Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014




ΜΕΡΗ (ΜΕΡΟΠΗ) ΛΙΟΝΤΗ : ΘΕΡΟΣ το ΧΕΙΜΑΖΟΜΕΝΟΝ

Γράφειο ο Βασίλης Γ. Χαρωνίτης

Για ποιο λόγο ένα  «θέρος» είναι «χειμαζόμενον», δηλαδή ταλαιπωρημένο, θλιμμένο, βασανισμένο;
Το «θέρος» ως εποχή αλλά και ως πράξη προσφέρει χαρά και ικανοποίηση. Τότε ο άνθρωπος αξιολογεί το αποτέλεσμα των προσπαθειών του. Τότε απολαμβάνει τους κόπους του.
Επομένως το «θέρος» δεν θα έπρεπε σε καμιά περίπτωση να είναι «χειμαζόμενον»
Δυστυχώς στην
αλλοτριωμένη εποχή που ζούμε, η άνοιξη δεν είναι άνοιξη και το θέρος δεν είναι θέρος. Όλα έχουν γίνει ψευδεπίγραφα. Και οι άνθρωποι και οι τόποι. Ακόμη και τα αισθήματα. Τότε για ποιο θέρος και για ποιο καλοκαίρι να μιλήσομε; Τι να θερίσομε από τη φρυγμένη καρδιά μας και τι να συγκομίσομε από την πυρόπληκτη μας ζωή;

Αυτά τα ερωτήματα βασανίζουν την ποιήτρια Μέρη Λιόντη. Στην πρόσφατη –και πρώτη-ποιητική συλλογή της, με τον παραπάνω τίτλο, καταθέτει την αγωνία και την οδύνη της που είναι αγωνία και οδύνη κάθε υπεύθυνου ανθρώπου.

Η συλλογή περιλαμβάνει 31 ποιήματα, συνήθως μιας σελίδας. Κάτω από κάθε ποίημα δημοσιεύεται κι ένα άλλο, με πλάγια γραφή, ενός ή δύο στίχων, σαν επίγραμμα, που συνήθως αναφέρεται στο πρώτο ποίημα. Είναι έτσι σαν μια δευτερεύουσα συλλογή μέσα στην κύρια.

Τα ποιήματα είναι άστικτα κι έχουν πολύ προσωπικό χρώμα. Η Μέρη Λιόντη παρουσιάζεται ως ένας ευαίσθητος άνθρωπος που μεγεθύνει μέσα της ασφυκτικά κάποτε, τα αδιέξοδα , τις εναντιότητες, μιας ζωής άχαρης. Αυτή η ζωή δεν έχει καμιά ζεστασιά, καμιά θαλπωρή. Το καλοκαίρι διαπερνάται από τα’ αγιάζι. Το τίποτα μας έντυσε με ρούχα χάρτινα/ πώς να μην παγώσουμε στ’ αγιάζι.

Η αγάπη δεν υπάρχει στον κόσμο μας. Το μίσος είναι δέρμα παλιό και στέρεο. Κι αν τολμήσεις να αφεθείς πάνω σ’ αυτόν τον κόσμο δε θα ρίξει βάλσαμο στα τραύματά σου. κρυφή πληγή η ψυχή μου/ και συ της στάλαξες αλάτι θα δηλώσει στη γνωστή κραυγή του Ιησού  Διψώ! Και την απάντηση της κοινωνίας μ’ ένα σφουγγάρι ξύδι…

Η ποιήτρια αισθάνεται να έχει ένα μερίδιο ενοχής. Θέλει να κλάψει για τα χαμένα δάκρυα, μήπως και βρει τη λύτρωση. Αναρωτιέται με ποιο πένθος να καθαρθώ/ να βρισκα ένα τρίχινο ρούχο με στάχτη στο κεφάλι/να θρηνήσω την απώλεια των δακρύων, που φέρνει στη σκέψη μας πανάρχαιες πένθιμες ώρες.

Στο απάνθρωπο θέρος μας οι μέρες σαλπάρουν/πανιά σκισμένα/ με θρήνο στη ζωή. Ο χρόνος είναι σαρκοβόρος και μες απ’ τα χέρια γλίστρησαν τις επιθυμίας οι ώρες.
Πού να κοιτάξεις για κάποιο στήριγμα; Μέσα σου; καμιά φορά θέλω να κοιτάξω εντός/ βλέπω ένα παράθυρο που χάσκει/και πισωπατώ, λέει με πίκρα.
Δεν αποφεύγει να συνομιλήσει με τον Κύριο. Όχι για να ζητήσει ευθύνες αλλά για να Του πει ότι προσπάθησε να ματίσει τα θραύσματα της ψυχής της, έστω και χωρίς αποτέλεσμα.

Συμπερασματικά, η συλλογή θέρος το χειμαζόμενον είναι μια ώριμη συλλογή, έστω κι αν είναι η πρώτη της ποιήτριας, με στίχους υψηλής ποίησης. Εκφράζει την οδύνη της επειδή ψηλά κοιτάζοντας/ συρθήκαμε στο χώμα, καθώς και το παράπονο για την άνοιξη που δεν ήρθε, για τα χελιδονίσματα τα σκιρτήματα μιας έφηβης ματιάς που χαθήκανε.

Θα περιμένομε τη συνέχεια σ’ αυτή την οδυνηρή πορεία, γιατί σίγουρα η ποιήτρια έχει πολλά ακόμη να μας δώσει.

Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

επεξηγώντας

 που διάβασα τα μύχια σου
μην απορείς
και ναι δεν είμαι μάντης
οραματιστής
απόγονος Αιγύπτιων μάγων
ή ένας κοινός πρακτικογράφος
της ψυχής
 έστω

τόσον καιρό ανάμεσα στα ποιήματα
έμαθα πως περπατά
το άηχο

μου χτυπούν οι πατημασιές του
και γω φορές φορές
 ανοίγω

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014



Μη θαρρείς
Πως ξέχασα

Μόνο που δεν μπορώ αλλιώς

Απώθησα την οδύνη σε
Τόπο αθέατο
Και πορεύομαι
 -όπως πάντα-
Ανήφορο

Πάσει δυνάμει

Αφήνοντας τα   ψεύδη τα αληθοφανή
Κρυμμένα  στο χιτώνα τους
Να κείτονται
-ορφανά αισθήματος-

Χρωστώντας  χάρη στο ενύπνιο

Μα δεν ξέχασα