Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Θύμησες


Παραμονή.

Η πόλη, η πόλη μου στους δρόμους.

Κόσμος….. κόσμος…….τόσος πολύς κόσμος…. Φασαρία…σφυρίγματα….φωνές….καραμούζες…αστεία…. αυτοκίνητα …

Τα λεωφορεία υποχωρούν ώσπου στο τέλος αποχωρούν……

Όχι, δεν είναι ο καιρός που οι δήμοι υποδέχονται οργανωμένα τον (υποτιθέμενο), νέο χρόνο…… Eίναι η χαρά της αδημονίας που μας βγάζει όλους στο δρόμο…. Που μας θέλει να συνευρισκόμαστε σε κοινές χαρές (η λύπη δεν μας είχε ακόμα, τότε, χτυπήσει την πόρτα..)……..

Ξέμακρα βαθιά στο χρόνο, εκεί στην καρδιά της πόλης, στο Μεϊντάνι, είναι το κουβούκλιο του τροχονόμου ….ολόγυρα λόφος με δώρα….Αργότερα, το κουβούκλιο φεύγει αλλά πάντα όλοι, έξω χαίρονται, τις ώρες που σιμώνουν για το νέο ….αν και όχι, την αλλαγή. Το γύρισμα μας βρίσκει στο σπίτι μας ή αλλού……

Κι είμαι τόσο μικρή…..Απόψε , παίζουμε τριάντα μία. Είναι η πρώτη φορά που με παίζουν και για αρχή…. Ποντάρουμε με κουκιά. Τους κερδίζω όλους!

Χρόνια μετά, έρχομαι αρραβωνιασμένη. Ο καλός μου δεν είναι συντοπίτης. Ούτε καν νησιώτης.

Εντυπωσιάζεται…. «Τρέλα που κουβαλάτε…» λέει…Εγώ καμαρώνω….

Ανήμερα .

Το κρεβάτι δε με κρατά….Θέλω να σηκωθώ. Ας είναι πρωί… Ο αγαπημένος μου πατέρας, έχει πάει κιόλας στην αγορά να φέρει την πιο νόστιμη μπουγάτσα…. Τον ακούω που μπαίνει τραγουδώντας…..Πάντα έτσι έρχεται…. Και δεν μπορεί να υπάρχει άλλη νοστιμότερη … Σέρνει μαζί της την αγάπη και το τραγούδι του κι ας είναι από ξένα χέρια φτιαγμένη…

Το πρωινό έχει κοτόσουπα. Ο πατέρας δεν ξενυχτά πια, μα οι λοιποί σερνικοί μόλις ήρθαν και αυτό είναι ότι πρέπει για κείνους…..

Η μάνα, δεν γκρινιάζει. Έχει μια στάλα μέλι στα χείλη για όλους.

Η ώρα πάει …… άιντε να τρέξω για «την καλή χέρα»…. Να πάω στους μπαρμπάδες μου το Δράκο και το Μανολέκο, τη νονά μου τη φουρνάρισσα. Να φιλήσω τη «χέρα», να ευχηθώ κι εκείνοι να με «ποχερίσουν» για το καλό του χρόνου…..

Για μεσημέρι τρώμε αργά. Και στην ώρα και στον τρόπο. Συνήθως, κανείς δε βιάζεται. Κουβέντες, γέλια, πειράγματα για τους οιονεί χαμένους…. Συνήθως….

Φέτος, -είμαι κιόλας 11-είναι αλλιώς. Περιμένουμε επισκέπτες από μακριά. Θα ρθουν να ευχηθούν στο μεγάλο μου αδερφό. Θα ρθουν από τα Χανιά. Πέντε ολόκληρες ώρες, μακριά. Κι ανάμεσά τους μια κοπέλα. Αυτή που είπε το ναι, στο Βασίλη μας……

Είναι όμορφη με μεγάλα μάτια, αμύγδαλα….. Το να πράσινο τ’ άλλο καφέ…..

Η βραδιά γελά…. οι συμπεθέροι δίνουν τα χέρια.

Εκείνη αμήχανη, με στριφογυρίζει

«Κοίτα που έκανα κι αδερφάκι…» λέει και ξεσπά σε γέλια…

Κάποιος τραγουδεί

«Απόψε είν’ η βραδιά καλή

μα είναι μικρές οι ώρες

και δε σ’ αποχορταίνουνε

των αμαθιώ μου οι κόρες»

Και είναι ο αδερφός μου, ο φάλτσος μου αδερφός που μια σωστή νότα…………………

ποτέ ίσαμε τώρα δεν είχε πει

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Καιρός για παραμύθια.....


Μια φορά κι έναν καιρό μια κρύα, παγερή βραδιά του χειμώνα, βραδιά που ο χρόνος ο παλιός, θ’ αποχαιρετούσε και οι ελπίδες τρέχοντας θα φέρνανε το νέο, τρεις εντελώς άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, βρέθηκαν την ώρα της αλλαγής στη μέση του πουθενά, σ’ ένα μοτέλ –παλιό χάνι –πανδοχείο- απ’ αυτά που εξυπηρετούν περαστικούς

Μ’ όλο που κανείς απ’ τους τρεις δεν το χε πρόθεση και σ’ άλλη περίπτωση ούτε που θα τους περνούσε απ’ το νου, μα θες το χιόνι που τους απέκλεισε θες η αδημονία του καθενός για όσα περίμεναν, βρέθηκαν να κάνουν παρέα και κουβέντα την κουβέντα άπλωσαν καημούς και όνειρα….

Ο Κούλης, ήταν νέος αγρότης, από κείνους τους σπουδασμένους…. Είχε βάλει στα σκαριά μια νέα γεωργική καλλιέργεια Περίμενε να του αποδώσει σύμφωνα με τις πληροφορίες του αρκετά ώστε να ξεπληρώσει τα χρέη του και να παντρευτεί επιτέλους, την εδώ και τρία χρόνια αρραβωνιαστικιά του

Ο Κολίνος δημόσιος υπάλληλος, παντρεμένος με μια κορούλα, περίμενε να γεννηθεί ο γιος κι από κοντά και μια μετάθεση να πάψει να ταλαιπωρείται, πήγαινε-έλα κάθε μέρα στους δρόμους

Ο Κόλινδρος, επιχειρηματίας. Από τους νέους και πολλά υποσχόμενους. Είχε μόλις ξεκινήσει την εταιρεία του και το μέλλον προοιωνιζόταν λαμπρό

Κάποιος καθόταν στο παραδίπλα τραπέζι, τόσο κοντά μα μοναχός, αμίλητος κατέβαζε το πιοτό του. Άκουγε την κουβέντα τους, όμως δεν έδειχνε διάθεση να συμμετάσχει

Η βραδιά προχώρησε …..Οι φίλοι πια σχεδόν μεθυσμένοι από κρασί κι από χαρά ήδη έβλεπαν τα όνειρά τους να παίρνουν σάρκα και οστά

Κάποιος απ’ τους τρεις και μάλλον ο Κούλης, πρότεινε να μαζευτούν ανεξαρτήτως καιρού στο ίδιο μέρος ακριβώς σε ένα χρόνο να τα ξαναπούν

Τι θα χαν καταφέρει; Θα χαν πάει όλα όπως τα υπολόγιζαν;

Ο διπλανός που μέχρι κείνη την ώρα αμίλητος κι αμέτοχος καθόταν, σηκώθηκε και δίχως κανείς να τον καλέσει, έθεσε πάνω στο τραπέζι των –τώρα πια-φίλων, τρία κουτιά

«τα κουτιά έχουν μια μαγική σκόνη. Δεν κάνουν κάτι –μη φοβάστε- παίρνουν μόνο το χρώμα που έχει η ζωή σας κάθε φορά. Είσαστε ευτυχισμένοι, πετάτε στον ουρανό; Η σκόνη χρωματίζεται ροζ. Ζείτε έναν έντονο έρωτα; Κοκκινίζει. Αν πάλι έχετε δυσκολίες αναποδιές χρώματα σκούρα βάφουν τη σκόνη. Και μιας και θέλετε να δείτε πως θα κυλήσει ο χρόνος σας , αυτά τα κουτιά θα καθρεφτίσουν την αλήθεια για τη ζωή σας.

Ο Κούλης, ο Κολίνος κι ο Κόλινδρος πήραν ο καθένας το κουτί του και βιάστηκαν να αποχαιρετιστούν –είχε ξημερώσει και η χιονοθύελλα κοπάσει – και να κινήσουν για τα σπίτια τους.

Η χρονιά άρχιζε

Η καινούρια καλλιέργεια του Κούλη πήγαινε πολύ καλά η σοδειά προοιωνιζόταν πλούσια λίγο πριν τη συγκομιδή έγινε ο γάμος και όλα τα χαρούμενα χρώματα από το παιχνιδιάρικο ροζ ως το πορφυρό ήρθαν και θρονιάστηκαν στο κουτί.

Ξαφνικά ακραία καιρικά φαινόμενα πρωτάκουστα για την εποχή και την περιοχή, κατέστρεψαν τα πάντα αφήνοντας μια φαιά σκιά στη σκόνη…..

Και πάνω σ’ όλη τη στενοχώρια απέβαλε η γυναίκα του και μαύρισε ολότελα ….

Τι μπορούσε να την ξαστερώσει…..

Είχε φθινοπωριάσει για καλά. Ο πατέρας του τον βρήκε με το κεφάλι στα δυο του χέρια όπως το συνήθιζε τον τελευταίο καιρό

«Έχουν πολύ καρπό, οι ελιές» είπε ο γέρος

«οι ελιές;» απόρησε ο Κούλης

«Ναι. Και καλή τιμή.» ξανάπε ήσυχα ο γέρος. Και σε λίγο «η γυναίκα σου έχει όμορφα μάτια μα πιο πολύ όταν χαμογελούν» ………………………………………………………………………………………………………………………………

O Kολίνος, πέρασε τις υπόλοιπες γιορτές με την οικογένειά του, ζεστά με την ευτυχία να τον τυλίγει καθώς οι γυναίκες του τον τύλιγαν με την αγάπη τους, και το υπερηχογράφημα μεγάλωνε τη χαρά ….

Η σκόνη στο κουτί έγινε γαλάζια ….

Οι μεταθέσεις βγήκαν μα παρόλο που σχεδόν σίγουρη την είχε, δεν ήρθε ποτέ

Ύστερα το μωρό ήρθε πρόωρα. Με πολλά προβλήματα και η ανάσα του δεν κράτησε παρά λίγα εικοσιτετράωρα

Μαύρισε η σκόνη.

Μια μέρα ήρθε το κοριτσάκι με μια ζωγραφιά για τον πατέρα της. Τον είχε κάμει αητό να πετά ψηλά.

Ο Κολίνος χαμογέλασε ……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Ο Κόλινδρος, απλώθηκε ταχύτατα. Πόρτες του ανοίχτηκαν απρόσμενα, προσκλήσεις από παντού, χαμόγελα, αυτοκίνητα, γυναίκες

Η σκόνη στο κουτί του έπαιρνε χρώματα φωτεινά

Η οικονομική κρίση που παρέσυρε τις νεαρές ασταθείς εταιρείες παρέσυρε και τη δική του κι ας ήταν απ’ τις πολλά υποσχόμενες

Οι πόρτες κλείσαν ακριβώς όπως είχαν ανοίξει. Ξαφνικά οι προσκλήσεις, πήραν δρόμο γι’ αλλού και τα τηλεφωνήματα βρήκαν άλλους αποδέκτες

Η ωραία ξανθιά–μοντέλο διεθνούς επιπέδου- δεν είχε χρόνο για κείνον

Άνοιξε έκλεισε τα μάτια, το όνειρο καπνός.

Μαύρισε η σκόνη…

Πέρασε ένα πικρό καλοκαίρι και οι πρώτες βροχές έκαναν ακόμα πιο μελαγχολική τη διάθεσή του.

Ήταν ένας looser……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………...

Τη Μαρίνα τη συνάντησε μια κρύα μέρα. Η μικρή της βιοτεχνία είχε φανεί πολύ ανθεκτική. Το μόνο που τη στενοχωρούσε η αποχώρηση ενός συνεργάτη…. Εκείνον τον θυμόταν δραστήριο ….θα ήθελε να…. Βέβαια οι αποδοχές…..

Ο Κόλινδρος κοίταξε ψηλά….

…………………………………………………………………………………………

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς είχε ξεσπάσει πάλι χιονοθύελλα …. Τρεις άντρες βιαστικοί έμπαιναν στο μοτέλ

Μετά από λίγο τρία κεφάλια έσκυβαν πάνω στα κουτιά

Η σκόνη και στα τρία είχε πάρει ένα ανοιχτό γκρι χρώμα….

Η ιστορία δεν είναι δική μου. Την διάβασα όταν ήμουν ακόμα παιδί και αρκετά διασκευασμένη σας τη διηγήθηκα

Nα χετε καλή χρονιά!

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Κάλαντα....

….. τα κάλαντα μ’ αρέσανε. Η προετοιμασία, οι κομπανίες, το πρωινό ξύπνημα, το γυροβόλημα, τέλος το μοίρασμα ….

Τρίγωνα δεν είχαμε. Παίρναμε καπάκια από βερνίκια παπουτσιών, τα τρυπάγαμε στη μέση, περνάγαμε ένα σκοινί, τα παίζαμε με ρυθμό και αυτό ήταν το μουσικό όργανο που μας συνόδευε….

Οι πρόβες άρχιζαν καιρό πριν, ν’ ακούγεται ο ήχος ο σωστός κι ύστερα αχάραγα ξεκινούσαμε

«Καλήν εσπέρα…»

συνεχίζαμε

«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά…»

για να καταλήξουμε

«Σήμερα είναι τω Φωτώ π’ αγιάζουν οι παπάδες και μες στα σπίτια μπαίνουνε …»

Δε θυμάμαι να τσακωθήκαμε ποτέ στο μοίρασμα, μα δε θυμάμαι και μεγάλες εισπράξεις… ψιλολοϊδια… δεκάρες… εικοσάρες……. στη χάση και στη φέξη κανένα πενηνταράκι……….

Τρυφερά χρόνια, μνήμες αθωότητας…..

Αργότερα, πολύ αργότερα έγραψα μερικούς στίχους αφιέρωμα σε μας τους μικρούς καλαντάρηδες ……………………………………………………………………………………….

Έι! Τα κάλαντα

να πούμε!

Ετοιμαστείτε

Γιαννιό Μηνά Μιχαλιό!

Ε! Κωστή Κατίνα Μαριώ!

Φίλοι παλιοί

Νίτσα Φιλιώ!

Πάρτε καπάκια

Και πάμε και φέτος

Να πάμε σ’ αυλές

Και σοκάκια….

Γειτονιά μου στεγνή

Φωνές σε δροσίζουν

Την ελπίδα σου φέρνουν

Αύριο η μύτη δε θα σκουπιέται

στο μανίκι…..

Ποδαράκια λιγνά

Τρέξτε! τρέξτε!

Καλήν εσπέρα

Καλήν ημέρα

Μας πήρε η μέρα

Έι καλοκυράδες δώστε

στους φτωχούς καλαντάρηδες

Δώστε δεκάρες δυο τρεις

Πενηνταράκι φράγκο δίφραγκο

Αχ, χεράκια! παίξτε καπάκια!

Καλά! Με ρυθμό!

Κι ο νοικοκύρης να ζήσει

Ελπίδα! Γεννιέται η ελπίδα!

Αύριο θα χει δουλειά

Η πόλη θα ζεστάνει….

………………………………

Καλήν εσπέρα καλήν ημέρα…


Καλά Χριστούγεννα!

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

μετρώντας


σήμερα είπα να μετρήσω το χρόνο αλλιώς
ανάλογα με τις πληρωμές και τις εισπράξεις

έχασα το λογαριασμό Kύριε
μα την αλήθεια σου λέω!

αφού δεν ήξερα τι έδινα....
αφού όσα έπαιρνα μου κύλαγαν
αυτοστιγμεί....

γερνώ Κύριε
γερνώ και μένω ένα σαρκίο

με νου αχρηστεμένο
και μια καρδιά ξεδίψαστη

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

απολογιστικό....


Εισπράττουμε σοφία
αντίτιμο του χρόνου που περνά

-ακούς να λένε -

κι ας είναι μόνο
γνώση ανώφελη που μαρτυρά
Πως θάβονται οι μέρες που περνούν

δίχως αντίκρισμα

κάθε φορά που στο παζάρι βγαίνουμε

Πουλώντας κανταριές ζωής


(έναν παρά τα χρόνια μας)



Η διαπραγμάτευση αδύνατη
Το πλήθος βουερό
Κι εσύ πάνω σε πέτρα που κυλά

Πόσο να παζαρέψεις....


Ως κι ο ήλιος όλα ανάποδα τα δείχνει

ακόμα και τη νύχτα



Κι από κοντά το είδωλο της άλλης σου
Ζωής
Που εμπορεύτηκες

Δίχως ποτέ ν’ αγγίξεις

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Hμερολόγιο τριών ημερών

ΗΜΕΡΑ 1η

Νηνεμία σε υπόκωφα νερά.

Δε φοβάσαι. Σκέφτεσαι μόνο.

Περπατάς σε επιπλέουσα
Νησίδα διαρκώς μετακινούμενη

Το μόνο σίγουρο
Ο νερένιος σου χαραχτήρας

Ευτυχώς δηλαδή
Πως θα γινόταν
ν’ άλλαζες τόσες μορφές και σχήματα

ΗΜΕΡΑ 2η


Πάντα
Η αντικειμενική σημαντικότητα
πραγμάτων
επουσιώδης
Ό,τι μετρά στην ψυχή σου
δε μπαίνει σε ζύγι

Χαλιέσαι
Από την υποψία της απουσίας

ΗΜΕΡΑ 3η

Στέκομαι στον κήπο των νεκρών

Φωτογραφίες γνώριμων προσώπων
Σε παράταξη

Αγαπημένοι αναπαύονται
Κάτω
Από την ισκιάδα
Της πέτρας

Η αλυσίδα
Όλο κονταίνει
Και
Οι παρόντες μόνο
απουσίες
Γράφουν

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

δρόμος ζωντανός κανένας δεν έμεινε
και οι φωνές που θα μίλαγαν στόμωσαν

σε τοίχο γράφω
σε τοιχίο υψωμένο

Σώθηκαν τα νερά αδέρφια!
Της ψυχής μου την άβυσσο τρέμω

Ελεείστε για τον καιρό των αθώων
Στης ψυχής μου την άβυσσο γέρνω

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

από ανάγκη


προχωρώ ένα βήμα κι ύστερα
κι άλλο κι άλλο

κρύβομαι φαίνομαι
φαίνομαι κρύβομαι

σκοτάδι φως
νύχτα μέρα

έρχομαι και πάλι έρχομαι

όχι δεν παίζω
με ψάχνω μόνο

από ανάγκη

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Επαφή


…. η Μαρίνα πέταξε τα παπούτσια τι ήθελε να τα φορέσει καινούρια παπούτσια μήπως και θα την έβλεπε κανένας; Τα πέταξε δίχως να νοιαστεί που είχε δώσει ένα σωρό λεφτά, δύσκολα τα χε βγάλει μα τώρα λες κι αυτά φταίγαν κάτι έπρεπε να πετάξει από κάτι να ξαλαφρώσει, ένα βάρος ένα ό,τι, αυτά βρέθηκαν πρόχειρα κι όπως τα πετούσε όπως τα βλεπε να εκσφενδονίζονται να τινάσσονται μακριά, η βαριά της ανάσα ήρθε και πήρε ρυθμό κανονικό και ηρέμησε. Εύκολο ήταν τελικά. Λίγο και θα βρισκε ορισμό η Σεισάχθεια αν δεν ήταν αστείο

………………………………………………………………………………..

….κάθισε. Δεν είχε νόημα. Είχε περπατήσει και περπατήσει και περπατήσει δίχως να συναντήσει κανένα ζωντανό, άνθρωπο, ζώο, δεντρί ακόμα ακόμα- σε ποια ερημιά βρισκόταν σάμπως σε καταραμένο τόπο αρνημένο απ’ τους πάντες

……………………………………………………………………………….

Ο Παντελής δώρο Θεού της φάνηκε κι ας μην πίστευε εδώ και καιρό πια σε κανένα και τίποτα, έτσι που τα είχε ξεγράψει διαγράψει όλους και όλα. Ήταν που απρόσμενα τον είδε καθισμένο ήσυχα, μακάρια να μασουλά και λίγο έλειψε να ξεφωνίσει. Από χαρά.

…………………………………………………………………………………………

Ήταν λειψός στο μυαλό το είδε με τη μία και ησύχασε ακόμα περισσότερο. Τι τρως; τον ρώτησε, το στομάχι της άδειο εδώ και ώρες είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται κι αυτόματα σκέφτηκε το αλλόκοτο. Πνίγεσαι, βουλιάζεις, χάνεσαι σε άλλα, σωρό άλλα κι η σάρκα το χαβά της πανάθεμα τις ανάγκες ποτέ δε σταματούν, διψάς και θες να πιεις, πεινάς και θες να φας αίμα να ναι χυμένο πλάι σου μακάρι

Δεν της μίλησε άπλωσε μόνο τα βρώμικα χέρια του που κρατούσαν φρέσκα καρύδια. Του είχαν βάψει την παλάμη έτσι όπως τα σύνθλιβε μέσα της. Δεν την ένοιαξε. Κάθισε δίπλα του κι άρχισε να τρώει μαζί του με το κεφάλι κατεβασμένο, προσηλωμένη στην ιερότητα αυτού που έκανε δίχως να κοιτά, να τον κοιτά.

Τι είσαι; τη ρώτησε. Γυναίκα του είπε κι έβγαλε τη ζακέτα της να τη βάλει στο κεφάλι. Ο ήλιος τους χτυπούσε κατακέφαλα, αβάσταχτο σχεδόν για κείνη, τέλος καλοκαιριού ήταν και το φως ανηλεές.

Τα καρύδια αποσώθηκαν σχεδόν, ένα της είχε μείνει στο χέρι, η πείνα πήρε να ημερώνει, σήκωσε τα μάτια

Ο Παντελής είχε βάλει το κεφάλι του στα χέρια ανάμεσα σαν κάτι πολύ σοβαρό να τον απασχολούσε και στο τέλος πια σαν να βρήκε τη σωστή ερώτηση στράφηκε προς το μέρος της

Έχεις βυζά; τη ρώτησε με αστεία αγωνία. Δε σου πα πως είμαι γυναίκα του είπε επεξηγηματικά αργά, σοβαρά και συγχρόνως καθάριζε απ’ τα τσόφλια του το καρύδι. Έχω.

Θέλω να τα δω της είπε. . Να τα δω.

Βαριότανε. Τίποτα δεν την ένοιαζε. Ένα φορτίο ένοιωθε μόνο, να τ’ άφηνε κάπου, να ίσιωνε το κορμί, τα μάτια να κλεινε. Ήταν πολύ κουρασμένη.

Που κοιμάσαι;

Στην καλύβα. κι έδειξε με το δάχτυλο ένα καλαμένιο κατασκεύασμα. Θέλω να κοιμηθώ του είπε κι αφού είδε πως δεν κουνιόταν απ’ τη θέση του, θα σου τα δείξω συμπλήρωσε

Θέλω να τα πιάσω. Παζάρευε το εμπόρευμά του ήταν φανερό. Ας τα πιανε λοιπόν, κόντευε να σωριαστεί …..

Πήγαινέ με του είπε και τον έπιασε απ’ το χέρι

……………………………………………………………………..

Γονάτισε πάνω σε βρώμικο στρώμα, με το ζόρι έβγαλε τη μπλούζα το κορμί της ήταν αδύνατο μετριώνταν τα πλευρά, έβγαλε μικρό αναστεναγμό και ξαπλώθηκε ανάσκελα με τα χέρια ανοιχτά.

Κάθισε πλάι της ανακούρκουδα και πήρε να την περιεργάζεται έτσι που κείτονταν γυμνή απ’ τη μέση και πάνω με τα μάτια κλειστά.

Το στήθος ήταν μικρό. Άπλωσε τα χέρια του και στην αρχή με τα δάχτυλα δισταχτικά σαν να το φοβόταν άγγιξε. Ύστερα με την παλάμη τα περιτριγύρισε, τα έκλεισε χωριστά καθένα και κατόπι και τα δυο μαζί. Οι ρόγες ήταν ανοιχτόχρωμες, της γίδας του ήταν πιο καφετιές και πιο χοντρές. Τη θυμήθηκε μαζί με το κατσικάκι της -είχε γεννήσει λίγο καιρό πριν-και μ’ ένα πλατύ χαμόγελο ξάπλωσε δίπλα της. Γύρισε στο πλάι, την έστρεψε προς το μέρος του, πήρε το στήθος στο στόμα κι άρχισε να θηλάζει. Ακριβώς όπως το είχε δει

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

φθήνει


Ανασαίνεις το σπασμό του φθινόπωρου

οι μέρες κιτρινοφυλλιασμένες πέφτουν

μαραίνεται η όψη όσων ξέρεις

Και μένεις ν’ απορείς


ανίδεε μου κυνηγέ του φωτός

που ολισθαίνει

περασμένες οι ώρες κομπολόι


μιας νυχτιάς το παιχνίδι


τραγούδησε μου ό,τι πάντα

στα χέρια κρατάς και δε βλέπεις


μια χούφτα αδειανή κι η κλωστή

ένας μίτος στο μύθο

πλεγμένος


το χέρι ν’ απλώσεις να τραβήξεις

της μοίρας το γέλιο


να μοιράσεις το χρόνο σε μια κούπα

γεμάτη


αθώα ωραίος

με κοιτάς και πεθαίνεις

πριν μου κλείσεις το μάτι

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Η ΤΖΕΝΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ


Η Τζένη στο όνειρο ήταν γυμνή. Για κάποιο λόγο που δεν ήξερα, έπρεπε να της αφαιρεθούν τα ρούχα. Δεν είμαι σίγουρη αν δεν γνώριζα την αιτία ή απλά δεν θυμάμαι το γιατί………Τη θυμάμαι μόνο να στέκεται απαθής, με τα χέρια κατά μήκος του σώματος. Και τους άλλους να την περιστοιχίζουν προστατευτικά. Ως να μην εκτεθεί πιο πολύ σε μάτια βέβηλα παρά αδιάντροπα.

Ήταν φίλη μου. Εννοώ Είναι φίλη μου. Πάνω κάτω στην ηλικία μου. Ελάχιστα ακριβώς πριν αποχαιρετήσει το πριν, ελάχιστα πριν πάει στο μετά. Μεσοκαιρίτισσα. Με το χρόνο να την πληγώνει. Πιο πολύ στα μάτια που ταξίδευαν σε λυπημένα βάθη….Μόνο τη φωνή της είχε σεβαστεί. Χαμήλωνε τα βλέφαρα και την άφηνε να ξεχυθεί. Φορτωμένη να φύγει από μέσα … όλο πόθο και πάθος, λαχτάρα και όνειρα, λύπες και καημούς για τα φευγάτα, τα ανεκπλήρωτα, τα ανέλπιδα …….Είχεν ωραία φωνή….σ’ έπαιρνε και σε ταξίδευε στο εντός της ψυχής σου…………………………………………………………………………………..

Η φωνή της δεν ακουγόταν στο όνειρο. Μόνο το σώμα φαινόταν με τα μέλη στρογγυλεμένα, την επιδερμίδα απαλή………………………….

Ήμαστε σε μια παραλία κάμποσοι φίλοι. Δεν θυμάμαι πρόσωπα. Μόνο δυο τρία νεαρά άτομα στην ηλικία των παιδιών μας που τη φρόντιζαν ιδιαίτερα. Δεν ξέρω πως το κατάφερνε και είχε ξεχωριστούς δεσμούς με τους φίλους των παιδιών της. Πώς κατάφερνε να την εμπιστευτούν για τα πιο προσωπικά για όλες τις αγωνίες κι όλα τα ερωτήματα που βασάνιζαν τη νιότη τους; δυσκολοαπάντητο.

Όμορφη; Δεν ξέρω. Μάλλον …ίσως και να ταν που όλοι την αγαπούσαμε πολύ κι αυτή η αγάπη έκανε το πρόσωπο και το σώμα να λάμπουν

Αγαπούσε και πολύ τη θάλασσα. Της άρεσε να ξαπλώνει πάνω της, να χάνεται μέσα της. Να της αφήνεται. Δεν πήγαινε ωστόσο συχνά. Δεν της ήταν εύκολο. Ευτυχώς που τη βλέπω …έστω από μακριά να χω παρηγοριά….έλεγε κάποτε

Η θάλασσα με την ηρεμία του πρωινού. Εμείς, μια ομάδα γνωστών ή φίλων στην παραλία. Ανάμεσα μας η Τζένη. Ένα σώμα γυμνό. Λευκό. Αθώο. Ακίνητο. Όμοιο με άγαλμα …………

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Προσμετρώντας.....


Ο βαδιστής

( καιροσκόπος)

Ο οιωνοσκόπος

( αδύναμος)

Τα σημάδια

(αμφίσημα)


ο χώρος ο χρόνος η δράση

(τα μετρημένα μεγέθη)


Η α π ου σ ί α


Επιλογή επέκταση

κι ο αγώνας άγονος


ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ

Δυσανάγνωστο το παρόν

τα σύνορα των σωμάτων άγνωρα

Και η ένδεια

ρούχο

Κατάσαρκα

cut

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Μίζερο....

Τόσον καιρό που κλείνονταν οι δρόμοι κανείς δεν το χε καταλάβει. Ώσπου το τέλος ήρθε και κανείς από δαύτους ζωντανός δεν έμεινε.

Αχαμνοσύνη αδυνάτιζε τα χέρια μας κι οι λέξεις μας κουτσουρεμένες. Αρχίσαμε να κλέβουμε. Καθένας ό,τι άντεχε

Είπαμε θα γλιτώσουμε μα μπα. Αγριεμένοι αέρηδες μας ρίξανε σε ξεραμένες μέρες .Μιαν έγνοια όλη κι όλη είχαμε τη χάσαμε κι αυτή. Μπρος στα μάτια μας έλαμψε το σκοτάδι

Και βγάλαμε ζητιανιά το δίκαιο των αθώων

Μα τι άλλο να κάναμε αφού σωθήκαν τα νερά….

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Επιστρέφεις...


Επιστρέφεις ντυμένος

κι επιστρέφεις γυμνός


Ανεβαίνεις κατεβαίνεις

στα όρια ανάμεσα

Σε θεωρίες και εικονοπλαστικές

θύμησες


Ανάμεσα σε αλήθειες


Σε πρόσωπα του μυαλού

της καρδιάς της ζωής

ανάμεσα


Τα μάτια βλέπουν

Οι ανάσες μετρούν

Οδηγούν οι δυναμωμένοι χτύποι


Καλύτερα λέω να γίνεις βρέφος

καλύτερα να βυζάξεις την πρώτη

φορά

Αλλιώς τίποτα


Θεέ των αδύναμων θέλω

Άφησέ μου για λίγο

την ψευδαίσθηση

πως υπάρχεις

σε απόσταση χνώτου


κι αν όχι


Σε απόσταση ελπίδας

έστω

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

για να ξέρεις....


εμπιστεύομαι πάει να πει
πολλά πράγματα

επιτρέπω
να κρυφοκοιτάξεις
απ' τη μια ή
τις πολλές μου χαραμάδες

σου ανοίγω
παράθυρο
δες με σου λέω

άλλοτε
σε μπάζω απ' την κρυφή μου
πόρτα
γίνεσαι ο ακριβός μου μάρτυρας

και καμιά φορά

αφήνω την ψυχή μου στα χέρια σου απάνω

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

καμιά φορά γίνομαι
και δρόμος εμπορικός
........................................

χρειάζεται ένα πέρασμα
να διαμετακομίζονται
οι πραμάτειες

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

Ένας γαμπρός για τη Μιρελίνα(ημιτελές και ατελές)


«Κραταιά ως θάνατος η αγάπη»

Γέλασε η Μιρελίνα όταν πρωτάκουσε το στίχο του ποιητή. Γέλασε με την καρδιά της . Αυτή τα χε όλα ξεκαθαρίσει, όλα τακτοποιήσει μέσα της. Αγάπη! Σιγά! Σεξ ναι. Αλλά…… άλλο σεξ….. άλλο αγάπη

Κάτι ήξερε ο πατέρας της

Αγάπη….η αγάπη είναι μόνο για τα δεκατετράχρονα άντε ως τα δεκαπέντε και μετά….

Και συμπλήρωνε η νόνα της

….μετά μάτια… δεν αγαπιούνται πλιο…. Δαγκάνονται…. Μπαίνει ο γωισμός στη μέση

Αλλά το σεξ….. το σεξ είναι ανάγκη βιολογική σαν την πείνα και τη δίψα. Το σώμα σου λαχταρά ένα άλλο σώμα. Ένα Σώμα!

Ψυχή και αηδίες που θα λεγε και η μάνα της πως της ήρθε και τη θυμήθηκε τώρα…..

Ναι. Ένα άλλο σώμα ….. ανάγκη ή μπορεί να φταιγε ένα απομεινάρι θύμησης που θέλει έναν άντρα να κοιμάται στο μαξιλάρι ….

Μπλεκότανε καμιά φορά με κάποιον αλλά

Η φιλία φιλία το σύνορο στη γκορτσιά

Που πάει να πει τα μέσα της τα χε φυλαμένα

Μιρελίνα δε σκέβγεσαι εσύ για παντρειά; Να κάνεις ένα παιδί δε σκέβγεσαι; Έτσι θα πορευτείς μωρέ τσιούπρα μ’; Μπιτ δε σου παένει το μυαλό;

Τ’ άκουγε και γέλαγε. Στην αρχή μάλιστα ξεκαρδιζότανε

Η γιαγιά απτόητη. Ειδικά όταν πρωτόπιασε δουλειά στο νοσοκομείο

Κανα γιατράκο μάτια….. κανένας καλός δεν είναι για τ’ εσένα;

Την άκουγε και έκλαιγε απ’ τα γέλια η ξανθιά ακόμα απ’ τη μάνα της Μιρελίνα.

Αχ, μωρέ γιαγιά μου…. γιαγιά μου…. να ξερες πως τους βλέπω τους γιατρούς μες στο χειρουργείο … βουτηγμένους στο αίμα το ξένο και τον ιδρώτα. και στο φόβο τους….. άσε που νομίζουν πως είναι Μικροί θεοί….. σε βλέπουν…. Μυρμήγκι και χειρότερα….

Κι ύστερα …..

Στην αρχή μια φορά χάθηκε μια ασθενής εκεί πάνω στο τραπέζι μια γυναίκα νέα ήταν γύρω στα 30 από ατύχημα και δεν τα κατάφερε κι ο γιατρός νέος κι αυτός δεν άντεξε τη μάχη με το θάνατο, τον βρήκε να κάνει εμετό κι όπως τον ακούμπησε στην πλάτη την έστησε στον τοίχο και μπήκε μέσα της χωρίς άλλο λόγο, ν’ αδειάσει την έντασή του

Όρκο έκανε να μην ξαναμπλεχτεί μαζί τους

Έτσι πήρε σβάρνα όλες τις επαγγελματικές τάξεις αποφεύγοντας κύκλους με διανοούμενους ή με πολλά πτυχία. Αυτή τους άντρες τους ήθελε να πατούν στη γη. Ν’ αγγίζουν το σώμα της με τα χέρια. Και το μυαλό τους να ναι εκεί κι όχι αλλού. Να την ζητούν στο φως της μέρας δίχως ατμόσφαιρες, φτιαχτά σκηνικά. Ήθελε να πατά στη γη μέσα από άντρες ωμούς

Με τους χασάπηδες είχε πολύ πάρε δώσε και με κάτι εκδορείς…. Την ανατρίχιαζε η ιδέα πως τα χέρια που την αγκάλιαζαν αφαιρούσαν χωρίς σκέψη τη ζωή….

Κι αφού περιόδευσε σε χειρώνακτες, εξέπεσε σε σώματα ασφαλείας, πορτιέρηδες, μπάρμαν και γκαρσόνια σε νησιά τους μήνες του καλοκαιριού. Ύστερα ήρθανε μήνες στερημένοι με το ντόπιο στοιχείο να φυραίνει και στράφηκε σε αλλοεθνείς

Κόντευε τα πενήντα. Ακόμα το νοιωθε το σώμα της. Είχε καταφέρει να κρατήσει το χρόνο μακριά μα πόσο ακόμα………

Ένα παιδί ωρή τσιούπρα μ’

Άρχισε να της γίνεται εμμονή. Ένα παιδί. Ήθελε ένα παιδί.

…………………………………………………………………………………………

Νομίζω πάντα φεύγαμε από τον τόπο μου. Ήταν η φτώχεια που μας έδιωχνε. Πρώτα πηγαίναμε σε γειτονικά μέρη μα ο πόλεμος φούσκωσε τη θάλασσα και μπήκαμε όλοι μέσα κι έπρεπε να φύγουμε μακριά.

Άκουγα να μιλάνε για περάσματα, για δυσκολίες, για θανάτους, για χρήματα. Κι όσο πιο πολλά λέγανε, όσο πιο δύσκολα τα παράσταιναν, τόσο όλοι κάναμε αμάν να φύγουμε. Να φύγουμε!

Μιλάγανε και για χρήματα. Όλοι κάνανε οικονομίες ακόμα κι οι γέροι να τις δώσουν στους πιο νέους και να φύγουν…. να φύγουν

Ήτανε κι οι ταραχές….. κι άμα είσαι νέος έρχεται ο ορίζοντας και κλείνει μπαίνει μες στο σπίτι σου και μια μέρα λες αέρα μωρέ! Αέρα!

………………………………………………………………………………………………….

Εγώ την Ελλάδα δεν την ήξερα, δεν την είχα ακούσει…. Αμερική λέγανε, μα ήτανε μακριά κι έμενε η Ευρώπη.

Ευρώπη! Γυναίκες αμάξια λεφτά! Λεφτά!

Ποιος είχε λεφτά; Μα τι να έκανα;

Το αίμα του διπλανού ήρθε αυλάκι μέχρι το σπίτι μου κι έτρεξα παρακαλώντας. Αμάν! Πάρε με να φύγω! Μόνο να φύγω!

…………………………………………………………………………………………

Γιε μου μουρμούραγε η μάνα και τον κοίταξε

Βιαστικά έδωσε απαντήσεις σε ερωτήσεις που κανείς δεν άκουσε

Μη φοβάσαι μάνα. Μη φοβάσαι! Ο άνθρωπος τα ξέρει τα περάσματα τα σίγουρα. Εκείνοι που χάνονται είναι όσοι δεν ξέρουν. Μα αυτός, όλοι το λένε είναι ο καλύτερος. Τα χει όλα μελετημένα. Θα μπούμε στην Τουρκία από μέρος αφύλαχτο που δεν το ξέρουνε πολλοί κι οι συνοριοφύλακες είναι μιλημένοι και ύστερα μάνα μου…. Ύστερα… άνθρωποι δικοί του θα μας πάνε στην Ελλάδα.

Και τι είναι η Ελλάδα μάνα; Η πόρτα της Ευρώπης είναι! Κι όλοι οι δρόμοι ανοιχτοί! Τι να κάνω εδώ μάνα; Τι με θέλεις εδώ; Αν μείνω θα κλάψεις…..

Σώπα! Είπε και σκέπασε το πρόσωπό της με το βαρύ της πέπλο, το μαύρο. Χήρα η Φατίμα, αυτόν τον γιο καμάρωνε. Ο ήλιος της ήταν κι αν χανόταν….

Δεν του μίλησε του βαλε μόνο στη χούφτα όσα λεφτά είχε μαζεμένα απ’ τον καιρό που ζούσε ο άντρας της κι ύστερα μ’ ένα μικρό δισταγμό έβγαλε απ’ το χέρι της το δαχτυλίδι με το μεγάλο πράσινο σμαράγδι

Πάρτο! Βρες μια γυναίκα να σ’ αγαπά και φέρε την. Μπορεί το κισμέτ σου να ναι πέρα από τη θάλασσα.

Της το χε δώσει ο πατέρας του και σε κείνον ο δικός του. Μετρούσε γενιές πίσω το δαχτυλίδι με το μεγάλο πετράδι, σε δυο φίδια ανάμεσα

………………………………………………………………………………………

Τελευταία την είχε πιάσει μανία με τα γυμναστήρια. Πάντα της ενεργητική ήταν δε στεκόταν πουθενά όλο κίνηση μα τώρα με λύσσα καταπονούσε το κορμί της. Καμάρωνε που οι άλλοι θαύμαζαν την αντοχή και τη δύναμή της. Κι όσο την κοίταζαν τόσο χτυπιόταν πάνω από τα μηχανήματα η Λίνα. Ποιος να τη φώναζε πια Μιρελίνα; Μόνο η νόνα. Οι άλλοι νωρίς νωρίς φύγανε δίχως να προλάβουν τις αθλητικές της επιδόσεις

Κοίτα μπράτσα γιαγιά! Κι έφερνε τα χέρια μπροστά στα μάτια της γριάς μα εκείνη

Έστριψες μάτια! Έναν άντρα ορή τσούπρα μ’ κι ας τα πιγνίδια!

Θα πάω μι του μαράζ’ ορή κοπέλα μ’

Δεν ήταν που έψαχνε για άντρα η Μιρελίνα, ήταν που ήθελε το παιδί. Ένα παιδί. Της είχε κολλήσει Και γι’ αυτό της ήταν αναγκαίος.

………………………………………………………………………………………….

Τον Χατούν τον συνάντησε στο γυμναστήριο. Αυτός δούλευε εκεί. Αυτό το μαθε μετά

Στην αρχή πρόσεξε τα μάτια του. Πράγμα εντυπωσιακό αν σκεφτεί κανείς πως τόσον καιρό μούσκουλα και πισινούς κοίταζε (το πρόσωπο το άφηνε για το τέλος)

Πρόσεξε τα μάτια του αθώα και ντροπαλά της φάνηκαν.

Ανατρίχιασε

Λιονταρίνα ήταν. Βρήκε το θήραμά της.

…………………………………………………………………………………………

Τον οδήγησε στο σπίτι της. Τον κράτησε μια νύχτα, δυο, την τρίτη έφυγε και τον έχασε κάμποσες μέρες. Τον ξαναβρήκε τυχαία

Χάθηκες κι απ’ το γυμναστήριο….

….. με πιάσουν…… της είπε

Μάθαινε γρήγορα μα τα λεγε μισά ακόμα

Ποιοι; Λήστεψες τράπεζα; Του είπε και γέλασε δυνατά.

Πάνε πίσω εμένα. Πίσω. Εγώ όχι. Εγώ πάω Ιταλία

Πάμε σπίτι. Έλα πάμε σπίτι…..Θα μείνεις μαζί μου. Θα σε προσέξω εγώ.

Σχεδόν τον απήγαγε …..

Πέρασαν οι μέρες που τον μελέταγε κι ένα βράδυ του το είπε ήσυχα ήσυχα

Θα παντρευτούμε. Κι ύστερα καθώς εκείνος έμενε αμίλητος συνέχισε παιχνιδιάρικα…. Δε σ’ αρέσω;

Αρέσεις… ….

Δεν ήξερε τι να πει….. τι να της πει

Την κοίταξε.

Δικοί σου; Είπε μόνο. Δεν ήθελε να ρωτήσει αυτό μα κάτι έπρεπε να πει

Οι γονείς μου έχουν πεθάνει θα σε πάω στο χωριό να δεις τη γιαγιά μου

Το χωριό της ήταν μέσα σε βουνά. Δεν το περίμενα. Την έβλεπα καλοντυμένη όλο αρώματα και τώρα ένα χωριό κλεισμένο. … κόντεψα να βάλω τα κλάματα όταν το δα…. Μικρό πολύ μικρό μόνο γέροι και γριές. Οι γριές φορούσαν στο κεφάλι μαντίλι. Στην αρχή έτσι όπως τους είδα….. πολλοί δίχως δόντια, ζαρωμένα πρόσωπα, σκούρα ρούχα …. Να! Λίγο πιο καλυμμένο να ταν το πρόσωπο θα νόμιζα πως ήμουν…

Μου ήταν -έτσι μου φάνηκε- γνωστό μέρος.

Η γιαγιά της ήταν γριά και μαυροντυμένη. Ένας άνθρωπος μια σταλιά. Η Λίνα τη φώναξε κι εκείνη βγήκε στην αυλή γκρινιάζοντας. Δεν ήξερα τι έλεγε μα φαινόταν από τον τρόπο

Όταν μας είδε χύθηκε κι αγκάλιασε την εγγονή της. Εκείνη γελούσε νευρικά με έδειξε και κάτι της είπε που δεν άκουσα.

Η γριά με κοίταξε πολύ σοβαρά. Ύστερα έπιασε το κεφάλι μου και το πλησίασε στο πρόσωπό της. Μουρμούριζε σιγανά σιγανά κι όλο με κοίταζε στα μάτια. Στο τέλος σαν να πήρε πια απόφαση με φίλησε στο μέτωπο

Να στε ευτυχισμένοι γιε μου είπε και το κατάλαβα γιατί το πε πολύ καθαρά και μετά πρόσθεσε και με γιους

Ήμουν πολύ ευτυχισμένος. Αυτή η γυναίκα μύριζε λίγο ….. όπως οι δικές μας μυρωδιά από ζώα. Όχι, τόσο ταγκιά μυρωδιά- η γριά σίγουρα θ’ άλλαζε συχνά τα ρούχα της-, μα …. Λίγο και θα λεγα πως ήταν συγγένισσα μου που χε μόλις πλυθεί.

Μωρέ γιαγιά και σου χω πει πως δεν αντέχεται η μυρωδιά είπε η Λίνα . Και μού λειπε πολύ η μάνα μου γιατί αλλιώς δε θα ρχιζα να κλαίω στη μέση μέση ενός ξένου σπιτιού. Μου λειπεν η μάνα μου, η έννοια της, τα μουρμουρητά και οι προσευχές της να είμαι καλά, να βρω μια καλή γυναίκα, να μην ξεχνώ να μην ξεχνώ….

Με χάιδευεν η γριά, η Λίνα, δεν καταλάβαινε τι είχα πάθει μα όσο έβλεπα το πρόσωπό της τόσο ερχόμουνα στη γη, την άλλη γη, την ξένη απ’ τη δική μου. Με τα σπίτια τα άλλα. Πώς μπόρεσα να μπερδευτώ….


συνεχίζεται......

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

μη ρωτάς.....


και ναι
τα πράγματα ζορίσανε

αν με ρωτήσεις γιατί....
μα την αλήθεια τι να πω δεν ξέρω

ρόδα ο κόσμος και το απάνω κάτω
έρχεται και φεύγει
έτσι είναι
.............................................................
στενεύει σαν ρούχο που μπήκε η ζωή μου
πρέπει όμως να χωρέσω σ' αυτό μέσα
το πως δεν ξέρω

γιατί όλα είναι "πως"
τώρα πια

ένα πως
στριμωγμένο

ιδρώνει σ' έναν καθρέφτη μπροστά
ιδρώνει κι αγκουσεύεται

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Διαδρομή


Δρυάδες ανάριες

Στο φρύδι του βουνού

Αγναντεύουν

Το Παλαιοχώρι Μπότσαρη


Ανάμεσα Σερζιανά κι Αλώνια Σκιαδά

Ένας Αχέροντας –σχεδόν- στεγνός

Κατ’ όνομα κυλάει


Φυράναμε πολύ…..


Όσο να βγούμε στις Πύλες του Άδου

Τρέχοντας

(και οι καιροί ου μενετοί)


ας έχουμε έναν οβολό


(μην κι είναι χρειαζούμενος….)

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Ας περιμένει....


Ο παράδεισος…. ας περιμένει


Μέχρι να βρω την πόρτα του

λέω να βαδίσω

τούτο τον εμποδισμένο δρόμο


Μπορεί και να χω τύχη

να σε προλάβω

-πριν χαθείς στη σκιά που

κρύβεσαι-

Nα βρεθούμε….


Είναι ο αλμυρός καιρός

της θλίψης….

Μας κύκλωσεν η δίψα


Και πώς να σκάψεις

για ένα πηγάδι όνειρο

μέσα σε κάμα

αν τα χέρια σου

δε έρθουν

πλάι στα δικά μου…..


Πολλή δουλειά


Ως να ορθωθεί το αύριο

και ν’ αποκτήσει πόδια

το σήμερα

Πολλή δουλειά…..


Γι’ αυτό σου λέω

Ας τον παράδεισο

Μπορεί να περιμένει


Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Tο δύσκολο....


Μεγάλοι για πετάγματα

Μ’ ακόμα νέοι

Για να σκύψουμε

Φιλί στο χώμα συναπάντημα


Δεν δρόσισε ο καιρός

.....................................................

Κουράστηκα να σκέφτομαι

Τα ύψη που δεν δύναμαι

Επιθυμίες αχόρταγες

ανάμεσα σε εμποδισμένα

Σύνορα ν’ απλώνω


φορτωθήκαν οι μέρες

κόπο


Άκου με που σου λέω

το

το Δύσκολο είναι αυτό

Το εφικτό να ονειρεύεσαι

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011


φορές φορές αγαπάς να ξεγελιέσαι
ντύνεσαι ένα φουστάνι αλαφρό
με δεύτερη φούστα από μέσα
βολάν στο τέλειωμα και στη μέση
μια ζώνη σε φιόγκο

... είναι ροζ και γαλάζιο μαζί
ένα σύννεφο από πανί
και θαρρείς θα σε πάρει μαζί του

ο αέρας παιχνιδίζει
ανασηκώνει τις βόλτες του
κι αυτό είναι όλο

πουθενά δεν πας
Υ.Γ. Πατώντας ένα κλικ μπορείτε να το ακούσετε από τη Νανά Τσόγκα ΜΕΡΙ by Nana T.

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

Μια φορά κι έναν καιρό....

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια πολιτεία του βορρά απ’ αυτές που ο χειμώνας κρατεί πολύν καιρό και βασανίζονται τα πλάσματα της μέρας,

ζούσανε δυο ραφτάδες που ήτανε και συνεταίροι στη δουλειά χρόνια τόσα, που λες κι από πάντα τους έτσι ήτανε

κι άλλη ζωή πριν από αυτήν δεν είχε υπάρξει, ούτε άλλη εικόνα από κείνη που έδειχνε τους δυο φίλους, να δουλεύουν σκυφτοί στη βελόνα τους, ο ένας απέναντι στον άλλο.

Σκυφτοί, σιωπηλοί ώρες και μέρες και χρόνια.

…………………………………………………………………………………………..

Μια μέρα ξαφικά, παρατά ο ένας τη βελόνα ….φοβερό θεριό η τίγρη λέει. Φοβερό; απορεί ο σύντροφος του. Ναι, φοβερό. Σκέψου πως μια φορά που ήμουν στη Βεγγάλη και στεκόμουν μπροστά σ’ έναν ελέφαντα μου ορμά μια τίγρη και με κάνει μια χαψιά! Μια χαψιά; ξανααπορεί ο φίλος. Μια χαψιά ακριβώς! βεβαιώνει εκείνος

Μα τι μου λες;

(τρελαμένος σχεδόν ο συνεταίρος του, τον έχει βουτήξει από τα πέτα και τον ταρακουνάει….)

Τι λες! Φίλε μου σύνελθε! Ποτέ δεν έφυγες από δω! Ποτέ δεν πήγες στη Βεγγάλη…. δεν είδες τίγρη και προπαντός….. δεν σε έφαγε! Είσαι εδώ, μπροστά μου, και ράβεις! Ζωντανός…. ζωντανός!

Και το λες εσύ ζωή αυτό;

Υ.Γ. Από ακρόαση ενός παραμυθιού....

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011

Καλύτερα...

Ψηλαφίζω
μια λέξη άγνωστη
σε ρυθμό θλίψης

Φορώντας κατάσαρκα
ένα κρατημένο
χθεσινό αστείο

Κι όλο αυτό μετά
από ανεπιτυχή
προσπάθεια
σχοινοβασίας

Τι το θελα;

Καλύτερα
να χα γίνει πυροβάτης

τουλάχιστον η φωτιά έχει μιαν αγιότητα
............

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

Καλό μήνα!


Aγαπώ το Σεπτέμβρη

Ξαφνικά όλα γίνονται πιο καθαρά

- εκείνη η θολούρα του θέρους παύει –

και όλα ξεπροβάλλουν καινούρια

Και η θάλασσα πιο μπλε κι ο ουρανός πιο κοντά μας

Ζέστη ακόμα σπλαχνική κι αν κάποτε υποχωρεί σε ένα θυμό της μέρας, δεν βαστά πολύ μόνο τόσο όσο να ξεπλυθεί η σκόνη που μόλις χθες σκορπίσαμε θολώνοντας το μέλλον μας

Γελάει ο χρόνος μαζί μας

Γελάμε –ας γελάσουμε- κι εμείς

Όλα είναι όμορφα ξανά στο καινούριο βλέμμα

Φίλοι σας εύχομαι δύναμηκαι Αντοχή

και οπωσδήποτε μπόλικες ευκαιρίες για ανάσες



Η λήψη απ' το μπαλκόνι μου την ώρα που ξεσπούσε ο θυμός των τελευταίων στιγμών του Αυγούστου....

Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Στο λεωφορείο....


Έλα να τα πούμε… κάθισε …εδώ. Να εδώ κοντά μου…..

Πώς είσαι …πες μου….είσαι καλά;

Κάνει και μια ζέστη αδερφούλα …. Λιώσαμε οι ανθρώποι….. έχω και τόσα κιλά πάνω μου….. πώς να τα κάμω καλά … με πιάνει εμένα πολύ το καλοκαίρι. Υποφέρω η γυναίκα και ποιος να καταλάβει; Λέω σ’ εκείνο το μουρλογιώργη, ένα κλιματιστικό μωρέ διάολε! θα σκάσω εδώ μέσα ταράτσα πάνω ταράτσα κάτω…

Είχαμε ένα σπίτι στου πατέρα μου…. όλο δροσά αδερφούλα…. Όλο δροσά…. Με τα δεντρά του… τον ίσκιο του τον ωραίο…. Καθόμαστε και πίναμε τον καφέ μας μια χαρά!

Τώωρα μη ρωτάς ….ούτε φύλλο πράσινο. Μια μουριά είχε το σπίτι μπροστά…. σηκώνανε λέει οι ρίζες το πεζοδρόμιο… την κόψανε. Τι να πω μωρ’ αδερφούλα ….τ’ άλλα δεν τα βλέπουνε….

Να μη θυμάμαι ύστερα τα πατρικά μου;

Εκεί έζησα τον παράδεισο. Ναι. Αν υπάρχει παράδεισος αυτός πρέπει να τανε. Μα είχαμε πώς να σου το πω…. και αγάπη. Καταλαβαίνεις; Αγάπη! Φτώχεια ; δεν μπορώ να σου περιγράψω πόση. Τίποτα τίποτα δεν είχαμε! Μα ήτανε τόση η αγάπη που το τρίμα γινότανε θησαυρός

Αααχ, αδερφούλα!

Εδούλευα στα εργοστάσια κι ερχότανε μέρες που έμενα να κάμω υπερωρίες …έπαιρνε ο πατέρας μου ταξί – που έβρισκε τα λεφτά δεν ξέρω κι ερχόταν και μου φερνε φαΐ. Καταλαβαίνεις; Μου φερνε να φάω! Να μη μείνει το παιδί νηστικό-έτσι έλεγε. Και το βράδυ που γύριζα απ’ τη δουλειά έφερνε νερό να μου πλύνει τα πόδια… ο πατέρας μου … ο καημένος ο πατέρας μου…..

Ύστερα….. εγνώρισα την κόλαση. Από κει και ύστερα μόνο κόλαση. Με το γάμο μου. Εμένα με ξέρεις δεν μπορώ να κρυφτώ πίσω απ’ το δάχτυλό μου. Δεν μπορώ … την αλήθεια, ας είναι φαρμάκι θα τηνε πω.

……………………………………………………………………………………….

Μωρέ θα τον είχα διώξει από χρόνια εγώ αλλά έρχεται ο Μάκης μου, καλή του ώρα του παιδιού μου, και μου λέει τι σου χρωστάω μανούλα μου – έτσι μου είπε και να πεθάνω αν λέω ψέματα- τι χρωστάω μανούλα μου για μια πουτάνα να με φωνάζουνε μούλο… κι έκανα πίσω. Τι άλλο να έκανα; Και τώρα που χει μπει στη ζωή τι σου κανα μανούλα μου σ’ έκαψα μου λέει…. Τι να το κάνω τώρα; Τώρα είναι αργά

Έχω κι ένα προαίσθημα… όπου να ναι θα το χάσει το μυαλό του. Τι άλλο έχει μείνει πια; Όπου να ναι θα το χάσει. Δε γίνεται… δηλαδή δε γίνεται!

Εγώ αυτά δεν τα ξερα. Ο πατέρας μου θεός σχωρέσ’ τον τη λάτρευε τη μάνα μου…. Στο στόμα τηνε τάιζε. Φάε κοπέλα μου της έλεγε…..Της έδινε κι ένα φιλί. Γι’ αυτό κι η μάνα μου τραγούδαγε. Γι’ αυτό είναι τώρα ενενήντα ενός χρονού κι ούτε ασπιρίνη δεν έχει πάρει…. Μα δεν έσκασε το πλεμόνι της … δεν εφούσκωσε….

Τι να πω κι εγώ….

Να τον έχεις… να τονε συγυράς…. να τονε πλένεις…. γυναίκα να μην είσαι….

Κι ύστερα σου λένε πως έγινες έτσι… Ανθίζει το λουλούδι άμα δεν το ποτίσεις; Δεν ανθίζει….

Θα πεις έχω τα παιδιά μου. Ξέρεις πότε τα χεις τα παιδιά σου; Όταν είναι μικρά. Όταν είναι εκεί για σένα …. Τα γέλια τους είναι δικά σου κι ό,τι κάνουνε το κάνουνε για το χατίρι σου. Μετά …. Μετά αρχίζεις κι ασκημίζεις και σε λένε γριά σου δίνουνε μια χεσά και πας καλιά σου.

Καλά να ναι μα η ζωή δε θα βγει με τα παιδιά. Χρειάζεσαι σύντροφο κι ο δικός μου που είναι τος;

……………………………………………………………………………………….

Δε συνεννοούνται οι ανθρώποι …. Δεν καταλαβαίνονται….

Μου λέει ο αδερφός μου που ζει στην Αμερική, Χαρούλα τα μυαλά των ανθρώπων έχουνε χαλάσει! Καταλαβαίνεις; Έχουνε πώς να σου το πω … περπατάνε με μυαλά πειραγμένα

…………………………………………………………………………………………..

Αααχ, μωρ’ αδερφούλα….

Τι να κάμω… εγώ τι να κάμω! Παράτησε και τη δουλειά! Ούτε στο μαγαζί, ούτε στα μελίσσια …. Τίποτα δεν κάνει …. Δυο μέτρα άντρας και να μην έχει μυαλό; Αλλιώς δεν μπορώ να το εξηγήσω. Να παρατάει έτσι τα παιδιά του; Και να με παίρνουνε και τηλέφωνα μάζεψε τονε και μάζεψε τονε…. Δεν είσαι γυναίκα εσύ; Μπίτι είσαι; Δεν μπορείς να τον κρατήσεις σπίτι σου;

Δεν μπορώ. Φαίνεται δεν μπορώ. Πώς να μπορέσω;

………………………………………………………………………………………..

Είναι και κείνο το παιδί το μικρό…. Όλη μέρα κοιμάται…. Τι σου κάνανε παιδάκι μου το ρωτώ

Δε μιλά. Τίποτα δε λέει

Απ’ όταν γύρισε από το στρατό αυτό κάνει. Μια δουλειά παιδάκι μου μια δουλειά να βρεις…..

Πως θα βγει η ζωή; Καλά που έχουμε και τη σύνταξη της γριάς….. πόσο θ’ αντέξει κι αυτή; Ενενήντα ενός χρονού είναι. Σήκω και σήκω! αυτό του λέω…. άσε με ρε μάνα. Αυτό ξέρει και λέει. Άσε με ρε μάνα. Ρε μάνα! Ακούς; Τι έχει; Πες μου κι εσύ…. Τι έχει; Χάλασε το μυαλό του παιδιού μου;

Το ρωτώ…. τι έχεις του λέω και δε μου μιλά κι ύστερα του φωνάζω….. ανεπρόκοπε του φωνάζω ρεμάλι ….τι θα γίνεις μωρέ; Παράσιτο της κοινωνίας; Οι Αλβανοί, του λέω, οι Αλβανοί ήρθανε βρήκανε δουλειά γίνανε νοικοκύρηδες σήκω μωρέ να ψάξεις για δουλειά….

Και μετά παρακαλώ. Κλαίω και παρακαλώ. θα πεθάνω μωρέ…. Θα πεθάνω και τότε θα ναι αργά να μου πεις δυο κουβέντες να χαρώ κι εγώ που έχω ξεχάσει πως γελούνε.

Με φαρμακώνει και δεν ξέρω τι να κάμω. Μαθαίνω από φίλους του πως κόντεψε να τονε πιάσει η αστυνομία την ώρα που έκλεβε ένα μηχανάκι…. Ακούς!

Καλά λέγανε οι παλιοί…. Μικρά παιδιά μικρά φαρμάκια.

Τι έπαθα εγώ…..

Πήγα να πεθάνω. Και στον αρχινώ αδερφούλα…. Κλέφτης μωρέ θα γίνεις; Έτσι σε μεγάλωσα εγώ; Αυτά σου μαθα; Κιχ, δεν έβγαλε από το στόμα του. Τι να ειπεί κιόλας….. έσκυψε το κεφάλι λέω κάτι κατάλαβε και πήρα θάρρος. Κρίμα τη χαρά μου……

Αλλά που να πάρει παράδειγμα το παιδί; Από τον πατέρα του τον προκομμένο;

Μου ρθες προχθές με το μάτι κατάμαυρο… τι έπαθες μωρέ; του λέω. Έπεσα μου λέει. Έπεσες; Ποιος έπεσε; Σε τουλουμιάσανε μωρέ κακομοίρη μου….. πού μπλέχτηκες τον ρωτώ και δε μου λέει. Σηκώνεται και φεύγει.

…………………………………………………………………………………………

Φεύγεις; Φεύγεις και συ; Να σε ξαναδώ μωρ’ αδερφούλα μου

Κανέναν δεν έχω να μιλώ …. Κουφάθηκε κι η γριά….