Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

Η σελίδα εισέρχεται(!) σε περίοδο αγρανάπαυσης....
Σας ευχαριστώ όλους για την παρέα

Να είστε καλά και ό,τι καλό για σας και τους ανθρώπους σας

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Μικρή ιστορία προσμονής

Στην αρχή της μέρας περίμενε πως θα ρχόταν οπωσδήποτε……

Θα ρχόταν να της κάνει έκπληξη. Το συνήθιζε άλλωστε. Του άρεσε να εμφανίζεται απρόσμενα…. Εκεί που δεν το περίμενες, εκεί που η πίστη άρχιζε να κουτσαίνει, εκεί, απροειδοποίητα, χτυπούσε η πόρτα και να τος!

Εκείνη και τούτη τη φορά σαν και κάθε άλλη, θα έπαιζε το παιχνίδι του. Θα του έλεγε.... μπα! Τάχα μου ξαφνιασμένη….. τάχα μου αιφνιδιασμένη….. κι αυτός θα γελούσε, θα γελούσε ολόκληρος ως κι οι χαραξιές του προσώπου του θα γέλαγαν…..

Κι ύστερα ….. θα την αγκάλιαζε ύστερα…..γινόταν να σε ξεχνούσα; θα της έλεγε, γινόταν; Και θα ταν τρυφερός και τόσο γενναιόδωρος σε κουβέντες χάδια…. πόσο όμορφη του φαινόταν θα λεγε και πόσο του έλειπε και πόσο την είχε αποζητήσει….

κι αυτή θα λυωνε θα λυωνε….. ζάχαρη στο νερό του και θα λυωνε

………………………………………………………………….

Έτσι πέρασε το πρωί. Μέσα στην αδημονία. Με μπες βγες ανάμεσα στα δωμάτια. Nα συγυρίζει τα συγυρισμένα, να τακτοποιεί τα τακτοποιημένα. Ξανά και ξανά, ασταμάτητη σε κάθε της κίνηση, πράγματα απ’ τη μια μεριά μεταφέρονταν σε άλλη…. κάτι μπιμπελό ψιλοπραγματάκια, αν μπορούσαν να μιλήσουν θα ύψωναν φωνή διαμαρτυρίας έτσι που τα κινούσε διαρκώς και μόνο τα λουλούδια δεν πείραξε από φόβο μην τα μαράνει.

Η ντουλάπα ήταν που μαρτύρησε. Την τρέλανε στο άνοιξε κλείσε, βάλε βγάλε ρούχα καθώς πέρασε την εμφάνισή της από σαράντα κύματα μπροστά στον παλιό καθρέφτη. Και τούτο την πάχαινε και κείνο δεν την κολάκευε…. Το ένα συντηρητικό το άλλο πολύ τολμηρό….. άσε πια τα χρώματα……Κόντευε να παρανοήσει.

Λες και περίμενε τον Υψηλό Επισκέπτη. Κι έτσι το νοιωθε. Μετά από μέρες ταλαιπωρίας και πόνου πίστευε-ναι το πίστευε-πως είχε το δικαίωμα της χαράς. Και σήμερα, ήταν η μέρα της. Η δική της μέρα

Ύστερα όσο η ώρα πήγαινε, όσο το κουδούνι της εξώπορτας έμενε βουβό, άρχισε να κονταίνει τον πήχη των προσδοκιών της.

Πώς να ρχόταν…. Και καλύτερα κιόλας ….. κι άρχισε να αστειεύεται με τις προηγούμενες σκέψεις της.

Άκου ζαχαρόνερο! Που τη λιγουριάζει κιόλας!….. μα…. Πώς το φαντάστηκε….

….άσε που θα διαλυόταν εντελώς ….

Τόσον καρό μετά και η ελπίδα της, εύρισκε τρόπους, μηχανευόταν τακτικές, μετάλλαζε σημάδια, έτσι που να συντηρεί, να τον συντηρεί τόσον καιρό…. μετά από τόσον καιρό και να ξεχνά. Ηθελημένα.

Της είχε πει τις σωστές λέξεις.

Σε νοιάζομαι πολύ. Έτσι της είχε πει. Σε νοιάζομαι.

Έπρεπε να τον είχε ρωτήσει. Να είχε ρωτήσει τι σήμαινε.

Στη γλώσσα του αυτή η φράση, τι σήμαινε. Για να καταλάβει.

Δεν το χε κάνει και τα ίχνη του που τα χε σβήσει φεύγοντας, δεν της έδιναν πάτημα να πιαστεί

Αλλά ήταν μαγικές οι λέξεις και πώς να ξεκολλήσει απ’ αυτές……………….

Με νοιάζεται με τον τρόπο του. Μόνο που εγώ δεν τον καταλαβαίνω. Δικό μου το λάθος!

Λες κι είχε κάποιον αντίκρυ της κάθε φορά που το επαναλάμβανε, λες κι είχε κάποιον που την κοίταζε ειρωνικά κι ήθελε να του το σβήσει το χαμόγελο γιατί δεν είχε δίκιο. Δεν γινόταν να χει δίκιο!

Θα με πάρει τηλέφωνο….. θα ναι όλο ανησυχία η φωνή του…. θα πει έμαθα πως αρρώστησες και τρελάθηκα από αγωνία…. Μακάρι να βρισκόμουν κοντά σου αλλά….αλλά τώρα είσαι εδώ, θα τον έκοβε…. τώρα είσαι εδώ κι αυτό έχει σημασία ή μπορεί να του έλεγε μα ήσουν κοντά μου αφού το ένοιωθα πως ήσουν κοντά μου

Και θ’ άρχιζαν να μιλούν όπως πάντα। Όπως πάντα θα τα κατάφερναν να στήσουν το γεφύρι, να το περάσουν και να ναι σαν το χθες που ήταν…

Αλήθεια….. πότε ήταν;

Μα δεν είχε σημασία. Καμιά απολύτως.

Ναι. Κι αυτή τη φορά καλά θα κανε να σημειώσει όλα όσα θα θελε να τον ρωτήσει γιατί κάθε φορά έχανε το χρόνο όταν μιλούσαν κι όταν τέλειωνε η κουβέντα, όταν έφευγε….. αχ, μωρέ η χαζή πάλι δε ρώτησα για τούτο και για κείνο…. Ναι, αυτή τη φορά έπρεπε να σημειώσει …. Άσε που έπρεπε να φροντίσει να μην τους διακόψει κανείς. Κανείς!

Αχ, πώς τον περίμενε….πώς τον περίμενε…..

…………………………………………………………………………………………

Σε κανένα δεν χαρίζεται τούτος ο εχθρός. Αμείλικτα τρέχει. Τρέχει ο χρόνος…οι ώρες….. τα λεπτά…..

……………………………………………………………………………………….

Το απόγευμα άρχισε ψυχορραγεί στο σκαλί μπροστά απ’ το δείλι.

Η ελπίδα, καθρέφτης των επιθυμιών σε εφικτό γίγνεσθαι, άρχιζε να θαμπώνει. Προσπάθησε να τον καθαρίσει. Έπρεπε κάπου να δει ένα άνοιγμα, μια δίοδο να παίρνει αέρα ………….

Το ανθρωπάκι απέναντι της την κοίταζε με οίκτο

Έπρεπε να το εξαφανίσει. Τώρα! Τώρα …..πριν … πριν!

Κι αν έχασε το νούμερό μου; Αν το χασε;

Μα … βέβαια πως δεν το σκέφτηκε…. Εξάλλου περάσαν και τόσα χρόνια….. χάνονται τα τηλέφωνα….. οι διευθύνσεις….

Έμεινε σ’ αυτή τη σκέψη. Της άρεσε. Σκάλωσε κι αγκιστρώθηκε.

Και πήρε ανάσα

…………………………………………………………………………………………

Τι να σας πω κυρία Ελένη. Ευτυχώς που βράδιασε…. Όλη μέρα μια τρέλα…. Άνοιγε ντουλάπες…. κατέβαζε ρούχα….. μέχρι που ήθελε να βαφτεί!…. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι έζησα….

Στο τέλος φόρεσε ένα κόκκινο φουστάνι μ’ ένα λουλούδι στο στήθος…. το θυμάστε καθόλου; Μ’ αυτό και κοιμήθηκε. Αρνήθηκε πεισματικά να το βγάλει ….παραμιλούσε κι έλεγε κι αν έρθει; Kι αν έρθει; Τι περίμενε κυρία Ελένη;

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

ΠΡΟΧΩΡΏ............

Προχωρώ εντός μου

Μισόν αιώνα και,


Ανεξερεύνητα

μονοπάτια βρίσκω

τοπία να μου γνέφουν

-εδώ είμαι-


πάνω που νόμιζα

-επαιρόμουν δε γι’ αυτό-

πως εκείνος ο εαυτός, γνωστός, μου

ήταν


Μα

Είναι η ζωή που εκπλήσσει

(ευχάριστα ή δυσάρεστα

αδιάφορο)


Είναι η ζωή

που ξέρει

καλύτερα κι από σένα

τη δική σου αλήθεια


Κι όταν υπό έλεγχο τα έχεις

-νομίζεις-

γίνεται η ανατροπή

-ευτυχώς-


Φευγαλέες λάμψεις

σου χαρίζονται


Tις αποθηκεύεις αν προλάβεις

Aν ανακλαστικά γρήγορα

έχεις


Πριν όλα χαθούν

Πριν κλείσει δια παντός

η μυστική πόρτα

……………………………

ετεροχρονισμένης εφηβείας

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Η Σύσκεψη


Κάτι από τα παλιά ελαφρά διορθωμένο


Η σύσκεψη έληξε

Χωρίς προβλήματα…..

Δίχως καμία έκπληξη σχεδόν

(μετρά αιώνες η εμπειρία…।)


Και πάρθηκαν οι πλέον σωστές,

για την περίσταση

αποφάσεις

Όλα να είναι άψογα

στης Ενανθρώπισης τη μέρα

…………………………………

Μια αναπαλαίωση της Φάτνης

Αναγκαία ευρέθη

Και -να σημειωθεί παρακαλώ!-

Τα ζώα

Να αναζητηθούν Ήρεμα αρκούντως

Καθώς αυτού του είδους

τα οικόσιτα που τείνουν

να εκλείψουν,

Τρομάζουν τους ανθρώπους…।


Και για τους μάγους….

Μέτρα να λάβει η τροχαία

Δρόμους να κλείσει ή και

να αποκλείσει αν ήτο αναγκαίο

(θα πρέπει η διέλευση να είναι

ασφαλής)

Κάποιος –ενδιαμέσως-για την

κατάργηση των καμηλών

ομίλησε

Μα ευθύς τον αντικρούσανε εκείνοι …..

Οι θεματοφύλακες

των παραδεδομένων


Των δε αγγέλων ο χορός τρεις πρόβες

-το λιγότερο- να κάμει

(θα ήτο ανήκουστη όποια παραφωνία…)


Τέλος αφήσαν τους βοσκούς

Και κείνους διαλεγμένους

Φρόνιμους και ταπεινούς

Δασκαλεμένους άψογα

Μη κάμουν κάτι άπρεπο κι ο Μέγας Βασιλέας

Ταραχθεί

(τη μήνη ποιος θα άντεχε…)

……………………………………………….

Και όλα ήσαν under control

Και όλα καλά πηγαίναν μέχρι που

–πως ξέφυγε απ’ την ασφάλεια αλήθεια –


Ένα παιδί…..

που ερχόμενο δε δίνει δώρο…। μα ζητά


«Ω, Κύριε…. ειρήνη δώσε στις καρδιές και

κάνε αυτοί που έχουνε, τα πλούτη να μοιράσουν…।»


Το Βρέφος χαμογέλασε ….

Και μίλησε μ’ αυτά τα πικραμένα λόγια


«Τέτοια μεγάλα θαύματα δε γίνονται από μένα…।»


Και πάλι ξαναμίλησε

«Ίσως μόνο από σένα…»

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Μέρες.....

Αφέθηκαν οι μέρες
Σε μιαν άκρια δρόμου
Τις μαζεύω στο σακούλι μου
Λέω θα τις βάψω
Πορφυρές και γαλάζιες
Πράσινες και καφέ

Ξεχνώ, όλο ξεχνώ
Πως διψούν
Α! πως βγαίνουν
Στραγγισμένες οι μέρες….

Κόβω μια φέτα γέλιου
Να τις ξεγελάσω….
Με κουράζει αυτή η επιμονή
Και που να βρω
Ένα όνειρο νερό
Να τις ποτίσω…

Τρέχω όλο τρέχω
Πίσω από έναν ουρανό
Νωθρό
Ισιωμένο

Η καμπύλη της συμπόνιας
Λείπει

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Και στο λεγα......

Αχνώνει το φως…..

Μελισσολόι τρέξανε
Οι ελπίδες
Σε σύναξη αγοραία
(κι από κοντά και τα ζητούμενα
τρεχάτα)

«Πάρε μου κι εμένα
Μου χρωστάς!»
Έλεγεν ένας

Κι άλλος….
(ο συνετός…)

«Κράτα να χεις για τις
Επόμενες γενιές..»

Τώρα ποιος έχει όρεξη
Ν’ αναμασά τα ίδια….

Αχ! Κακές εποχές….
Και στο λεγα

Όχι όπως ήξερες νυφούλα μου….

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Προσωπικό


Η σημερινή ανάρτηση μάλλον δεν αφορά κανέναν από σας ιδιαίτερα।......

Είναι που σήμερα έγινε ένα είδος μνημόσυνου για έναν Άνθρωπο που μας άφησε ένα χρόνο πριν

Το κείμενο γράφτηκε τότε για λογαριασμό της κίνησης ΠΡΟΤΑΣΗ και νομίζω μέσα σ' όλο το χαμό αξίζει να ξεσκονίζουμε τη μνήμη και να σταματούμε λίγο έστω σε παρουσίες με νόημα

....................................................................................................................................................................

Ο Δημήτρης Τσίγκας, δάσκαλος και πρώτος πολίτης του δήμου Παραλίας πέθανε στις 4 του Δεκέμβρη.

Όσο ζούσε ήταν ένας πολύ ανήσυχος αν και απόλυτα κανονικός άνθρωπος όπως καθένας από μας, όπως ένα σωρό άλλοι

Γεννημένος στην περιφέρεια της Πάτρας, ανδρώθηκε γείτονας με μικρασιάτες πρόσφυγες και εσωτερικούς μετανάστες, μεγαλώνοντας στους ίδιους δρόμους μ’ εκείνους και τα παιδιά τους.

Όπως όλοι, ή τουλάχιστον όπως οι περισσότεροι, έκανε φίλους, έπαιξε, γέλασε φώναξε, θύμωσε και του θύμωσαν για σκανταλιές στο σχολείο και στη γειτονιά

Ύστερα, Γυμνάσιο, Παιδαγωγική Ακαδημία στην Τρίπολη, στρατός, δουλειά, οικογένεια. Πορεία απλή. Κινήσεις γνώριμες, σ’ όλους

Δεν άλλαζε. Μόνο ωρίμαζε. Απλός, φιλικός, προσηνής, με διάθεση προσφοράς, και πάντα ανήσυχος

Ολοένα αναζητούσε τρόπους διοχέτευσης της προσωπικής του αγωνίας για την πορεία του τόπου ή του κλάδου όπου ανήκε

Ίσως γι’ αυτό από νωρίς εντάχθηκε σε κομματική οργάνωση,

από νωρίς ανάπτυξε έντονη συνδικαλιστική δραστηριότητα στον επαγγελματικό του χώρο.

Και τέλος ίσως γι’ αυτό ζήτησε την ψήφο των συνδημοτών του και ανταμείφθηκε

Έγινε Δήμαρχος στον οικείο δήμο

παραμένοντας το οικείο πρόσωπο. Συνέχισε ανάμεσα σ’ όλα τα προβλήματα της τοπικής κοινωνίας ν’ ανταλλάσσει καλημέρες και καλησπέρες, χρόνια πολλά και κεράσματα στα ίδια μέρη που μεγάλωσε και που μεγάλωνε τώρα τα παιδιά του,

δίχως να σταματά στιγμή να ανησυχεί και να νοιάζεται

Πρόσφορος τομέας η πρόληψη στις κάθε λογής εξαρτήσεις, αν και ιδιαίτερα αδύναμος και

καθώς ο Δήμος ήταν εταίρος στην ΠΡΟΤΑΣΗ, αγκάλιασε και στήριξε με κάθε τρόπο τα προγράμματα πρόληψης και τις δράσεις που ετοίμαζε η ομάδα εθελοντών η οποία λειτουργούσε στα πλαίσια του Δήμου, ακόμα και με την προσωπική παρουσία του.

Κάποιος μπορεί να πει πως δεν έκανε παρά το αυτονόητο.

Αυτονόητα δεν υπάρχουν. Και όσον αφορά το συγκεκριμένο πρόσωπο υπήρχε μόνο το προσωπικό στοίχημα να μην αφήσει η οσμή της σήψης να απλωθεί.

Και μιας κι υπήρχε η χάραξη του μονοπατιού για την πρόληψη, ο Δήμαρχος αυτού του μικρού χώρου πάσχισε να γίνει δρόμος, να περάσει το μήνυμα για την αναγκαιότητα σ’ ένα φρέσκο κοίταγμα στη ζωή και να μεταδοθεί σ’ όλους.

Ο Δημήτρης Τσίγκας δεν πρόλαβε να δει την πρόληψη να γίνεται προσωπική υπόθεση των δημοτών του. Έφυγε νωρίς αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό.

Ο καιρός θα περάσει κι ο χρόνος θα απαλύνει τον πόνο μα η θύμηση του θα υπάρχει μέσα από όσα μόχθησε

Γιατί η προσπάθεια θα συνεχιστεί και στη μνήμη του.

Ο δρόμος που άνοιξε θα υπάρχει για τις ιδέες και τις προτάσεις που δίδουν ουσία στη ζωή

για να τον βαδίσουν όπως εμείς και οι γενιές που έρχονται.

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

ΑΜΟΝΤΑΡΙΣΤΑ ΠΛΑΝΑ 4



Και πεζοπόρος
Ζήτησα να βγω
Στου ωκεανού την άκρη


Α, το πουτανάκι… το πουτανάκι! Να φύγει! Να φύγει!
Που την πήραμε σπίτι, της δώσαμε κι έφαγε, ντύθηκε κι όλο έξω…. όλο έξω…. ακόμα δε βγήκε απ’ τ’ αυγό ….. Γαμπρίζει το σκυλί το θηλυκό….Γαμπρίζει…

Μήτσος. Ετών 65. πλούσιος. χτήματα πολλά. Ελιές Χριστέ μου ελιές! Χάνεται το μάτι σου
Ψηλός. Όλα τα μαλλιά. Λεβέντης άντρας κι ας μην ήταν όχι στην πρώτη μα ούτε στη δεύτερη νιότη
Την ησυχία του είχε…. Τι τον ήθελε το δαιμονόσπορο; Σίγουρα η μάνα της του δρόμου θα ταν…. κι αυτή πουτάνα θα γίνει….
Αλλά εκείνη…. η φαντασμένη …ήθελε παιδί…. Να γελάσουμε λέει…. να γεμίσει το σπίτι μας λέει….. Ένας σατανάς είναι…. Όλο παιχνίδι θέλει…… να ναι το διάολό μου γαμώ…. θα το σκοτώσω καμιά ώρα Τι ήθελα και την άκουγα; πήρανε και οι γυναίκες δικαιώματα…. Μωρέ στείλτη στο διάολο …
Εγώ φταίω που την παντρεύτηκα τι τον ήθελα το γάμο; Καλά περνούσα…

Και της πατρίδας τ’ όνομα
ερημιά το λέγανε

Πώς σε λένε;
Γιασμίνα Γιασμίνα. Με λένε, Γιασμίνα

Ετών 11. Χώρα Σερβία. Μάτια γαλανά. Δέρμα σταρένιο. Κορμάκι λιγνό. Πρόσωπο κουρασμένο.
Η Γιασμίνα. Από το Βελιγράδι, το ορφανοτροφείο, στην Ελλάδα. Καταμεσής στο πουθενά. όχι, ορφανή πολέμου δεν ήταν. Ο Γιώργος ήταν από τη Μπάνια Λούκα ο Γιώργος ήταν που ήρθε με πρόγραμμα φιλοξενίας κι άφησε την καρδιά του εδώ. Μα η Γιασμίνα όχι…

Αυτή την κολόνα θα τη λέω Άννια την άλλη Σέλμα και τούτη Ματέο.
Ε, Σέλμα! ε, Άννια! Ε, Ματέο! μοναξιά πολλή εδώ μοναχή είμαι κι ο Μήτσος πατέρας όλο μου θυμώνει και μου γυρίζει την πλάτη δεν είμαι λέει καλή, δεν είμαι…. πουτάνας ψυχή έχω λέει τι είναι πουτάνα μαμά Νάντια;

Και κείνον που με θέλησε
Δε ρώτησα
Πουλήθηκα στο σ’ αγαπώ

Ζωηρή είναι η Γιασμίνα μας μα δεν ήξερε από σπίτι από σειρά…. Κι ο Μήτσος, καλός καλός είναι μα δεν καταλαβαίνει μια ζωή κι αυτός μοναχός πέρασε και μένα η ζωή μου ε, να μην την τελειώσω στη μοναξιά έτσι μου ταξε και τόσα θα πάμε δω θα πάμε κει και ταξίδια και συντροφιές και σουαρέ
Μια θάλασσα λόγια πενήντα πέντε ήμουνα και γω μ’ είχε φάει η Γερμανία καλοστεκούμενος αυτός τι άλλο να ζήταγα;
Το σπίτι σε πενήντα στρέμματα ελιές μέσα είπα θα γίνω κι εγώ ελιά και θα ριζώσω
Ας πάρουμε ένα παιδί….
Ο Μήτσος έλεγε είναι ξένος σπόρος και τι τον θέλαμε έτυχε κι η μικρή ζωηρή ήθελε παιχνίδια αυτός την ήθελε σούζα να χτυπά αυτή τα ποδάρια να τη βρίζει δεν την έκανε καλά

Θα σε σκοτώσω μωρή! Το βλέπεις αυτό; όλο απάνω σου θα το ρίξω

Και δίψασα
Χρόνους πολλούς
Στης ανυδριάς τη χώρα

Αχ, καημένη μαμά Νάντια… έγινα κιόλας 15 κι εσύ μ’ άφησες φούσκωσε το συκώτι σου λέει και το βράδυ της θανής σου χέρι άπλωσε πάνω μου

Άει γαμήσου ξεφτιλισμένε!

Έχει μηχανή ο Γιούσεφ θ’ ανεβώ και θα χαθούμε
Και θα πηδιέμαι μ’ όσους θέλω …Πουτάνα μ’ έλεγες πουτάνα θα γινώ!

Και μ’ έκλεισε σε ίδρυμα μαμά το βράδυ της θανής σου και είπε πατέρας μου δεν θα ναι πια
Μα θα το σκάσω κερατά και θα ρθω μέσα στις ελιές να γαμηθώ με χίλιους Αλβανούς να γαμηθώ μέχρι να σου ρθει αποπληξία και θα βάλω μια φωτιά και να καούν οι ελιές και να καεί το σπίτι

Και πορευθέντες προς το φως
Το σκότος το μεγάλο
είδαμε


Ο Μήτσος; Μπλέχτηκε με τρεις τέσσερις ακόμα….. τελευταία μια Ρουμάνα με την κόρη της…… Ήρθε και τα τέντωσε αυτός κι ας είχε τάξει στον παπά να γράψει την περιουσία, στην εκκλησία να τονε μνημονεύουνε μέγα ευεργέτη της Αγίας Παρασκευής μες στους αιώνες
Α, ρε Μήτσο!....Τα σχέδια αλλιώς τα κάνεις κι αλλιώς έρχονται . Ο λεγάμενος την έκανε ετών εβδομήντα παρά κάτι δέκα μέρες πριν προλάβει, να γράψει τις ελιές στην εκκλησία και το μεγάλο σπίτι
Κι όλα μείνανε στη Ρουμάνα και την κόρη της που πρόλαβε και της έβαλε την κουλούρα στο παρά τσακ
Κι έμεινε ο παπάς άδικα να λέει για «αθετήσαντες»
Ας πάει να τον βρει να ζητήσει δίκιο……. …………………………………………………………………………………….

Με θυμάστε;
Βρε βρε… η Γιασμίνα… πώς είσαι Γιασμίνα; Μεγάλωσες μεγάλωσες… πόσο είσαι τώρα; 20! Τι λες; κιόλας!

Μικρούλα μικρούλα Γιασμίνα ίδια έμεινες λιγνό κορμάκι κουρασμένο προσωπάκι σταρένιο

Πού ζεις; Δουλεύεις;

Μένω στης μάνας μου το σπίτι. Βλέπω δυο παιδάκια ψάχνω και γι’ άλλη δουλειά
Ναι ναι ήταν δύσκολα
Να τα πούμε… να πάμε για καφέ
Το τηλέφωνό μου
Ναι να βγούμε για καφέ τα λέμε Γιασμίνα τα λέμε

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Ξόδι

Έχω έναν κήπο

νοτιονατολικό

Με δέντρα δεκαπέντε

Μυριστικά πολλά

Και

Τριανταφυλλιές


Μια θεριεμένη βουκαμβίλια

σκάλωνε στο νοτικό μπαλκόνι

Τίναζε άναρχα άνθια

και φύλλα κι όλο

Έπρεπε να σκουπίζω


Ξεράθηκε

Ένα χειμώνα πριν

Την έκαψε ο πάγος


Χθες την κόψαμε


Σήμερα

Φορτώθηκε στ’ αγροτικό

Και πάει

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΑΝΤΑΜΩΣΩ

Ο δρόμος ήταν μακρύς. Μακρύς όσο μια νύχτα. Για κάποιους μπορεί να μη φαινόταν σπουδαίο μα σίγουρα ατέλειωτος για τους καλομαθημένους πεζοπόρους. Ατέρμονος σχεδόν αν δεν νόμιζαν οι περισσότεροι απ’ αυτούς, πως φέρνουν σε πέρας με τούτο τον τρόπο ένα ακατόρθωτο, από κείνα που καθένας χρειάζεται να κουβαλά και να καμαρώνει. Δεν είχε σημασία ο λόγος που έφερνε τον καθένα να κάνει τούτη τη νυχτερινή διαδρομή. Αν ήταν η περιέργεια ή μια βαθιά πίστη πως όλα δουλεύουν σύμφωνα μ’ ένα νομοτελειακό τρόπο και η ελπίδα θα μπορούσε μυστικά και μαγικά να πάψει να ναι λέξη και να γίνει σαρκωμένη ζωή κι αλήθεια που σε κάνει να γελάς. Ίσως τελικά αυτό να ήταν τούτη η νυχτερινή διαδρομή, ο δρόμος ως τον άγιο. Ένας δρόμος πεζοπορίας που σε βγάζει από σένα, σε φτάνει μέχρι την αναζήτηση

Τι αναζητάς;

Οι γυναίκες βάδιζαν μαζί. Και από το φόβο της νύχτας κι από ανάγκη να μη βουλιάξουν σε δικά τους χιλιοειπωμένα

Πως ταίριασε η παρέα τους καμιά δεν θα μπορούσε να πει με βεβαιότητα. Μάλλον οι νεότερες χρειάζονταν τις μεγαλύτερες κι αυτές πάλι το αντίθετο

Βάδιζαν με μεγάλα διαστήματα όλο κουβέντα κι άλλοτε πάλι σαν αποκαμωμένες σώπαιναν.

Στα λόγια τους πιο πολύ για το δρόμο μιλούσαν και ακόμα περισσότερο η μικρή της παρέας που όλο ερωτήσεις είχε

Και θα σταματήσουμε καθόλου; Και γιατί πάμε από τα χωράφια; Και τώρα βλέπετε εσείς; Και γιατί δεν πήρατε φακό και σπίρτα και…. Και πεινάω, εσείς δεν πεινάτε; Δίψασα κι όλο τέτοια μέχρι που η μία απ’ τις μεγαλύτερες έλεγε σώνει πια κι η μικρή σταμάταγε κι ας μην είχε είχε πάρει ούτε μιαν απάντηση σαν το σημαντικό να ήταν η έκφραση των ερωτήσεων. Να ακουστούν.

Απαντήσεις; Ε, κάπου κάπως θα βρίσκονταν. Υπομονή να χες

Ύστερα η μεγαλύτερη έπαιρνε το λόγο για να θυμηθεί πως ξεκίνησε να κάνει αυτό το δρόμο. Είχε τάξει το γιο της να γιάνει από τη βαριά αρρώστια του. Και έγιανε. Η χάρη του αγίου τον σκέπασε και τον έσωσε και θα το πε ίσαμε δεκαπέντε φορές μέσα στη νύχτα κάνοντας το σταυρό της. Και ο γιος σου; ρωτούσε η μικρή. Πού είναι ο γιος σου; μα δεν της απαντούσε, αναστέναζε μόνο

Μακριά είναι η νύχτα έλεγε κάθε φορά κι η κουβέντα άλλαζε. Δεν τελειώνει ο δρόμος άμα κουβαλείς αναπηρίες. Τις αφήνεις στο γύρο κι ύστερα πάλι τις παίρνεις

Είχαν ξεκινήσει το σούρουπο. Μαζεμένος κόσμος στο ίδιο κοινό σημείο, γελούμενοι, χαρούμενοι, αδημονούντες, σαν όπως όταν πάει κανείς εκδρομή. Παρέες παρέες, γνωστοί από γειτονιές ή από αλλού μιλούσαν με μια έξαψη που έβαφε τα πρόσωπά τους κι έντεινε τις κινήσεις τους

Τις τρεις γυναίκες τις έσμιξε η μοναξιά. Δεν ήξεραν άλλον κανένα και μόλο που έδειχναν όλοι φιλικοί δεν φαίνονταν και τόσο πρόθυμοι για ανοίγματα σε ολωσδιόλου άγνωστους και ξένους.

Στάθηκαν λοιπόν παράμερα και δίχως να το μιλήσουν, άφησαν τους άλλους να προηγηθούν κι ύστερα από κάμποσο ξεκίνησαν σαν να ταν συνενοημένες κι ας ήταν μόνο μια τριάδα γυναικών ξέταιρων

Κάθε χρόνο πηγαίνω και κάνω το τάμα μου, ξανάπε η μεγαλύτερη, να βλέπει ο άγιος πως δεν ξεχνώ και πάλι σταυροκοπήθηκε, αβέβαιη σχεδόν για το αποτέλεσμα με μια ιδέα ταραχής στο σκαμμένο της πρόσωπο

Άμα δεν ξεχνάς δεν ξεχνάς. Τι το λες; Είπε με αυθάδεια η μικρή, ανάρμοστη όχι μόνο λόγω ηλικίας αλλά και επειδή έλειπε εκείνο το είδος της οικειότητας που πότε πότε σου παρασέρνει το λόγο και λες τα παραπανίσια, ιδίως όταν βασανίζεσαι έγκλειστος σε αδιέξοδους δρόμους και χτυπιέσαι

Ναι. Συμφώνησε η άλλη ήσυχα δίχως να θυμώσει ή να φανερώσει κάποια ενόχληση. Κι εσύ; αντιρώτησε

Κάποιον…. Ψάχνω κάποιον

Κάποιον; Προσκυνητής κι αυτός; …. Ή μήπως μικροπωλητής;

Όχι, αναστέναξε βαριά παράταιρα κι αταίριαστα με την ηλικία της. Όχι, δεν είναι μικροπωλητής, άρρωστος είναι. Άρρωστος. Και το πε απότομα και κοφτά σαν όπως οι τελεσίδικες που στήνουν τα σύνορα που λένε παραπέρα δεν έχει, άλλα μη ρωτάς.

Βουβάθηκαν.

Βυθίστηκαν στις σκέψεις μέχρι που εκείνη που δεν είχε αρθρώσει ούτε συλλαβή πρότεινε να κάμουν στάση, να ξεκουραστούν λίγο.

Το πρώτο καφενείο φάνηκε. Μια πρόχειρη κατασκευή στημένη πρόχειρα και βιαστικά για τους οδοιπόρους προσκυνητές, να προσφέρει αφεψήματα και κρέας που έβραζε σε μεγάλα καζάνια όλη νύχτα. Εκείνη τη στιγμή ήταν τελείως άδειο.

Εδώ θα καθίσουμε; Ρώτησε κάπως τρομαγμένη η μικρή.

Ναι, εδώ, της είπαν οι άλλες. Μη φοβάσαι της ξανάπαν και διάλεξαν το λιγότερο φωτισμένο τραπεζάκι σαν όπως κάνουν όσοι δεν θέλουν να τους βρουν, όσοι φοβούνται μην τους δουν και τους αναγνωρίσουν. Φυγάδες ή ……..

Παράγγειλαν τσάι που το πιαν με αργές γουλιές αμίλητες

Κουράστηκα είπε η άπραγη.

Κλείσε τα μάτια σου δυο λεπτά κι άφησε το νου σου, τη συμβούλεψαν οι άλλες και τα κλεισαν κι εκείνες έτσι όπως κάθονταν στις πλαστικές καρέκλες.

Μικρή ήταν αλλά όχι και τόσο που να μην μπορεί να αντιταχθεί. Υπάκουσε ωστόσο. Κράτησε τις κουβέντες για άλλη ώρα έκλεισε τα μάτια.

Δέχτηκε την εμπειρία των μεγαλύτερων κι ας φοβόταν να «αφήσει το νου» της.

Πού θα την πήγαινε;

Πες μου πως σε λένε πως σε λένε κι ένα γέλιο κακαριστό έσβησε τον ήχο αν υπήρξε ήχος και τινάχτηκε τρομαγμένη. Λίγο έλειψε να χτυπήσουν τα χέρια της όπως τα τίναξε, της τα πιασε η μεγαλύτερη-έχει δυνατά χέρια σκέφτηκε πολύ άσχετη με τη στιγμή σκέψη, μα είναι όπως όταν το μυαλό γυρεύει εξόδους, διεξόδους να σωθεί, να γλιτώσει από κυνηγητό και βρίσκει τα παράταιρα

Δυνατά γερά χέρια, εκεί αγκιστρώθηκε κι ασυναίσθητα κοίταξε τα δικά της κι εκεινής δυνατά ήταν κι ας ήταν αδούλευτα. Ούτε από χωράφια ήξερε ούτε από άλλες χειρονακτικές εργασίες

Κοιτάχτηκαν. Αποκοιμήθηκες φαίνεται κι είδες όνειρο κακό. Πάει πια πέρασε μην του δίνεις σημασία. Ξέρεις πόσα τέτοια ονείρατα έχω δει εγώ; Ουουου! Άμα τους έδινα σημασία θα μουν στο τρελάδικο τώρα συνέχισε και πήρε να κάνει μορφασμό γέλιου το πρόσωπό της.

Αναθάρρησε εκείνη. Δεν ήταν λοιπόν μοναχή της…..

Άντε πάμε είπε αδέξια και ντροπαλά, ενοχικά σχεδόν

Πήραν ξανά το δρόμο αμίλητες στην αρχή

Ύστερα η μεγαλύτερη με το θάρρος που δίνει η ηλικία άρχισε να λέει για εφιάλτες και πόσοι βγήκαν αληθινοί

Μερικούς τους πρόλαβα μα όχι όλους και το πε μουρμουριστά σαν να ταξίδευε πιο πολύ η φωνή παρά που δεν ήθελε να την ακούσουν

Ξόρκισε ξόρκισέ τονε φωτιά θα μπει και θα σε κάψει! θα σε κάψει θα σε κάψει!

Είχε μαζεμένη την ποδιά της ανυπόδητη και ξεκάλτσωτη έτρεχε. Τι είχε στην ποδιά της; Βοτάνια; Βοτάνια για ξόρκια;

Μη με διώχνεις σου λέω…. Μη με διώχνεις! Ποιος φώναζε ….ποιος!

Αναστέναξε. Έριξε την προσοχή της στην άλλη.

Άμα έχεις οικογένεια….της μουρμούρισε. Εκείνη συγκατάνευσε κουνώντας το κεφάλι.

Έτσι είναι. Άμα έχεις οικογένεια αλλιώς αρχίζεις και μετράς…

Άλλα έλεγες πριν άλλα μετά…. Μούτζωσέ τα ….Εσύ;

Εγώ; Τι εγώ;

Να λέω…οικογένεια ….έχεις παντρευτεί;

Ναι. Ναι ξανάπε με ήχο σιγανό να ρθει κοντά η θύμηση, η εικόνα μακρινή γι’ αυτό και έγινε μακρόσυρτη η φωνή να την τραβήξει πλησιέστερα, να ξεθαμπώσει και τα πρόσωπα κι οι γραμμές και τα χρώματα και οι λεπτομέρειες όλες να φανερωθούν

Παντρεύτηκα.

Βιολιά και νταούλια ακούστηκαν

Ήρθανε να πάρουνε τη νύφη! Τη νύφη!

Ποιος της φέρνει το παπούτσι; Πού είναι ο κουνιάδος να της το φέρει

Αν είναι όμορφος σαν τον γαμπρό τσάμπα να το δεχτούμε μα αν είναι άσκημος…. Ε, τότε …

Τότε…… θα το χρυσοπληρώσει!

Δεν έχει αδερφό ο γαμπρός! Ορφανός και μόνος είναι…

Και σίγουρα φτωχός…… περαματάρης σίγουρα….

μήπως κάποιος απ’ τους απελπισμένους ξένους που καραβιές φτάνουν από τη θάλασσα;

Αλλιώς πως θα ορέγονταν το μεστωμένο το κορμί και ίσαμε το γάμο μάλιστα

Λαθεύετε λοιπόν ανόητες. Λαθεύετε! Ο γαμπρός είναι ορφανός και μόνος αλλά άκουσα με σιγουριά να λένε πως η γενιά του είναι καλή μα ξέρετε πως είναι….. τα νιάτα θέλουν με τα δικά τους τα φτερά να πετούν κι ο νιος μας είναι περήφανος. Κι η νύφη μας φρεγάδα. Πάψ’τε λοιπόν τα άστοχα!

Το βράδυ του γάμου άργησε να τελειώσει. Τραγούδια, χοροί κι ευχές έφτασαν να χοροπηδούν στο μυαλό της. Τον κοίταζε με την άκρη του ματιού να χαμογελά ευχαριστημένος, ήσυχος σχεδόν χορτάτος. Είχε φτάσει στην πηγή και θα πινε. Είχε τη σιγουριά πως τίποτα τίποτα δεν θα το εμπόδιζε. Ποιος είσαι της ήρθε να ρωτήσει μα όλοι φεύγαν, έπρεπε να χαιρετήσουν.

Μείναν οι δυο τους. Την πήρε αγκαλιά και την οδήγησε στο δωμάτιο. Η ερώτηση της ήρθε ξανά. Ποιος είσαι ποιος σ’ έφερε……. πες μου γιατί ήρθες ως εμένα ήθελε να πει…… να του πει

Ταξίδεψα ως εσένα για την αγάπη. Μόνο για την αγάπη σου της είπε και τη φίλησε. Εκείνη πήγε να κλείσει το φως. Άφησέ το της είπε. Άφησέ το. Θέλω να σε βλέπω. Να σε βλέπω……

Κουράστηκες; Η ερώτηση για την πιο άμαθη έμεινε αναπάντητη. Όσο πήγαινε η ώρα, όσο η βραδιά προχωρούσε αντί σαν πιο άπειρη της τριάδας να λιγοψυχά εκείνη δυνάμωνε κι άλλο τόσο ζωήρευαν τα πόδια κι άλλο τόσο μαζεύονταν οι λέξεις μέχρι που περπάταγε σιωπηλή πια, εντελώς αθόρυβη, ανύπαρκτη

Κάποια στιγμή η μεγαλύτερη σκόνταψε σε μια πέτρα και θα πεφτε αν βοηθητικό το χέρι της δεν την συγκρατούσε. Τη βοήθησε να καθίσει κι εκείνη σχεδόν με τρεμάμενα πόδια απ’ το σοκ την αγκάλιασε δίχως να μιλήσει να πει ευχαριστώ η ιερότητα της σιωπής τις είχε κυκλώσει δεν ήθελε να τη μολύνει με κούφιες λέξεις.

Έμειναν για λίγο στη γαλήνη των φυσικών ήχων της νύχτας τόσο μακριά απ’ όλα ξεχάστηκαν κι οι τρεις καθισμένες σε πέτρες σκληρές

Βαθύς ύπνος. Βαθύς. Δεν σ’ αγκαλιάζει σε ρουφά γιατί είναι ο θάνατος που έρχεται δοκιμαστικά να δει αν αντέχεις. Ή ακόμα μια φυλακή που σε κλείνει

Μια σκιά στέκει στα πόδια μου και με φοβίζει Θέλω να φύγω. Να φύγω..

Πώς είναι;ι πες μου πως τον νοιώθεις;

Μια σκιά λιγνής φιγούρας σκιά….. παιδί που γίνεται άντρας και μυρίζει γάλα και μυρίζει σπέρμα αγίνωτο…….στα πόδια μου στέκει….. αμίλητος. Απλώνει το χέρι….απλώνει το χέρι τραβά το σεντόνι και κοιτά με κοιτά….. δεν μιλά. Δεν ακούω λέξη μόνο τον κόμπο στο λαιμό του νοιώθω που ξεροκαταπίνει…..

Έρχεται το βράδυ κάθε βράδυ. Στέκεται εμπρός μου και ξεροκαταπίνει. Μπροστά στο τραβηγμένο σεντόνι έρχεται το χέρι κι ακουμπά το στήθος μου…. ακουμπά το στήθος μου και τρέμει

Γιατί δε φωνάζεις; Γιατί δεν του σπρώχνεις το χέρι;

Γιατί τον ξέρω! Τον ξέρω!

Άρχισε να κλαίει. Οι άλλες την πήραν αγκαλιά προστατευτικά, παρηγορητικά, σιωπηλά, σαν να ξεραν τη μοναξιά του καημού του κρυφού, του αδήλωτου

Ποιος είναι ο πατέρας σου;

Μύριζε μοναξιά η νύχτα, βρίσκουν δρόμο αφύλακτο ερωτήσεις της μέρας κι έρχονται γιγαντωμένες

Ο πατέρας … ο πατέρας …. Είναι φευγάτος ο πατέρας …. Τον αναζητώ κάθε βράδυ του στήνω καρτέρι να πιαστεί στα όνειρά μου κι όλο μου φεύγει

Είπε πως σκότωσε τη μάνα σου. Τη μάνα σου! Στη φυλακή τον έκλεισαν!

Όχι! Φευγάτος είναι μόνο! Φευγάτος…..

Τσακώθηκαν και ύστερα ….αυτός το είπε πως….τη σκότωσε

Κρεμασμένη τη βρήκαν! Την είχε τρελάνει λένε η ζήλεια της. Ήταν τρελή τρελή!

Κι ο πατέρας σου δεν είπε κουβέντα άλλη όσο κι αν τον ρωτούσαν.

Έκαμε λίγο καιρό μέσα τώρα ποιος ξέρει που γυρνά. Τι τον γυρεύεις; Άχρηστος είναι. Η μάνα σου ήταν μια γυναίκα παράδειγμα …. Ήρθε και της πήρε το νου

Μην τον ψάχνεις. Θα σ’ αφανίσει και σένα. Έχει τον κακό σπόρο μέσα του κι όπου βρίσκεται τον αφήνει και γεννά τη συμφορά. Της τα λεγαν της μανούλας σου δεν άκουε … κανέναν δεν άκουε…..

Μοναξιές πεταμένες, αφημένες, γιγαντωμένες

Τις κρατούσαν προσεχτικά σαν τα δικά τους φυλαχτά.

Οι καημοί είναι τα εικονίσματα που προσκυνούν οι θνητοί που δεν παραδίδουν δεν παραδίδονται

Άι…..μακρύς πού ‘ναι ο δρόμος…. Μακρύς που ‘ναι άμα περιμένεις στο τέρμα του να λυθούν όλοι οι κόμποι σου…..

Τον έστειλα να μπαρκάρει. Σκέφτηκα θα φύγει θα ταξιδέψει θα βγει σε λιμάνια θα βρει ανθρώπους άλλους και γυναίκες άλλες … θα γιατρευτεί. Όχι….ο γιος μου δεν ήταν άρρωστος δεν ήθελε γιατρειά…. Μικρός ήτανε μόνο μικρός που μια μέρα ένοιωσε το κορμί του να ξυπνά και μόνο εγώ εκεί ήμουνα να το δω να χαϊδέψω το δέντρο του που φούσκωνε χυμούς που άντρευε….

Όταν του είπα πως καλό ήτανε να φύγει να πάει κι αλλού να ξεφύγει απ’ το σπίτι, καθόλου δε μίλησε αν ήθελε αν δεν ήθελε ….. τίποτα. Δεν άνοιξε το στόμα να πει μισή κουβέντα και σχεδόν μέχρι να φύγει τα λόγια μας λιγοστά ήτανε. Την ώρα που ήτανε να αποχαιρετιστούμε πήγα να τον αγκαλιάσω και με κοίταξε με το παράπονο στα χείλη…. Δεν ήξερα τι να κάμω…..Αρχίνησα να του λέω να προσέχει και να μου γράφει να ακούει τους πιο μεγάλους και να ναι σεβαστικός

Με διώχνεις μάνα μου λέει….. με διώχνεις

Τι να λεγα; Στομώθηκαν τα λόγια μου

Η νύχτα είχε φέρει κρύο. Μάης μα έτσουζε ο αέρας που ερχότανε απ’ τα βουνά που ακόμα κρατούσαν χιόνια

Αργεί να ζεστάνει ο καιρός μουρμούρισε αργεί….

Και θυμήθηκε τα χέρια που την τύλιγαν, μέσα τους την έκλειναν κι εκείνη φώλιαζε, κούρνιαζε μέχρι να τιναχτούν πάνω της αμφιβολίες θολά νερά κι άρχιζε να βουλιάζει πάλι.

Γιατί μ’ αγαπάς; Θα μπορούσα να μai μάνα σου ….τον ρώτησε μια μέρα κι εκείνος αντί να απαντήσει άρχισε να γελά. Γέλασε κι εκείνη. Τον κοίταξε στην αρχή απορημένη κι ύστερα με το θυμό να φουντώνει μέσα της ένοιωσε τα μάτια να τσούζουν μα δεν ήθελε να κλάψει…. την κορόιδευε; Του γύρισε την πλάτη πήγε να φύγει, να τρέξει μακριά μακριά απ’ τον ανόητο αταίριαστο γάμο της κι απ’ αυτόν που την περιγελούσε

Την άρπαξαν τα χέρια του. Την κράτησαν σφιχτά κι όπως ήταν γυρισμένη ακούμπησε το πρόσωπό του στην πλάτη της. Μη βάζεις λόγια ανάμεσά μας…. μην τα βάζεις κι ήτανε βαθιά η φωνή του κι είχαν κόπο οι λέξεις σαν να χε ανεβεί ανηφόρα κάτω απ’ τον ήλιο. Ό,τι και να σου πω πως θα το εμπιστευτείς αν δεν εμπιστεύεσαι την ψυχή σου αν δεν εμπιστεύεσαι το σώμα σου…. Άκουσέ το και μη βασανίζεσαι….. μη βασανίζεσαι. Οι ερωτήσεις σου δεν έχουν απάντηση και το ξέρεις. Οι απαντήσεις που ζητάς είναι στην ψυχή μου μέσα στην ψυχή μου που ακόμα δεν μπορώ να τη δω

Την έστρεψε μπροστά του την κάρφωσε με τα μάτια βαθιά

Τώρα είμαι εδώ όμορφη μου…. τώρα είμαι εδώ και σου ανήκω. Σου ανήκω ως την άκρη των δαχτύλων των ποδιών μου που βηματίζουν ίσαμε εσένα…. Με φτάνουν ίσαμε εσένα να χωθώ μέσα σου….. μέσα σου της μουρμούρισε…..

Άσε με άσε εμένα σου δείξω …. αφέσου μου, της ζήτησε και τη φίλησε

Εκεί που λες έχει φως, εκεί σκοτεινιάζει….

Είναι γιατί ένας φόβος έχει φυτρώσει μέσα σου. Έχει κάμει ρίζες και κλαδιά. Ισκιώνει …..σε ισκιώνει

Λίγο τον θυμάμαι τον πατέρα. Λίγο. Έτσι σαν όνειρο. Ψηλός; Νομίζω ήταν ψηλός, καλοκαμωμένος και μόνο το πόδι του … σαν να το έσερνε λίγο … να ταν έτσι; Να χε κάποιο ελάττωμα; Ή μήπως είχε χτυπήσει….. δεν ξέρω…. Τον θυμάμαι να ρχεται να με παίρνει αγκαλιά, να με σηκώνει ψηλά στο φως, να γίνομαι μια σταλιά σημαδάκι, να φεύγω απ’ τα χέρια του να ψηλώνω…. Δεν ξέρω μπορεί να ταν …. η χαρά να ταν που με έσπρωχνε προς τα πάνω…. Αυτός με φώναζε γύρνα πίσω μικρούλα…. γύρνα στο γέρο σου, έλα ματάκια μου…έλα κι οδήγα με ….. οδήγα το γέρο σου κι η φωνή είχε πόνο και τότε κατέβαινα σιγά σιγά, προσγειωνόμουν στο χώμα κι ήθελα να γελάσω γιατί ο πατέρας ήταν ο πιο δυνατός απ’ όλους μα ένας δυστυχισμένος με περίμενε που κρατούσε ραβδί, φως των ματιών μου έλεγε οδήγα με οδήγησέ με πέρα από τη θλίψη. Του έπιανα το χέρι και παίρναμε τους δρόμους και δεν ξέρω πότε γινόταν αυτά κι αν ήταν καθόλου αληθινά, γιατί ίσα που τον θυμάμαι

Κόρη μου όμορφη …έτσι μ’ έλεγε κόρη μου όμορφη … γελούσα εγώ ε, μα δε βλέπεις καλά πατέρα μου….του λεγα, δε βλέπεις καλά. Με τυφλώνουν τα άσχημα ψυχή μου. Τα άσχημα…..

Να σου πω ένα μύθο ν΄αλαφρώσεις πατέρα μου;

Αχ, μύθοι και παραμύθια δεν υπάρχουν ……. Μόνο μαχαίρια κοφτερά σε βελουδένια θήκη…..

Να μη στο πω;

Μα τ’ ακούω….. νομίζεις δεν τ’ ακούω;… πότε ειπώθηκαν αυτά;

…………………………………………………………………………………………..

Ένα παραμύθι δε μου πες βρε μάνα…. Τα παραμύθια είναι για το χειμώνα

Τα παραμύθια μάνα μου είναι για τους περαστικούς…. Έτσι δε μου χεις πει; Να κουβαλάνε εύκολα τα φορτία τους

Βοήθησέ με μάνα μου να κουβαλήσω το δικό μου!

……………………………………………………………………………………….

……………………………………………………………………………………..

Με τρομάζουν οι παλιές προφητείες

Πώς σου ρθε τώρα …. Γιατί βασανίζεσαι …..γιατί δεν αφήνεσαι σε τούτη τη χαρά….

Μου φαίνεται πως….πως δεν είναι το δίκαιο…. Πως έχω κλέψει και θα ρθει η μέρα να πληρώσω

Και δεν ξέρω ….φοβάμαι τι θα μου ζητηθεί…. Να δώσω….

Μου φαίνεται πως αγαπάς τους φόβους σου πιο πολύ από μένα…. Έλα στην αγκαλιά μου και ξέχασέ τους πια…..

………………………………………………………………………………………

Ήτανε μια φορά ένας πατέρας που χε δυο θυγατέρες. Δίχως μάνα τις εμεγάλωνε- αφού πεθαμένη από χρόνια η γυναίκα του κι άλλη δεν ηθέλησε- και τις έκαμε κοτζαμάν κοπέλες της παντρειάς.

Καλές και άξιες μα ένα παράξενο πράμα βρε παιδί μου …. Ας μην ήτανε δίδυμες, ήτανε εφταϊδιες…

Άνθρωπος δεν τις ξεχώριζε από την πολλή ομοιότη.

Μάτια, μαλλιά, μπόι, όλα …όλα….. Tα σουσούμια της μιας τα χε απαράλλαχτα και η άλλη… Ως και στη μιλιά ίδιες ….

Κανείς δεν τις εξεχώριζε και μόνη διαφορά που από κανένα δε φαινότανε η ηλικία. Η μια ήτονε μεγαλύτερη από την άλλη….

Κι ως είπαμε εγενίκανε της παντρειάς…..

Φτάνει λοιπόν ένας νέος που χε όλες τις χάρες… καλόγνωμος, λεβέντης, όμορφος και βασταζούμενος….

Χαρά στο σπιτικό μια τέτοια τύχη και μεγαλύτερη χαρά για το γερο-πατέρα που ήθελε πριν κλείσει τα μάτια του να τις δει αποκαταστημένες σύμφωνα με τις συνήθειες του καιρού και του τόπου

Να! Θα παντρευτεί η μεγάλη να παίρνει σειρά κι η μικρή κι άμα οι καλοί γαμπροί θ’ ακούνε για το τυχερό του σπιτιού, γρήγορα γρήγορα κι η άλλη θα φτιάξει το σπιτικό της…

Τέτοια λόγιαζε ο πατέρας μα ο γαμπρός που χε τις χάρες όλες και τα βασιλόπουλα κι οι πρίγκιπες έναν παρά δεν πιάνανε μπροστά του, μ’ ευγένεια είναι αλήθεια μα με τρόπο που δεν έπαιρνε αντίρρηση, είπε πως ήθελε τη μικρή την κόρη για γυναίκα του κι όχι τη μεγάλη

Του γέρου του ρθε σκοτοδίνη

«Γιατί;» Ρώτησε ο έρμος «Αυτές είναι εφταϊδιες … πως θα χαλαστεί η σειρά και η τάξη των πραγμάτων…..»

«Ή τη μικρή ή καμία» ξανάπε ο νιος

«Μα τι θα πει η αδερφή της; Πώς γίνεται να την περιφρονήσουμε έτσι….»

Άδικα …άδικα εμίλαγε …τα λόγια του μόνο έχανε τη γνώμη δεν του την άλλαζε….

Καλή του τύχη του μαυροπατέρα, η μεγάλη θυγατέρα δεν το κακοπήρε

«Δώσε την ευχή σου πατέρα μου. Το παλικάρι είναι καλό. Αφού θέλει την αδερφή μου ας τηνε πάρει»

Κι έτσι κι έγινε ….

Παντρεύτηκε η μικρή αδερφή, που ήταν εφταϊδια με τη μεγαλύτερη το νιο που χε τις χάρες όλες κι έγινε σπουδαίο γλέντι που κράτησε μέρες πολλές κι έμελλε να το θυμούνται καιρό πολύ, να το διηγούνται οι παλιοί στα εγγόνια τους….

Σαν εβράδιασε κι ήρθεν κι εζύγωσε η ώρα της αγάπης για τ’ αντρόγυνο η μεγαλύτερη εζήτησε μια χάρη από τη μικρή

«Άφης με αδερφή να μπω στην κάμερά σας , να ρωτήσω ένα πράμα τον άντρα σου που μου τρώει το νου και σαν πάρω αυτό που θέλω δικός σου θα ναι….»

Κι έστερξε η μικρή αδερφή κι εμπήκε η μεγάλη στην κάμερα κι ήρθε η ώρα της αγκάλης

«Μια χάρη θέλω άντρα μου κι ύστερα θα μαι δική σου δίχως λόγο άλλο»

«Ό,τι θες ψυχή μου…. φως των ματιών μου τι ποθείς;»

Κι ερώτησεν η κόρη

«Γιατί ηθέλησες εμέ γυναίκα σου να πάρεις κι όχι την αδερφή μου; Μη δεν είναι ίδια με μένα σ’ όλα;»

«Καλό είναι να μη μάθεις»

«Αν δεν μου πεις δεν μ’ αγαπάς»

.

Ο νιος δεν ήθελε να την κακοκαρδίσει κι αφού την όρκισε τίποτα σε κανένα να μην πει της λέει:

«Η αδερφή σου θα κάνει παιδί με τον πατέρα σου. αυτό έχει γράψει η μοίρα.»

Της κόρης της ήρθε ο θάνατος στ’ άκουσμα του λόγου. Σηκώθηκε φεύγει γοργά απ’ το δωμάτιο, δυο πράματα πήρε και δίχως ανθρώπου να μιλήσει έφυγε μέσα στη νυχτιά κυνηγημένη

Έφτασε σ’ ένα μοναστήρι κάποτε και ζήτησε να τη δεχτούνε. Και σαν επέρασε καιρός έγινε καλογραία….

Εν τω μεταξύ ο πατέρας της κοπελιάς σαν εξημέρωσεν η μέρα κι είδε πως η θυγατέρα του πουθενά δε βρισκότανε εκατάλαβε πως έφυγε κι άρχισε να τη γυρεύγει….

Όλους τους τόπους γύρισε χωρίς να μάθει τίποτα και άνθρωπο δε βρήκε να την έχει δει …

Κι ήρθε ένα βράδυ με κακοκαιρία πολλή κι εκείνος γέρος ταλαίπωρος και πικραμένος μουσκεύτηκε ως το κόκαλο και μέσα στην απελπισία του είδε το μοναστήρι

«Ανοίξτε χριστιανοί στο στενοχωρημένο»

«Εδώ άντρας δεν μπαίνει. Καλόγριες έχει το μοναστήρι και δεν ανοίγει σ’ άντρα!»

«Για την αγάπη του Χριστού! Ένας γέρος χτυπά την πόρτα… ανοίξτε μου….»

Κι εστέρξανε κι ανοίξανε μα μέσα δεν τον εβάλανε μόνο του πανε να πάει να κοιμηθεί στο στάβλο.

Το πρωί έστειλε η ηγουμένη τη θυγατέρα του που τανε καλόγρια γινωμένη, να πάει να δει ….μα ο γέρος είχε το πνεύμα παραδομένο. Η καημένη ως τον είδε εθρήνησε για το κακό που του κανε γιατί εκατάλαβέ το πώς για χάρη της εμπήκε σ’ αυτή την ταλαιπωρία μα ησύχασε κιόλας το μέσα της γιατί δεν είχε ξεχάσει τα λόγια του άντρα της αδερφής

Εκεί που τον εθάψανε φύτρωσε μια καρπουζιά κι έκαμε άνθος που έδεσε κι έκαμε ένα καρπούζι. Και σαν εγίνηκε το κόψανε κι εφάγανε οι καλογριές κι έφαε κι η θυγατέρα του, το μικρότερο κομμάτι

Σε μήνες εννιά εγέννησεν υγιό. Τον εβαφτίσανε στο μοναστήρι κι η ηγουμένη του βαλε χρυσό σταυρό για χάρισμα.

Ύστερα σ’ ένα καλάθι το αποθέσανε και πήγαν και το ρίξανε στη θάλασσα…..

Η μάνα του όμως δεν το βάσταγε στην ψυχή της πήρε των ομματιών της κι έφυγε από το μοναστήρι….

Πέρασε πολιτείες και χωριά και κάποτε έφτασε σ’ ένα δάσος κι εκεί έστησε μια καλύβα κι έμενε…..

Κι επέρασε ο καιρός που όλα τ’ απαλαίνει κι ήρθε τραγούδι στα χείλη της κορασιάς –γιατί νέα ήτανε ακόμη-

Κι επήρε κι εμαθεύτηκε πως όμορφη κυρά ζούσε μέσα στο δάσος

νιούτσικος κυνηγός εδιάβαινε κι ως την είδε έπεσε λαβωμένος απ’ τη σαϊτιά του έρωτα…

Φεύγει και πάει στο σπίτι του και πέφτει του θανάτου

«Τι έχεις γιε μου και δεν τρως, δεν πίνεις δεν κοιμάσαι;»

« Κυρά πανώρια αγάπησα μα εκείνη με λέει νιούτσικο ….»

«Μα την αλήθεια σκοτεινά θα τανε και δεν θα σε καλόειδε. Σηκώσου παλικάρι μου τράβα και μίλησέ της και πες την αγαπάς γυναίκα θα την πάρεις»

Κι επήγε και της μίλησε. Και πάλι ματαπήγε ώσπου η κυρά η όμορφη είπε το ναι στον έρωτα του νέου.

Κι ήρθεν ο γάμος κι έγινε κι ήρθε κι εφυγε η μέρα κι ώρα κοντοσύμωσε να σμίξουν στην αγάπη

Την ώρα που ο νιος εγδύθηκε εκείνη έκανε οπίσω….

«Τι ναι το που χεις στο λαιμό;»

Τον εβρήκανε λέει οι γονέοι που τον εμεγαλώσανε σ’ ένα καλάθι μέσα που η κυμματούσα η θάλασσα το χενε φερμένο. Κι είχε και στο στήθος του εκείνο το χρυσό σταυρό μονάχα …

…………………………………………………………

Γιατί σταμάτησες; Τέλειωσε; Αφού δεν τέλειωσε….

Δεν ξέρω πως κλείνει. Δεν θέλω να ξέρω. Πες εσύ το τέλος…. Πες ένα τέλος όπως θα το θελες…. Σωπαίνεις…. Βλέπεις; Πιο εύκολο να ρθει έτσι που να μην μπορείς να αντιδράσεις…. Αχ, πόσο δύσκολο να ορίσεις τη μοίρα σου…… με το δικό σου το χέρι να κινήσεις τα πούλια του παιχνιδιού…..

Κουράστηκα. Νομίζω κουράστηκα. Περίμενα πολύ. Τυλίχτηκα σε κουβέντες παλιές να με ζεστάνουν…. μα άδικα…..

…………………………………………………………………………….

Ξημέρωνε……

σχεδόν παραξενεύτηκαν που η νύχτα τέλειωνε, ο δρόμος απόσωνε, φτάνανε στο τέρμα τους

Ο αέρας κρύος τους χτύπησε, καθάρισε τα μάτια τους, τον καθρέφτη του νου,

είδαν στο βάθος το καμπαναριό. Σφίχτηκαν. Η δύσκολη ώρα του αποχαιρετισμού. Κι η ακόμα δυσκολότερη. Εκείνη του τύπου των ήλων.

Στάθηκαν στη μέση του δρόμου δίχως να τολμούν το παραπέρα βήμα

Ο κόσμος τις προσπερνούσε, τις σκουντούσε άθελά του, ξεχνώντας να πει συγγνώμη, βιαστικός να πάει, να δει, να προλάβει, να γευτεί το κατόρθωμά του, να χαρεί.

Η εκκλησία παλιά από τη φύση της επιβλητική, έχανε την αυστηρότητά της όπως με κυψέλη έμοιαζε σε καιρό οργασμού, γέμιζε, άδειαζε ξανά και ξανά, έτσι που μπαίνανε βγαίνανε διαρκώς και ολοένα συγκρατώντας σχεδόν με το ζόρι χαρούμενες θριαμβευτικές φωνές, το ανθρωπομάνι είχε φτάσει στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ πια κι όλοι ή σχεδόν όλοι πίστευαν πως ο άγγελος ήτανε εκεί και θα τάραζε τα νερά και γι’ αυτούς.

Καλά ήμαστε μαζί…. μουρμούρισε η μία μα θα μπορούσε να είχε ειπωθεί και από τις τρεις γιατί και οι άλλες δυο αμέσως συγκατάνευσαν κουνώντας το κεφάλι.

Τώρα …. Το σωστό είναι να χωριστούμε και πάλι η μία τα είπε για λογαριασμό όλων.

Κοιτάχτηκαν για λίγο αμίλητες, αμήχανες κι ύστερα έστρεψαν την πλάτη η μία στην άλλη, δίχως άλλα λόγια, δίχως αποχαιρετισμό, καλά καλά ούτε τα ονόματά τους δεν αντάλλαξαν, έτσι κι αλλιώς δεν είχαν αναφερθεί καθόλου σε ονόματα αν και κάποια στιγμή η μεγαλοπαντρεμένη έτσι στο άσχετο άρχισε να γελά γιατί θυμήθηκε τη μάνα της να φωνάζει Ιοκάστη! Πού είσαι μωρή Ιοκάστη! Εδώ μάνα παραμίλησε. Μπορεί και να νόμισε πως την άκουγε αληθινά να την καλεί γιατί πήγε να πει ορίστε μάνα! Άλλο που την τελευταία στιγμή κράτησε στα δόντια τις λέξεις….

Αλλά και οι άλλες αν και κοιτάχτηκαν αναμεσό τους κουβέντα δεν είπαν και το πράγμα έμεινε έτσι…..

…………………………………………………………………………………………

Ο άντρας στεκόταν στην είσοδο σχεδόν όπως οι ζητιάνοι που περίμεναν έλεος από τους πιστούς. Ήταν καθισμένος κάτω με το κεφάλι σκυφτό κι αν δεν ήταν τόσο μεγαλόσωμος δεν θα τον έπαιρνες είδηση. Μα ξεχώριζε κι όχι μόνο για το σουλούπι του –ακόμα όχι γέρος μα αφημένος εγκαταλελειμμένος, ένα έρμο που τουρτούριζε Μάη μήνα σαν να χε ρίγη δυνατά τυλιγμένος σε μια παλιοζακέτα-ποιος φορούσε στην ηλικία του ζακέτα σήμερα-αν ήταν κουβέρτα μπορεί και να χε κουκουλωθεί, με τα σημάδια της αγρύπνιας και της κακοπέρασης από κοντά.

Μπορεί και γι’ αυτό και να ταν τόσο ήσυχος σε αντίθεση με τους γύρω που όλο ανησυχία κάναν ερωτήσεις αν και απάντηση καμιά δεν παίρναν, μα τις συνέχιζαν παρέα με νευρικές κινήσεις, μέχρι που κάποια στιγμή άρχισε ο καυγάς από ασήμαντη αφορμή, έτσι δίχως λόγο αλλά όλη τους η ένταση ζητούσε έξοδο διέξοδο και η λύση βρέθηκε ως από αιώνων συμβαίνει, στο πολεμικό παιχνίδι

Τότε μόνο τότε σηκώθηκε ορθός, ένα ψηλό κορμί με μακριά χέρια, φαρδιές παλάμες, σηκώθηκε ορθός μόνο και οι άλλοι μαζεύτηκαν και από κει και ύστερα δεν δυνάμωσαν άλλο την ένταση της διαφωνίας τους. Τους φόβισε. Τι; Η θωριά του ή κάτι που τους έλειπε και το βλεπαν σ’ εκείνον τον ξένο. Το βλεπαν κι ας μην ήξεραν να το ονομάσουν

Μα ίσως είναι ό,τι χρίει κάποιον αρχηγό, ηγέτη, βασιλιά. Κάτι που γεννιέται κανείς μαζί του το φέρει από κληρονομιά στο αίμα του, τον κάνει ξεχωριστό κι ας μην το επιζητεί.

Έτσι κι αυτός. Κι αν δεν ήταν τόσο αποκαμωμένος μπορεί και να ανακηρυσσόταν- άτυπα έστω- επικεφαλής των ζητιάνων

Οι δυνάμεις του ήταν λιγοστές κι αυτό το απότομο σήκωμα τον απόκαμε

Έπρεπε να είσαι αλλού είπε ο γέρος δίπλα του με προσοχή και σεβασμό κι ας είχε φάει την ψυχή όλων με τη γκρίνια και τη μιζέρια του.

Αλλού! Επανέλαβε εμφαντικά. Τι περιμένεις εδώ; Τι περιμένεις;

Τη λύση μουρμούρισε εκείνος σε πρώτο και τελευταίο λόγο κι άρχισε πάλι να τρέμει να τρέμει πιο δυνατά αυτή τη φορά, το τρέμουλο στα όρια του σπασμού έφτασε, τα χρειάστηκε ο γέρος. Κράτα του φώναξε κράτα βγαίνει ο ήλιος (ούτε ήξερε τι να πει) βγαίνει ο ήλιος θα δεις θα δεις….. είχε ξαπλωθεί ο άλλος στα τσιμέντα απέξω απ’ την εκκλησία, πήρε να τους κυκλώνει ο κόσμος, κράτα του σφύριξε στ’ αυτί να το νοιώσει καλύτερα, θα μας διώξουν όλους σπλαχνίσου μας –ούτε θεός να ταν – τρόμαξε κι ο ίδιος, άνθρωπο ανήμπορο είχε μπροστά του, κάνε κουράγιο του ζήτησε και σαν να το άκουσε πάλεψε και ανασηκώθηκε, στύλωσε λίγο το κορμί αφήστε με τους είπε καλά είμαι…. Καλά είμαι ξανάπε….τον παράτησαν κι οι άλλοι στην ησυχία του.

Μόνο ο γέρος τον είχε στην έγνοια του και το ένα του μάτι το άφησε πάνω του…..

Σαν να ταν στρωσίδι η κούραση και ρούχο χειμωνιάτικο βαρύ η νύχτα και ο δρόμος και η αδημονία και ήρθε η μέρα χέρι στιβαρό τα σήκωσε και έφερε ελπίδα να τους τυλίξει και χαμόγελα προσδοκίας.

Η λειτουργία είχε ξεκινήσει ψαλμωδίες των έξω στους ύμνους των μέσα, θυμίαμα στον άγιο, γονυκλισίες σιωπηλές και φωναχτές αιτήσεις, ευχαριστίες, δοξαστικά ένα συνονθύλευμα απελπισμένων και ελπιζόντων, το λιβάνι άρχισε να γίνεται κυρίαρχο ως και η τσίκνα φαινόταν ν’ αγιάζει κι αυτή ακόμα και μια ιδέα περιέργειας- τι μπορεί αυτός ο άγιος- φόρτιζαν την ατμόσφαιρα που όσο πήγαινε η ώρα, όσο ο ήλιος ανέβαινε, όσο η ώρα η κορυφαία πλησίαζε, το δέος έφτιαχνε το δικό του μυστηριακό κύκλο που τους έκλεινε όλους μέσα, πιστούς και άπιστους, προσκυνητές και διερχόμενους.

Ξεκίνησε η περιφορά δυνάμωσαν οι παρακλήσεις, ικεσίες, ευχαριστίες, δάκρυα, φωνές να στηθούν από κάτω, να περάσει η εικόνα από πάνω, να ρθει η ίαση των ανομημάτων που καθένας κουβαλεί, κάποιος να τους πάρει το σταυρό –τόσοι πολλοί σταυροί σ’ εκείνον τον περίβολο, από κοντά κι οι αληθινοί ζητιάνοι και κάθε λογής ανάπηροι, έμεινε μόνος του ο άντρας.

Έβαλε δύναμη, όση του είχε απομείνει, ανασήκωσε το κεφάλι σαν κάτι να ψαχνε να δει-τι να δει σε τόσο χαμό- δεν βάσταξε ξανά το άφησε να πέσει. Η ανάσα του γρηγόρεψε έσφιξε τα χείλη έβαλε τα παλαμόχερα κάτω να βοηθήσουν, σφύριξε ο ήχος ανάμεσα στα δόντια του, τα μάτια προσπάθησαν ν’ ανοίξουν όσο γινόταν ν’ αντέξουν, ορθάνοιχτα, να εισχωρήσουν, να διαπεράσουν το πλήθος, να χωρέσουν.

Τι; Τι ψάχνει κανείς στο χείλος που τον πάει στο αλλού; Τα κομμάτια του που άφησε όντας πεζοπορούσε την ύπαρξή του για να βρει;

Μέσα στο φως λουσμένες αχτινωτά από διαφορετικά σημεία σημάδια στον ορίζοντα που δεν μπορούσε να είναι ορατός μα μόνο έτσι μπορούσε να γίνει αντιληπτό, φάνηκαν τρεις φιγούρες

Σκορπίζεις … όλη σου τη ζωή σκορπίζεσαι κερματίζεσαι …। Τρέχουν τα κομμάτια σου να προλάβουν…। Να προλάβουν δόξα κι έρωτα κι επιβίωση…॥ την επιβίωση πάνω στις πολλές σου κοψιές στις πολλές χαρακιές…। Τα αφήνεις

Έτσι όπως τρέχεις …..ερήμην σου τρέχεις, ερήμην σου τρέχουν αυτοί οι εαυτοί οι πριν οι μετά παρατιούνται, αφήνονται, δωρίζονται κατά περίπτωση . Όπου μπορεί κανείς….όπου μπορείς

Όπου δύνασαι όπου βρεις όπου σε βρουν. Πολλοί κι αλλιώτικοι σε κουβαλούν και σε ξέρουν –νομίζουν- μα ποιος σε είδε που είσαι

Παραπάνω απ’ όσο μπορείς

Κι αλλιώς καθένας τους σ’ αντέχει

Και σ’ έχει άλλος βασιλιά κι άλλος ζητιάνο. Άλλος σε βλέπει όμορφο κι άλλος μες στην ασχήμια βουτηγμένο

Αχ, πολύ μωρέ μάτια….. κόπηκες…. και το παρόν σου που δεν έζησε μιαν αλήθεια στρόγγυλη, αιμορραγεί .....

Ανακούφιση και αγωνία συνάμα τον κατέλαβαν. Φούσκωσε το στήθος μια και δυο φορές, σούριξε ο ήχος του περισσότερο εδώ είμαι ήθελε να πει, εδώ είμαι με βρήκες με βρήκατε μα οι φθόγγοι δεν στρογγύλευαν κάτι άναρθρο του ξέφυγε, το κεφάλι έγειρε πίσω, το κορμί τινάχτηκε έρμαιο αλλουνού.

Την ώρα που άδειαζαν τα μάτια ένοιωσε τη θέρμη τους. Και τους αρμούς του που έδεναν

Μακάρια η ώρα

Που κυκλώνει

Το ένα σου

Τα γνωστά και τα άγνωστα

Σου σμίγουν

Και συ το αντέχεις………………………………………………………………

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

ΑΜΟΝΤΑΡΙΣΤΑ ΠΛΑΝΑ 3

Κάτι παλιότερο για μιαν ασθματική ανάγνωση σήμερα που βρέχει

.........................................................................................

Σαν θα με πάρεις αγκαλιά
Ξανά
θα χουν περάσει χίλια χρόνια
Προσμονής κι αδημονίας


Είσαι χαμένο, ορέ παιδί! Είσαι χαμένο… Τι κάθεσαι αυτού; Με πονάν τα κόκαλα μου, σου λέω. Θα πεθάνω και θα με φαν τα σκυλιά και τι θα λες κοντά;

Α, ορέ μάνα…
Ρωτάς για να ρθω…. πώς να ρθω…. έχεις μείνει στα δικά σου το μυαλό σου έμεινε εκεί…. ούτε βήμα μπρος…. έμεινες εδώ
Ο κόσμος τρέχει, εσύ που να τρέξεις; Στη Τζούμιζα έτρεχες και στα Καμίνια… δεν κατάλαβες, άλλαξαν τα πράματα…. που να τρέξεις τώρα….

Giorgos?
Η Μip. Γνωριμία στην Πάρο. Τον καιρό που γυρνούσε πουλώντας σεντόνια στους ντόπιους και τα γραμμάτια τρέχαν εκείνο το φορτηγάκι λες και το χαν βάλει σημάδι Παλαιστίνιοι κι Ισραηλίτες ο Νίκο Βάσος…. φέρε λεφτά και φέρε

Δεν έχει δουλειά μωρέ Νίκο…. η αγορά κεσάτια…. αφού τα ξέρεις
Κουφάλα ζωή…

Beautiful eyes!
Το ξερε μα πάντα τ’ άρεσε να τ’ ακούει…. είχε όμορφα μάτια, κορμί δεμένο, μελαχρινός

English?
No, Holland
Χα! Να και η μικρή Ολλανδέζα που μικρή δεν ήταν τριανταπεντάρα την έκοβε ξέθωρα μάτια κοντά μαλλιά ούτε κώλο ούτε κοιλιά. Σ’ αναβροχιά τον βρήκε…πρόθυμα χαμογέλαγε

Και μην πούμε για ποτάμια
Που διαβήκαμε
Σε στερεμένους τόπους
Νερό αν ήπιαμε

Την έβαλε στο φορτηγάκι, αναπάντεχα θερμή ήταν, λίγο έλειψε να τον προδώσει η φύση του μα τα κατάφερε, έκανε το χρέος του

Giorgos?
See again?
Mip,
πάμε να πουλήσουμε σεντόνια… no work no money… money you know?
Yes yes, έλεγε η Mip και του γινε σκιά και μαζί χτυπάγανε τις πόρτες λεφτά δε βγαίνανε γαμώ τα money γαμώ τον πήρε από το χέρι

Ε, ορέ Γάκια! πού πας παιδί…

Στην Ολλανδία του Βαν Γκογκ που σιγά μην τον ήξερε ήρθε κι ο ανιψιός ο Θανάσης που έκανε τον κουλτουριάρη μια ζωή στο χημικό άλλο που τελευταία το γύρισε στο ηθοποιηλίκι και παίζει σ’ ένα σήριαλ της συμφοράς και τονε βλέπει η μάνα του και καμαρώνει μα ακόμα τότε το παιζε βαριά κουλτούρα να πας θείο- θείο τον έλεγε- στο Μουσείο του Βαν Γκογκ

Άει κατούρα τα πόδια σου ρε!

Αλβανοί έρχονταν, εκείνος έφευγε. Να γίνει υπήκοος αλλού να χωθεί αλλού

Α, ορέ Γάκια… πού πας;

Να βρω έναν Έλληνα… δουλειά ορέ δουλειά!
Σερβίρεις; Ναι. Πόσα; Τόσα. Καθαρά πράματα.

Βρέχει βρέχει βρέχει.
Μουσκεύει το κόκαλό του. Περιμένει η Μip κουράστηκε η Mip θάμπωσε ο ωραίος Έλληνας, πέταξε ο έρωτας
Σπίτι, βρες άλλο σπίτι. Άλλη δουλειά δουλειά δουλειά….
Τι ξέρεις; Τι μπορείς να κάνεις; Όλα τα ξέρω όλα τα μπορώ

Το νήμα να ενώσεις θέλεις
Ξεχνώντας πως φθαρμένο είναι
Και κομμένο
Σε σημεία πολλά

Χα! κουτόφραγκοι! Να σας χέσω τον πατέρα
Λεφτά! Τσάμπα λεφτά! Μαύρα λεφτά λεφτά λεφτά λεφτά….

Η Όλγα.
Λευκορώσα η Όλγα δυο παιδιά η Όλγα στην πατρίδα, ίδια ιστορία παλιοκατάσταση να σου βγάλω χαρτιά να πω είσαι Ελληνίδα να πω είσαι μαζί μου φοβάμαι Όλγα
Απέλαση η Όλγα

Σαρανταπεντάρισες Γάκιαααα…..

Το χέρι σου καμάρι μου; Χέσε με μάνα! σκατά τα κανα πάλι……………… κόπηκε ο τένοντας μα μη φοβάσαι μάνα δεν έχω τίποτα το δάχτυλο μόνο δεν ανοί θα μ’ εγχειρίσουνε αύριο μάνα

Άι, γαμώ τα συστήματά τους γαμώ! ένα τσιγάρο μωρέ!

Α, ορέ πατέρα έλα να το στρίψουμε εδώ α για! Μια τσιγαρούλα να κάνουμε….Α, ορέ πατέρα καλός ήσουν κι εσύ την έκανες νωρίς και…

Θα σου ρθει πλοιο
Σινιάλο δε θα δεις ούτε θ’ ακούσεις
Μονάχος τον Αχέροντα διαβαίνεις
Ως κι ο βαρκάρης απεργεί
Και που να βρεις μονέδα
Να πληρώσεις


Γαμώ τα συστήματά σας γαμώ….. τσιγάρο ορέ!

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Εξομολογητικό

Γράφω.

Έτσι λέω. Γράφω.

Κάποτε σκέφτομαι τι πάει να πει το ρήμα.

Πόσα φορτωμένα του έχω για να τ’ αφήσω εδώ ή αλλού। Οπουδήποτε αλλού………………………

Και απάντηση δε βρίσκω

Ξέρω μόνο πως

Μισές φορές χαίρομαι όταν συμβαίνει. Πηγή που αναβλύζει, που με ξεδιψά είναι…

Και φορές….

τυραννιέμαι …..Δεν είμαι μαθημένη να κρατώ τα γκέμια και ο έλεγχος μου φεύγει. Ο φόβος…. γιγαντώνει ….

…..και ακροπατώ στη γνώση της άγνοιας μου

Φοβούμαι τα ύψη

Προτιμώ να χαμηλοπετώ. Nα χω την ασφάλεια της γης κοντά μου, τη μυρωδιά του χώματος να νιώθω και να ησυχάζω…

Πως γίνεται καμιά φορά και τιμωρούμαι …το ύψος πάει ανάποδα…… με ξεγελά και με τραβά. Δεν τη γλιτώνω αυτή τη ζάλη

Γράφω.

Και είναι φορές που ντρέπομαι। Γιατί ντύνομαι τα χάρτινα μου ρούχα να μη με γνωρίσουν σαν να ναι η μεγάλη μου αμαρτία που φεύγω απ’ αυτόν τον κόσμο

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Σαν γυναίκα προς γυναίκα.......

Για σήμερα ένα παλιότερο κείμενο, μάλλον ολοκληρωμένο τούτη τη φορά


Γω π’λες νυφούλα μ’ ήμαν η πρώτη στς μάνας μ’ το σπίτι. Γεννήθ’κα πρώτ’απ’ όλες τσ’ αδερφάδες μου. Πέντε τσιούπρες στη σειρά. Αράδα. Ο μαυροπατέρας, σαν είδε την πρώτη, τη δεύτερ’ την τρίτη, το πήρε απόφαση πως όλο θηλυκά θα τ’ γεννοβόλαγε η μάνα μ’ και σαν γκαστρώθηκε στουν αδερφό μ’ του συχωρεμέν’ κι του γέννησε, δεν του πίστευε κι όλο τη συχνορώταγε
«Α, ορή, μην είν’ μπαστίκι το σερ’κό;»
Τέτοια ν’ ακούς…


Και μην το χάρηκαν πο’ταν γιος ; Ήρθε ετότες ο μεγάλος αδερφός τ’ πατέρα, δεν ξιέρω αν τουν έχεις ακ’στά ου μπαρμπα- Νάκος μι τ’ όνομα… Αυτός να σου ειπώ είχι καταντιά καλή. Γελάδια στου βάλτου, κι πρόβατα πολλά… ελιές… -κειο τον καιρό που δεν είχαμαν κιόλας-… μπαξέδια…. χώρια τα χωράφια…Ήρθε π’ λες λέει τ’ πατέρα «Αδερφέ, ξιέρς ιγώ πιδιά δεν έχω … Εσύ πολλά έχεις …Δος το σερ’κό …και για τα μένα καλό και για τ’ εσένα … Τα τσουπριά θα στα προικίσω»
Ο πατέρας έπεσε του θανάτου « Ορ’ αδερφέ φτούνο το σερ’κό; … Nα σ’ δώσω …μι την καρδιά μ’ μια τσιούπρα … κι δυο άμα θες …αλλά αυτό μην το ζητάς»
Κι έπεσε στα πόδια του κι έκλαιε σαν και να ταν αυτός ο φταίχτης που κειος ήταν άκλερος. Μα ήτονε ο μεγάλος αδερφός και το όχι δεν μπόρηγε να το ειπεί.
Κι τουν πήρε ο μπαρμπα-Νάκος … Μα κι αυτός …
Είχι η θεια μ’ μια λεκάνη μι τόσο για νιρό. Πάει το πιδί να τ’ράξ’ πέφτ’ μέσα πνίεται. Η θεια χαμπάρ’ δεν πήρε. Τα πιδιά μιγαλών’ μαναχά τς νόμ’ζε. Άμαθη ήτανε… πάει ο αδερφούλης μου πάει. …κι η μάνα μ’ δε ματαμίλησε στουν πατέρα κι άλλο πιδί δεν έκαναν πλιο. Ούτε τσιούπρα
Ο πατέρας το ρ’ξε στο πιεί … ούτε ματανοιάστ’κε για τ’εμάς. Ημείς φτωχοί ήμασταν…μας είχαν αποτελειώσ’ κι οι πολέμοι. Aπ’ τσ’ Γερμανούς στς αντάρτες Ένας ένας που πέραε έβανε κι μια φωτιά και κοντά έμειναν αποκαϊδια. Πούν’ οι γιούκοι; Είχαμαν πέντε γιούκους ένα για κάθε μίνια όλο φλοκοτές …νερομπανίες….; Όλα στάχτη …Άντε παντρέψ’ …κοντά να σ’ λέν’ φέρε τούτο κι φέρε τ’ άλλο…..


Εγώ ας ήμαν η μεγαλύτερη, στερνή παντρεύτ’κα…. Ήταν οι αδερφάδες μου θεωρητικές να σ’ πω κι τσι ζητάγανε και κείνη η μικρή μο μπλεξε κι μι έρωντες..
Εμ τι θαρρείς; Στον καιρό σας αγαπιούνται μόνο; Κι λέτε θέλω κειον …. Αμ’ το λιέγαν κι τότενες …Το πε κι η μαυραδερφή μου η Λάρ’σα…
«Μάνα» λέει, ο Πάνος του Πέπα μ’ αγαπά κι είπε θα με πάρει…
«Ούι χαλασιά μου…. Μαύρη πο μουν εγώ… Τι είπες ορή; Ποιος να σ’ πάρει που να σ’ πάρει ο διάτανος τον πατέρα; Ποιος μωρή θα σ’ πάρει;»
Κι έλεε κι έλεε η μάνα και δίκιο είχε μα τύφλωση ….τύφλωση είχι πάθει αδερφούλα μ’ κι διν άκουε…
Κειος π’ αγάπαε πλούσιος ήντουν …και σ’ λέει η μαυρομάνα………. ημείς ψωμί δεν έχ’με θα στέρξει ου πατέρας τ’ ου γερο-Πέπας;
Αμ, αν άκουες ισύ π’ αγένητη ήσαν, άκουε κι η αδερφούλα μ’ και σαν τα μαθε ο πατέρας τ’ σεισμός γέννηκε … και γλιτώνουν τα καλυβόσπιτα ορή τσιούπρα μ’ απ’ το σεισμό;

Και ποια ήντουν τα καζάντια της; Πνίηκε στο Μπούβλιακα η χαμένη ….τόσο που τσ’ έκοβε το κεφάλι….

Κίνησε γκαστρωμένη πέσαν όλοι πάνω στου γερο Πέπα και την έμπασε νύφη σπίτι τ’

Ας ήντουν σκ’λί καλύτερα θα πέραε

Την κατηγόραε κειος ολονένα και τούτο κακό κι τ’ άλλο λωβό…. ούλα στραβά τα κανε κι στερνά είπε έκλεψε λιεφτά τ’ γέρου και τόσο χαμένη ήταν εκείνη η κοπέλα κουβέντα σε καένα δεν είπι, παρά κίνησε πεζιά απ’ το παλιό το χουριό ξιέρεις πόσο μακριά είνι κι ήρθι κι έπισι στου ποτάμ’

Ιμίς ιδέα δεν ήχαμαν

Περνά μίνια μέρα δγιο αμούντ’ . Κινώ παένω στο παπέικο. Πουν η αδερφούλα μου ορέ; λέω στο γαμπρό. Αμ και κείνος καλό χαϊβάνι ούτ’ είχι πάρ’ χαμπάρι πως έλιπι. Ο πατέρας τ’ είπι στ’ς δικούς τσ’ θα ναν’ και κειος δε ματαρώτησε πλιο. Αγάπες σ’ λέν’

Και κοντά πήγαμαν στην αστυνομία κι ψάξαν ολούθε ψάξαν τίποτις δεν ήβραν κεια τα παιδούρια του Νίκο Βάσσο τη βρήκανε και που ήντουν γκαστρωμένη;

Κι έλεε τότενες ο γέρος μπαστίκι είχι στην κ’λιά γι’ αυτούνο έκαμε το χαμό της. Και μήνια ήξηρα τι είχε γινεί; Σαν τα μαθα και κειος χώμα ήτονε πλιο.

Θα πεις τον ετιμώρ’σε ο Θεός τον άδικο….. χάθηκε η τσιούπρα του σ’ έναν τόπο…στο Φάληρο έτσι κι αυτή πνίηκε. Και πως και τι καένας δεν έμαθε και με το μαράζ’ έφυγε πατέρας τς

Η αδερφούλα μ’ πίσω δε γύρ’ σε

Κοντά παντρεύτ’κα κι ιγώ. Ο πιθιρός σ’ καλός μα παράξινος πολύ είχε τρεις αρρεβωνιάρες πριν απ’ τ’ εμένα. Μα η μανούλα μ’ ήθιλι να μη παντρέψ’ κι ας πάαινα σι κουνιάδια ανύπαντρα μέσα που θα τα καρτέρεγαν όλα απ’ τ’ εμένα …. Και που είχι, τσουπρούλα μ’, αδερφάδες….. μήνια κι άπλουναν το χέρ’ να κάμουν το τόσο για; περίμεναν του γαμπρό και μόνο διαταή έβγαζαν κειο να κάμω τ’ άλλο να φκιάκω…. Καταντιές μάτια … τι να σ’ λέου…..

Τι ήμαν ιγώ; Μήνια κι ήξερα τα πολλά; Αλλά τι να έκανα; Πρώτη μέρα νιόνυφ’ μ’λέει η μεγάλη η κ’νιάδα εσύ σαι τώρα για τ’εμάς μάνα…. Κι τι ήμαν; Έβλεπα τσ’ κοπέλες σπίτι κι ήλεγα με του νου μ’ που να βρεθεί άντρας για τ’ εκείνες….. Θα μαραζώσουν κι θα στρίψουν και κοντά τι να τσ’ κάνω;

Έστερξι ου Θιός ήρθε προξ’νιά για τη μεγαλύτερη…. τη θείτσα Πανάγιω ξέρ’ς. ο γαμπρός καλός εφαίνουνταν και τ’ άρεγε να σ’ πω αλλά έλα που ήθελε προίκα. Λεν τα σερ’κά: δεν τη δίδουμι που να βρούμι τσ’ λίρις, άλλος θα βρεθεί. Πάου στο κατώι. Βλέπου την Πανάγιω έκλαιε. Τονε θες κυρά; τηνε ρωτώ(κυρά εκραίναμε τσ’ αδερφάδες τ’ αντρός)

Τονε θέλω νυφούλα μ’, μ’ λέει και με το στόμα γιομάτο, αλλά τ’ αδέρφια μ’ μ’ λέει θέλουν να με δώκουν τσιάμπα.

Τσώπα κυρά τσ’λέω μη κλαις πλιο κι όλα θα γένουν

Πααίνω βρίσκου τον άντρα μ’ κι πεθερό σ’. Να τη δώκουμε τ’ λέω την Πανάγιω….

Κειος στην αρχή να σ’ πω …. δεν άκουε κ’βέντα…. Κι που θαν τα βρούμε τα λεφτά ….κι άμα δώκουμε για τη μίνια τι θα γένουν οι άλλες κι πολλά ….

Εγώ ήμαν αποφασισμένη. Να τσ’δώκετε τσι λίρες…. τ’ λέου…. Ας παντρευτεί η Πανάγιω και θα ιδούμε τι θα γένει με τσ’ άλλες….. τονε φοβέριξα κιόλας Θα μείνουν ανύπαντρες οι κοπέλες και τι θα λέτε κοντά; Φύγανε οι γονέοι κι οι τσιούπρες δεν είχανε καένα;

Κι έλεα κι έλεα και είπε το ναι. Κι έσφαξα ένα παπί που είχαμαν και την αρρεβωνιάσαμε.

Κι κοντά τσ’ έδωσα κι το αγοραστό βρακί που μο χε φέρει η νούνα μ’ κι αφόρηγο του ‘χα για να πάει στο γαμπρό ……….