ο ζητιάνος στεκόταν γωνία Μαιζώνος και Ερμού με σκυφτή την κεφαλή να
μη φαίνεται πρόσωπο μόνο τα μαλλιά που του ντυναν τις αυλακιές στα
μάγουλα.
στεκόταν δίχως να βγάζει λέξη απ' το στόμα, με χέρι απλωμένο, χωρίς ένα κουτάκι, ένα κάτι για τη βοήθεια που γύρευε, μόνο ένα χέρι λιγνό, αδέξιο, με τα δάχτυλα να κλείνουν προς τα μέσα τόσο που λίγο και θα σφράγιζαν την παλάμη.
ζητιάνος και ζητιάνευε ντάλα μεσημέρι στην ένωση των δυο δρόμων μα ούτε ο Γάλλος στρατάρχης φάνηκε ούτε ο θεός των τζογαδόρων έστερξε
κι έγερνε το κορμί δίχως μιλιά καμιά κι ήμουν εκεί και κοίταζα το απλωμένο χέρι
ζητιάνος και λυπότανε το μεσημέρι (μου)
στεκόταν δίχως να βγάζει λέξη απ' το στόμα, με χέρι απλωμένο, χωρίς ένα κουτάκι, ένα κάτι για τη βοήθεια που γύρευε, μόνο ένα χέρι λιγνό, αδέξιο, με τα δάχτυλα να κλείνουν προς τα μέσα τόσο που λίγο και θα σφράγιζαν την παλάμη.
ζητιάνος και ζητιάνευε ντάλα μεσημέρι στην ένωση των δυο δρόμων μα ούτε ο Γάλλος στρατάρχης φάνηκε ούτε ο θεός των τζογαδόρων έστερξε
κι έγερνε το κορμί δίχως μιλιά καμιά κι ήμουν εκεί και κοίταζα το απλωμένο χέρι
ζητιάνος και λυπότανε το μεσημέρι (μου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου