19 /4/2017
Ο λυρικός τρόπος προσέγγισης
ΕΙΡΗΝΗ ΜΠΟΜΠΟΛΗ
ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ----ΜΕΡΗ
ΛΙΟΝΤΗ
(απόσπασμα από τις ιστορίες που λοξοδρόμησαν)
Ημίφως
Εικόνες ναυάγια, λέξεις κομμάτια,
νοσταλγία στιγμών , απώλεια πόθων, απολογισμός θρήνων. Μια διαδρομή προσωπική
στο ημίφως της λήθης , στη θλίψη της μνήμης.
Ένα οδυνηρό πισωγύρισμα στην
αφιλόξενη ερημιά του παρελθόντος, στα μόρια στιγμών που ναυάγησαν στην
αλαζονεία των στιγμών, στην δειλία των αποφάσεων, στον αδηφάγο χρόνο. Αλιεύτρια χαμένων
παραδείσων η ποιητική αφηγηματική φωνή
της Μέρης Λιόντη βουτάει βαθιά με μάτια άλλοτε ορθάνοιχτα και άλλοτε συνειδητά
σβηστά , αλλά πάντα με την αφή της συνείδησης ακονισμένη και εξασκημένη στην
αναγνώριση της αλήθειας και του ψεύδους. Λάμπει η αλήθεια στην απόσταση, αλλά
λάμπει και το ψέμα και αυτό πονά. Γιατί έφυγες;
Εάν η Μέρη Λιόντη ήταν ζωγράφος
, τα χρώματά της θα ήταν θαμπά,
ημισκότεινα, χλωμά. Θα σχημάτιζαν πίνακες αχνών φωτοσκιάσεων σε ερήμους με
κρυμμένους πολύτιμους θησαυρούς. Μορφές αγιοποιημένες από τον πόνο. Γκρίζο
σπαθί η γραφή της αποτυπώνει καίρια την απελπισία αλλά και την δύναμη της
μοναξιάς μετά από μια πορεία αναζητήσεων και διαψεύσεων. Πώς αντριεύει η ψυχή
όταν τη σμιλεύεις με την απουσία! Θεριό ανήμερο έτοιμο να ξεσκίσει την άρνηση.
Εάν ήταν μουσικός θα έγραφε
χαμηλή μουσική με εναλλαγές μεταξύ του
θρήνου και της προσευχής. Τα τονικά μέτρα θα παρουσίαζαν σταδιακές
μεταβολές και αποσπασματική αρτιότητα. Η γραφή της εξόχως θραυσματική και
λεπτομερής εκπλήσσει με την σωρεία των ευρημάτων στο ταξίδι του απολογισμού.
Εάν ήταν γλύπτης θα σμίλευε
λεπτές σκοτεινές φιγούρες , αγάλματα σκιές στα τρίστρατα των περιπάτων της.
Φιγούρες σιωπηλές. Οι μιλιές τους , όπως χαρακτηριστικά τις λέει, θα ήταν σε
διάλεκτο απόκοσμη και αλαφροίσκιωτη. Η ανωνυμία και η αχρονία προσώπων και
συμβάντων δημιουργεί μυστήριο και απορία. Πότε; Που; Ποιοι;
Παντού και όλοι. Και όλα εκείνα
μαζί που την ταξίδεψαν σε πελάγη προσδοκιών και αλλεπάλληλων θλίψεων για όλα
εκείνα που δεν συνέβησαν ή για εκείνο που δεν συνέβη. Ή για εκείνο που συνέβη.
Που μάτωσε και ματώθηκε. Που μάτωσε τα
δειλινά και ματώθηκε στα χέρια της Ηούς πριν καν ανθίσει. Εκείνο που
τυραννά, εκρεμμές ανάμεσα στις λέξεις και στις
παύσεις , ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, ανάμεσα στη θύμηση και στη
αθυμιά, ανάμεσα στο χαμόγελο και στο δάκρυ.
Εάν ήταν χορεύτρια θα ήταν
φιγούρα σκιά στην αμφιλύκη μιας καταραμένης ελπίδας, και θα χόρευε με σβηστές
λυχνίες , με μάτια σβηστά. Θα χόρευε στη βροχή, θα σκόνταφτε στις παρυφές του
κύκλου που δεν χωρούν τη σκιά μιας ψυχής που ξέρει να μετρά ένα -ένα τι έχει,
τι έχασε και τι απόμεινε να χάσει. Το ποιητικό υποκείμενο γνωρίζει καλά την
αδυναμία του εφικτού.
Εάν ήταν γιατρός, η γραφή της θα
κυλούσε ως σκιαγραφικό υλικό στα αυλάκια του μυαλού και της ψυχής και θα
κάλυπτε τα περισσότερα σημεία με μαύρο, αφήνοντας ορισμένα ξέφωτα , θαμπά
ξέφωτα όπου θα παρελαύνουν πρόσωπα σκιές και πόθοι με λαγαρή θλίψη.
Σώμα , γραφή και σκέψη πνίγονται
στη θάλασσα. Γίνονται ένα με τη θάλασσα.
Είναι και η θάλασσα. Νερό και
αλάτι. Πόνος και νοσταλγία. Θρήνος και αγάπη. Σώμα και μνήμη. Εκεί στη θάλασσα
το ποιητικό εσύ, που είναι θηλυκό και
αρσενικό μαζί, γυρεύει τη ζωή του. Τη γυρεύει μέσα από τις ιστορίες των άλλων.
Κομμάτι- κομμάτι. Περπατά στα κύματα και στους αφρούς της ξαφρισμένης νιότης
και προσκυνά τα συντρίμμια των καταβυθίσεων. Θα ήθελε να γράψει μια ιστορία με
όσα άφησε μισά. Και σκόρπια. Αυτά που
χάρισε στις ζωές των άλλων. Μπορεί έτσι και να σχηματίσει την ακαθόριστη
φιγούρα του είναι της.
Έχει λέξεις η θάλασσα. Έχει και
αγάπες. «κοχύλια και μαργαριτάρια» λέει ο Γ. Ρίτσος κάτω εκεί στους απάτητου
βυθούς, στον βυθό των αμόλυντων πόθων. Ποιος δεν θα ήθελε να περπατήσει στη
θάλασσα που έπνιξε αλλά και κράτησε ζωντανά τα όνειρά του. «πίσω μου σέρνονται
μόνο τα πεθαμένα πράγματα» γράφει η
συγγραφέας, αλλά ησυχία δεν έχει η ψυχή παρά μόνο όταν κάτι το εξαφανίσει κάτω
από τη χλωμή γη. Χαρακτηριστικά λέει «Άμα σε θάψω , θα ησυχάσω». Οδυνάται η
έρημη ψυχή. «Αλλά δεν είμαι έτοιμη. Δεν θέλω να είμαι έτοιμη»αναφωνεί.
Η λέξη είναι θάλασσα. Η λέξη
είναι νοσταλγία. Η νοσταλγία είναι απώλεια. Η απώλεια της στιγμής. Εκείνο το
συναίσθημα της στιγμής είναι ακατανίκητο και κατάδικό της. Είναι της ψυχής.
Είναι και η γη.
Η γη είναι χλωμή, στεγνή, μοναχή
κείτεται. Η λέξη είναι γη. Η πληγή είναι γη, είναι χώμα, είναι χλωμή γη, είναι
σκιά. Σκιά της σκιάς. Είναι γκρίζο σκοτάδι, είναι θάνατος. Μέχρι να μεστώσουν
οι φωτεινές μέρες. Η λέξη είναι λύπη, είναι θάνατος. Δεν είναι γλιτωμός θα μας
πει η Μέρη Λιόντη στο βιβλίο της «βηματισμοί’
Στο βιβλίο της «βηματισμοί’ η
συγγραφέας εναλλάσσει επιδέξια τα ποιητικά με τα πεζά μέρη και η αλήθεια είναι
ότι διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους είναι έντονη. Πέρα από την εμφανή αλλαγή
γραμματοσειράς και οπτικού ύφους, οι πεζές ιστορίες διακρίνονται από ρεαλισμό,
φυσικότητα, ευέλικτους διάλογους και ρέουσα εξέλιξη της πλοκής. Εκείνο όμως που
κάνει και αυτές τις ιστορίες να αποτελούν αναπόσπαστο οργανικό κομμάτι με το
όλο είναι η καταγραφή της στιγμής, του ελάχιστου, του φευγαλέου. Η σύλληψη μιας
φλασιάς θα λέγαμε σε άλλη γλώσσα, σαν το κλικ της κινηματογραφικής κάμερας των
παλαιών ταινιών. Ένα κλιπάρισμα.
Τα λυρικά με τα πεζά, ας πούμε,
μέρη, εναλλάσσονται με τρόπο διαδοχικών κινηματογραφικών λήψεων, σύντομων,
αρκετά σύντομων, σε άσπρο μαύρο, μάλλον σε γκρίζο- λευκό, ή υπόλευκο- μαύρο, ή
μαύρο- γκρίζο -λευκό, στο αμυδρό φως μιας νύχτας όπου το φεγγάρι κρύβεται από
σύννεφα και αφήνει ένα ελάχιστο υποκίτρινο φως να απαλύνει τη σκληρή όψη των
αναμνήσεων και των απολογισμών.
Τι σέρνει λοιπόν ο ναυαγός στα
νερά που ακολουθούν πίσω μαζί μετά
πεθαμένα πράγματα που δε λέμε να τα αποχωριστούμε εσαεί; Πολλά θα συλλέξει ο
περπατητής στο χθες. Πολλά κομμάτια πολύτιμα και μαλαματένια. Σιωπές,
επιθυμίες, βροχή, σκιές, όνειρα, άκαρπες αγάπες, πέτρες, απώλειες, νερά,
αμαρτίες, γραφές κενές, αινίγματα,
λυχνίες σβηστές, χλωμή στεγνή γη. Μοναξιά, απελπισία, λέξεις, κομμάτια λέξεις,
ιστορίες που ξέφυγαν από την άκρη του μολυβιού και λοξοδρόμησαν, πολυπρόσωπη
αλήθεια, μισητό ψέμα, δηλητήριο, σύνορα που δεν παραβιάστηκαν, απογοήτευση. Και
κυρίως αδυναμία. Μια χρυσή αδυναμία που φωτίζει όλα τα ευρήματα και γίνεται το
άμεσο ποιητικό υπόβαθρο της συγγραφέως. Η συνειδητοποιημένη αδυναμία να πράξει
το επιθυμητό. Η αδυναμία που την κρατά δέσμια πίσω από τα όρια. Η ομολογούμενη
αδυναμία του εφικτού. Αυτή τραγουδά η Μέρη Λιόντη. Η αδυναμία γίνεται το ισχυρό
όπλο της γραφής της.
Είναι η υπεύθυνη για την θλίψη
του αφηγηματικού της άξονα. Είναι αυτή που στέλνει το αμυδρό φως στις σκιές του
χθες και τους προσδίδει εκείνη τη εξαίσια φρίκη της γυναικείας υπόστασης , μιας
φρίκης που σέρνει μαζί της όχι πεθαμένα πράγματα , αλλά τη ζωντάνια μιας ψυχής
που δεν πρόκειται να παραδοθεί και να λυγίσει , όσο κι αν πονά για όσα δεν
τόλμησε ή τόλμησε και διαψεύστηκε. Η αδυναμία ως πηγή εκκίνησης της γραφής της
Μέρης γίνεται δύναμη ισχυρή, όταν τυλίγεται με λέξεις , με φράσεις, με σιωπές.
Αν μπορούσαμε να χαρτογραφήσουμε
τις ιστορίες και τις λυρικές εξάρσεις της Μέρης θα δημιουργούσαμε ένα τοπίο με
λίγα ξέφωτα και πολλές σκιάσεις , Πολλά σημεία θα είχαν το αδιαπέραστο μαύρο.
Το ανεξερεύνητο. Το άγνωστο. Τι κρύβετε κάτω από τις ηθελημένες παύσεις, από τα
αφώτιστα και ανήλιαγα τοπία; Εικάζουμε ότι εκεί υπάρχουν ωκεανοί, θάλασσες,
στεριές ανέγγιχτου από την πένα πόνου, αλλά και αφιλόξενα στη συνείδηση τοπία.
Επειδή ακριβώς υπάρχει μεγάλη
έκταση αμίλητη, η γραφή της παρουσιάζει μεγάλη θραυσματικότητα. Είναι κομμάτια
λέξεων, φράσεις που δεν ολοκληρώνουν, καταλήγουν συχνά σε αποσιωπητικά, Φράσεις
πάνω στις φράσεις, λέξεις πάνω στις λέξεις, τελεία και πάλι τελεία.
Υπαινικτικότητα σε πολλά σημεία ,μισοφωτισμένο νόημα κάπου αλλού. Ένα παζλ με
πολλά μαύρα κομμάτια και λιγότερα ημιφωτισμένα, ένας πίνακας με πινελιές
ακαθόριστες με την πρώτη ματιά, μα αν εστιάσεις στην εικόνα ως έμπειρος
φωτογράφος θα αρκούσε ένα αμυδρό φως για
να απαθανατίσει τη δύναμη της ακεραιότητας του μη εφικτού.
( απόσπασμα από την « συνάντηση»)
Υ.Γ.Ηεπιλογή φωτογραφιών από την Ειρεήνη Μπόμπολη