούσε
Άνοιγε την πόρτα. Όπως κάθε φορά την έσπρωχνε κι εκείνη δεν αντιστεκόταν λες κι ήταν μαθημένη….
Ύστερα έπεφτε με τα ρούχα στο κρεβάτι και παραδιδόταν άνευ όρων, σε ύπνο βαρύ, θανατερό, ανάμεσα σε υπολείμματα ποτού και υποψίες παλιού εμετού με μια επιθυμία που δεν προλάβαινε να την ονομάσει.
Να φτανε….
Αν ήταν άλλος θα κοντοστεκόταν για λίγο έτσι όπως θα τον έπαιρναν απ’ τα μούτρα οι μυρωδιές. Θα φραζαν τα ρουθούνια του από έντονη οσμή οινοπνεύματος μούχλας και μαζί κλεισούρας
Κι αν ήταν άλλος θα πρόσεχε τους θλιβερούς σχηματισμούς στο ταβάνι και τους τοίχους, ζωγραφιές της υγρασίας που τη γιγάντωνε μια ανήλιαγη κατάσταση.
Αν ήταν άλλος….
Να φτανε…να φτανε…..στο τέλος του πηγαδιού να φτανε….
Καμιά φορά, όταν έβλεπε τα μάτια των άλλων, νόμιζε πως δεν είχε πια κάτω κι ύστερα κατρακυλούσε κι άλλο κι άλλο….απύθμενο ήταν απύθμενο….
Ποιος ασχολιόταν μαζί του;
Από μια στιγμή και μετά κανείς.
Τον άφησαν μόνο να πίνει και να πίνεται, άλλοτε με κουβέντες ασύνδετες κι άλλοτε εντελώς αμίλητος. Κι όσο πήγαινε ο καιρός, τόσο η αμιλησιά τον κύκλωνε. Αυτόν που τόσο πολέμησε για να γλιτώσει απ’ τη βουβαμάρα …
Όταν έπινε όλα καθάριζαν. Το μυαλό εντόπιζε δίχως λοξοδρομίσματα το στόχο και η γλώσσα λαγάριζε. Ροδάνι έτρεχε ξέροντας τι πρέπει να πει, κάθε φορά ό,τι έπρεπε στην περίσταση σαν να πούμε … κέρασέ τονε ή να ζητήσει το λόγο αν ένοιωθε πως τον έριχναν, να βρίσει με τα πιο δύσκολα και χυδαία λόγια, αυτά που κρατούσε σφαλιχτά γιατί τα μπέρδευε.
Και το σπουδαιότερο. Να σταθεί απέναντι στα θηλυκά άντρας. Να ξεπεράσει τ’ αγκάθια που του φράζανε το δρόμο και χαλαρός άνετος να πειράξει τη γυναίκα. Μια γυναίκα. Με τον τρόπο των συνομηλίκων του, αυτόν τον τρόπο που τον ζήλευε όταν ήταν νηφάλιος.
Να την πει κούκλα μου και μάνα μου και ό,τι άλλο για να την καλέσει να τη μαυλίσει να την ξεσηκώσει ή θυμωμένα να τη διώξει (λες κι ήτανε δυνατό) ….
Να την πει….να της πει….
Όλα τα μπορούσε. Άμα κατέβαινε στο λαρύγγι το οινόπνευμα, όλα γινόταν εύκολα…
Όλα του δύσκολα. Και η δουλειά. Αυτό το σπουδαιολογούσαν περισσότερο οι γύρω του τον καιρό που ήταν ακόμα πολύ νέος κι άλλοι είχαν την έγνοια του….
Ντροπαλός από φυσικού του, αδύναμος να επιλέξει, αφηνόταν πιστό σκυλί σ’ ό,τι τον διάλεγε, δύσκολο να ξεμάθει ν’ αλλάξει.
Του τύχαινε καμιά φορά δουλειά πιο τακτική αλλά η προσκόλησή του σ’ ό,τι ήξερε δεν τον άφηναν να στεριώσει και γύρναε πάλι πίσω στο μια στις τόσο …
Κατέληγε μόνιμος άνεργος. Μια δυο τρεις το πήραν κι οι δικοί του απόφαση πως έτσι θα την έβγαζε με δουλειές του ποδαριού. Τον παράτησαν.
Ο ίδιος …σκοτίστηκε; Κι αν σκοτίστηκε το κράτησε για τον εαυτό του.
Λειτουργούσε με τρόπο αυτόματο. Τρόπο επιβίωσης. Ήξερε πώς να σταθεί
από ένστικτο κι όχι από τη γνώση που δίδουν τα βιβλία ή η εμπειρία. Το σώμα επέλεγε το σωστό δρόμο δίχως να χρειαστεί να πληρώσει τίμημα δυσανάλογο.
Μόνο με το πιει, δεν τα κατάφερε στην ισορροπία. Ήτανε τόσο το άνοιγμα που νόμιζε πως έβλεπε που ακόμα κι αν του μιλούσε το σώμα, δεν το άκουγε.
Γι’ αυτό του αφέθηκε τόσο πολύ. Γι’ αυτό το εμπιστεύτηκε. Γι’ αυτό του παραδόθηκε.
Για κείνη τη γλώσσα που μπορούσε να μπαίνει σε λειτουργία, να βρίσκει εύκολα τα μονοπάτια και να μη σκοντάφτει
Για κείνη τη γλώσσα. Για κείνη τη δύναμη των λέξεων.
Όταν κυριεύτηκε εντελώς απ’ το οινόπνευμα και οι δυνάμεις του μία μία άρχισαν να ατονούν, σκέπασε τον καθρέφτη της εισόδου όπως θα τον σκέπαζαν σε παλιότερες εποχές σε περιόδους πένθους.
Δυσκολευόταν να αναγνωρίσει απέναντί του εκείνον τον άντρα με τα σκαμμένα μάγουλα, τα μάτια τα βαθουλωμένα, το κορμί που σκέβρωνε
Κορμί που δεν μπόρεσε ή δεν πρόλαβε να το χαλαλίσει σε καμιάν αγάπη.
Αφέθηκε στα ώριμα χάδια των γυναικών που ήταν στη δύση κι άπλωναν συχνά χέρια άγαρμπα να δρέψουν να γευτούν ό,τι….ό,τι
Είχε γίνει πολλές φορές στόχος τους κι έτσι που μιλούσε λιγοστά τις ερέθιζε ακόμα περισσότερο
Μα τόσο μόνο. Αυτό μόνο…
Από κείνο τον καιρό του χε μείνει ένα συρτάρι γυναικεία εσώρουχα. Το άνοιγε συχνά, τα κοίταζε, τα μύριζε, κατέβαζε ύστερα το παντελόνι κι ολοκλήρωνε ανάμεσα στη χρωματική τους απαλότητα και τη μνήμη της σάρκας που φιλοξένησαν
Του τα δίνανε ή τα παιρνε μόνος του; Λίγο μπερδεμένα ήταν στο κεφάλι του.
Τα πράγματα μάκραιναν κόνταιναν, συγχέονταν, παιχνίδι που δεν έβρισκε άκρη
Τελευταία δεν έβρισκε άκρη πουθενά. Τι έφταιγε; Τι του έφταιγε;
Το κυνήγι του είχε τελειώσει. Θέλησε τόσο να βγει κυνηγός και ξέμεινε από σκάγια…
Ούτε να πιει δεν μπορούσε πια. Με το δεύτερο ποτήρι τελείωνε. Άρχιζε τα γέλια, άπλωνε τα χέρια … δυσκολοελέγξιμος. Ε…εε αρκετά! Του βαλε τις φωνές ο Σάκης ένα βράδυ. Δε θα μου χαλάσεις εσύ το μαγαζί! Όταν του τα πε αυτά δεν είχε πιει ζάρωσε στο κάθισμα έσκυψε το κεφάλι και δεν έβγαλε άχνα.
Έφυγε για το σπίτι –είχε βάλει γουλιά στο στόμα;- Ένοιωθε πεθαμένος. Το χρώμα του κακό σαν χαλασμένος καρπός και τα σωθικά του αντάρα τον έβγαλαν στο δρόμο.
Δύσκολα βήματα τον έσυραν για μια κρυψώνα
Μπήκε δίχως ν’ ανάψει το φως. Το πόδι του σκόνταψε σε εμπόδιο. Βλαστήμησε. Το συρτάρι με τα εσώρουχα του χε φράξει το δρόμο. Ανακατεύτηκε. Δίχως προφανή λόγο του γύρισε το στομάχι κι έπεσε να βγάλει τα εσώψυχά του εκεί όπου είχε απομείνει ό,τι του θύμιζε γυναίκα.
Και όπως ήτανε πεσμένος, ξεπνοϊσμένος, με τη γη ακόμα να γυρίζει, ανίκανος να κάνει βήμα, του φάνηκε πως το τέρμα του πηγαδιού το φτασε.
Και πριν χαθεί πρόλαβε και την ένοιωσε.
Την ανακούφιση…..
.