Γράφει ο Γιώργης Σαράτσης
Θέρος το χειμαζόμενον ή πώς ένα καλοκαίρι γίνεται χειμώνας ή ανήκει με κάποιον τρόπο σ’ αυτόν. Παράδοξο από τη μία, ιδιαίτερα ποιητικό από την άλλη. Κι όσο αφήνομαι στους στίχους της Μέρης Λιόντη άλλο τόσο μου ‘ρχονται στο μυαλό στίχοι γνωστών τραγουδιών: “τα καλοκαίρια μας μικρά κι ατέλειωτοι χειμώνες' ή εκείνα τα λιγωτικά λόγια απ’ το “Καλοκαίρι' του Σαββόπουλου.
Υποψιάζομαι ότι η ποιήτρια διαπραγματεύεται μέσα από 31 ποιητικά σχεδιάσματα την επίγευση που αφήνει στο μυαλό και το σώμα η ζωτικότερη εποχή του έτους, συνθέτοντας μία μικρή συλλογή με κραυγές όμοιες ψιθύρους.
«Οι δικοί μου ποιητές», λέει κάπου, «είναι μια κάστα όλο χέρια». Οι δική της ποιητές είναι όσοι, κοιτάζοντας ψηλά, κατέληξαν να σέρνονται στο χώμα. Άνθρωποι που διατρέχουν -όχι πάντα άφοβα- απ’ τα ψηλά στα χαμηλά, αναζητώντας την αλήθεια των λέξεων στον ορίζοντα του πουθενά με ληγμένες αγάπες –λόγια δικά της.
Οι λέξεις, διάβασα κάπου, δεν είναι παρά οδικές πινακίδες, σημάδια να μη χανόμαστε. Μόνο που οι δρόμοι οδηγούν παραδόξως στο άγνωστο. Πόσο λυτρωτικό είναι το κυνήγι των λέξεων; Κι αν οι λέξεις δεν είναι παρά ένα ακόμα αδιέξοδο, μία ακόμα φυλακή; Δυσκολεύομαι με τις απαντήσεις…
Κράτησα αρκετούς στίχους που ‘χουν κάτι δυνατό να πουν. Όχι τόσο γιατί μου δίνουν απαντήσεις, όσο γιατί αποκαλύπτουν τα αδιέξοδά μου. Παραθέτω ενδεικτικά: “ό,τι έχω χλομιάζει', “να κλάψω / στην ώρα μου', “όχι δεν παίζω / με ψάχνω μόνο / από ανάγκη', “το ζόρι / να μαρτυράς ιδρώτα / καθημερινό / κι εκκρίσεις' ή εκείνο το αφοπλιστικό “να με αγαπάς όταν θα μιλώ τη γλώσσα μου'. Ακόμα και οι τίτλοι των ποιημάτων της έχουν κάτι από την ανάγκη τους για προβληματισμό: συνήθεια, αδικία, ζόρι, φάρσα, αδυναμία, έλλειψη. Κρατώ απ’ αυτές δυο-τρεις: το ζόρι, την αδυναμία και τη φάρσα. Κυρίως τη φάρσα. Λέξη που περιγράφει επαρκώς την ζωή πολλών. Ιδίως τη δική μου.
Η δημοσίευση εδώ
Θέρος το χειμαζόμενον ή πώς ένα καλοκαίρι γίνεται χειμώνας ή ανήκει με κάποιον τρόπο σ’ αυτόν. Παράδοξο από τη μία, ιδιαίτερα ποιητικό από την άλλη. Κι όσο αφήνομαι στους στίχους της Μέρης Λιόντη άλλο τόσο μου ‘ρχονται στο μυαλό στίχοι γνωστών τραγουδιών: “τα καλοκαίρια μας μικρά κι ατέλειωτοι χειμώνες' ή εκείνα τα λιγωτικά λόγια απ’ το “Καλοκαίρι' του Σαββόπουλου.
Υποψιάζομαι ότι η ποιήτρια διαπραγματεύεται μέσα από 31 ποιητικά σχεδιάσματα την επίγευση που αφήνει στο μυαλό και το σώμα η ζωτικότερη εποχή του έτους, συνθέτοντας μία μικρή συλλογή με κραυγές όμοιες ψιθύρους.
«Οι δικοί μου ποιητές», λέει κάπου, «είναι μια κάστα όλο χέρια». Οι δική της ποιητές είναι όσοι, κοιτάζοντας ψηλά, κατέληξαν να σέρνονται στο χώμα. Άνθρωποι που διατρέχουν -όχι πάντα άφοβα- απ’ τα ψηλά στα χαμηλά, αναζητώντας την αλήθεια των λέξεων στον ορίζοντα του πουθενά με ληγμένες αγάπες –λόγια δικά της.
Οι λέξεις, διάβασα κάπου, δεν είναι παρά οδικές πινακίδες, σημάδια να μη χανόμαστε. Μόνο που οι δρόμοι οδηγούν παραδόξως στο άγνωστο. Πόσο λυτρωτικό είναι το κυνήγι των λέξεων; Κι αν οι λέξεις δεν είναι παρά ένα ακόμα αδιέξοδο, μία ακόμα φυλακή; Δυσκολεύομαι με τις απαντήσεις…
Κράτησα αρκετούς στίχους που ‘χουν κάτι δυνατό να πουν. Όχι τόσο γιατί μου δίνουν απαντήσεις, όσο γιατί αποκαλύπτουν τα αδιέξοδά μου. Παραθέτω ενδεικτικά: “ό,τι έχω χλομιάζει', “να κλάψω / στην ώρα μου', “όχι δεν παίζω / με ψάχνω μόνο / από ανάγκη', “το ζόρι / να μαρτυράς ιδρώτα / καθημερινό / κι εκκρίσεις' ή εκείνο το αφοπλιστικό “να με αγαπάς όταν θα μιλώ τη γλώσσα μου'. Ακόμα και οι τίτλοι των ποιημάτων της έχουν κάτι από την ανάγκη τους για προβληματισμό: συνήθεια, αδικία, ζόρι, φάρσα, αδυναμία, έλλειψη. Κρατώ απ’ αυτές δυο-τρεις: το ζόρι, την αδυναμία και τη φάρσα. Κυρίως τη φάρσα. Λέξη που περιγράφει επαρκώς την ζωή πολλών. Ιδίως τη δική μου.
Η δημοσίευση εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου